Το τραπεζικό σύστημα είναι πλέον έτοιμο να γυρίσει σελίδα

Το τραπεζικό σύστημα είναι πλέον έτοιμο να γυρίσει σελίδα

Με καθαρούς ισολογισμούς, οι ελληνικές τράπεζες επικεντρώνονται στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ενώ νέοι παίκτες εισέρχονται στην αγορά και αλλάζουν τα δεδομένα.

9' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα κάτι κινείται. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες για πρώτη φορά μετά τη βαθιά οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας θυμίζουν ξανά ισχυρές τράπεζες, διαθέτοντας καθαρούς ισολογισμούς και ισχυρές προοπτικές. Διαφορετικό είναι και το τοπίο στις μικρότερες τράπεζες, που αρχίζει να ξεκαθαρίζει με την εξυγίανση των συνεταιριστικών τραπεζών και της Τράπεζας Αττικής που είναι σε εξέλιξη, αλλά και την καθιέρωση νέων παικτών στην αγορά, που ανοίγουν το παιχνίδι του ανταγωνισμού με έμφαση στις νέες υγιείς πιστώσεις.

Στις συμφωνίες-ορόσημα που πραγματοποιήθηκαν την περασμένη χρονιά κυριαρχεί η ολοκλήρωση της συμφωνίας για τη μεταβίβαση του 48,5% της Viva Wallet στην JP Morgan. Ο αμερικανικός κολοσσός αποκτά τις μετοχές των μετόχων μειοψηφίας, δηλαδή των funds Hedosophia και Deca, καθώς και του family office της κ. Μαριάννας Λάτση.

Το τραπεζικό σύστημα καλείται να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές προκλήσεις που συντηρούνται λόγω της γεωπολιτικής κρίσης, από ισχυρή θέση για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία. Έχοντας ανακτήσει την εμπιστοσύνη της επενδυτικής κοινότητας με συνεχείς αναβαθμίσεις, διαμηνύει τη δυνατότητά του να στηρίξει την ανάπτυξη της χώρας, που, αν και από χαμηλότερη βάση, εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και το 2023. Η αισιοδοξία αυτή στηρίζεται σε ισχυρά ποιοτικά χαρακτηριστικά, που σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις είναι σε θέση να καθοδηγήσουν την αναπτυξιακή προοπτική και να συνδιαμορφώσουν την επόμενη μέρα και τον στόχο που έχει θέσει η χώρα για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έως τα τέλη του επόμενου έτους. Το τρίπτυχο στο οποίο βασίζουν αυτή την αισιοδοξία είναι ανθεκτικότητα των ισολογισμών, ανάπτυξη των εργασιών και απόδοση των κεφαλαίων, και τα δεδομένα που πιστοποιούν αυτή την αισιοδοξία είναι τα εξής:

1. Η ανθεκτικότητα των ισολογισμών τους έναντι του κινδύνου δημιουργίας μιας νέας γενιάς κόκκινων δανείων. Η αντοχή που, σύμφωνα με όλα τα μέχρι στιγμής στοιχεία, επιδεικνύουν οι ελληνικές τράπεζες βασίζεται αφενός στην ολοκλήρωση σε σημαντικό βαθμό του προγράμματος εξυγίανσης των ισολογισμών τους με τη στήριξη του προγράμματος «Ηρακλής» και αφετέρου στον περιορισμένο αντίκτυπο που έχει έως σήμερα η κρίση στην ικανότητα εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του 9μήνου, και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν πετύχει μονοψήφιο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs), που διαμορφώνεται στο 8% για την Alpha Bank, στο 6,1% για την Εθνική Τράπεζα, στο 5,6% για τη Eurobank και στο 8,7% για την Τράπεζα Πειραιώς. Μετά και τα δημοσιονομικά μέτρα-μαμούθ που έχει ενεργοποιήσει η κυβέρνηση, η πιθανότητα σημαντικής ανόδου των νέων κόκκινων δανείων δείχνει προς το παρόν «περιορισμένη» και, όπως διαβεβαιώνουν οι διοικήσεις και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, η όποια επίπτωση θα είναι «διαχειρίσιμη» και οι πρόσθετες προβλέψεις που θα χρειαστεί να πάρουν θα είναι ελεγχόμενες.

2. Αύξηση του δανειακού χαρτοφυλακίου μέσω της ισχυρής πιστωτικής επέκτασης, που καταγράφεται για τρίτη συνεχή χρονιά. Το 2022, με βάση τα στοιχεία 9μήνου, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν αυξήσει το ενήμερο δανειακό τους χαρτοφυλάκιο στα 123,5 δισ. ευρώ από 114,2 δισ. ευρώ στα τέλη του 2021, ενώ σε όρους καθαρής πιστωτικής επέκτασης, δηλαδή μετά τις αποπληρωμές υφιστάμενων οφειλών, η νέα χρηματοδότηση φθάνει τα 8 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας ήδη τον ετήσιο στόχο που είχαν θέσει οι διοικήσεις για το σύνολο του έτους. Αν και οι νέες χορηγήσεις έχουν επίκεντρο τις επιχειρήσεις, η τάση αυτή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη στήριξη της ανάπτυξης που θα προέλθει πρωτίστως από τις επενδύσεις, αφού, όπως διακηρύσσουν οι διοικήσεις των τραπεζών, «ανάπτυξη και επενδύσεις πάνε μαζί». Προς επίρρωσιν αυτής της διαπίστωσης είναι η ισχυρή ανάπτυξη που σημειώνεται το 2022, με παράλληλη αναστροφή της μείωσης του παραγωγικού κενού που έχει καταγραφεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης οικονομικής κρίσης. Εκτός από το υψηλό 20ετίας που κατέγραψαν οι ξένες επενδύσεις στη χώρα, το 2022 θα είναι η πρώτη χρονιά μετά το 2009 που οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίων θα υπερβούν τις αποσβέσεις και το κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας θα αυξηθεί, δημιουργώντας αισιοδοξία για τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας, εν μέσω της γενικευμένης ανησυχίας που προκαλεί η άνοδος του πληθωρισμού και η προοπτική επιβράδυνσης ή ακόμα και ύφεσης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η ισχυρή πιστωτική επέκταση καθοδηγείται όχι μόνο από τους πόρους που έχουν αρχίσει να εισρέουν στην ελληνική οικονομία λόγω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, αφού τα οφέλη των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης δεν έχουν προλάβει ακόμη να κάνουν τη διαφορά. Θα αποτελέσουν όμως τον επιταχυντή τα προσεχή χρόνια, ενόψει των σημαντικών αναγκών για την αναβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, εξασφαλίζοντας σε ένα περιβάλλον αυξημένων προκλήσεων τους αναγκαίους πόρους για τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων, την ενεργειακή και την ψηφιακή προσαρμογή σε συνδυασμό με τη διεύρυνση των εξαγωγικών τους κατευθύνσεων, έτσι ώστε να καταστούν περισσότερο εξωστρεφείς και πιο αποτελεσματικές στην εσωτερική αγορά.

Μελέτη της Eurobank ταυτοποιεί τον ενεργειακό τομέα, τις τηλεπικοινωνίες και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τις υποδομές, τον τουρισμό και τις αστικές αναπλάσεις, τη βιομηχανία, ως τους τομείς της οικονομίας στους οποίους θα γίνουν επενδύσεις περίπου 38 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια, συνεπικουρούμενες και από τα κεφάλαια που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ και άλλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων, οι πόροι των οποίων υπολογίζονται σε 80 δισ. ευρώ. Τα έργα αυτά, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, μπορούν να αυξήσουν το ελληνικό ΑΕΠ κατά 47 δισ. ευρώ τουλάχιστον σε ορίζοντα 10ετίας (12,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) και κατά 88 δισ. ευρώ τουλάχιστον σε ορίζοντα 20ετίας, ενώ οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν στις δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτές τις επενδύσεις υπολογίζονται στις 420.000.

Η ουσιαστική μεγέθυνση του επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου θεωρείται κρίσιμη εν μέσω της πίεσης για μείωση των περιθωρίων (spreads) στις χρηματοδοτήσεις, που αναμένεται να αντισταθμιστεί από την άνοδο των ευρωπαϊκών επιτοκίων και του euribor, που αποτελεί τη βάση για την τιμολόγηση όλων των χορηγήσεων. Η άνοδος του επιτοκίου βάσης αναμένεται να αυξήσει τα επιτοκιακά έσοδα των ελληνικών τραπεζών πάνω από 1 δισ. ευρώ το 2023 και αναμένεται να συντηρηθεί και το 2024, με βάση τις τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ για την εξέλιξη του πληθωρισμού την προσεχή 2ετία. Οι εκτιμήσεις ανεβάζουν το επίπεδο των επιτοκίων πάνω από το 3% για όλο το επόμενο έτος, με τάση σταδιακής αποκλιμάκωσης το 2025, ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού, που σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις αναμένεται να συγκρατηθεί λόγω των φθηνών δανείων που εξασφαλίζουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, σε αντίθεση με τα νοικοκυριά, που θα δουν το κόστος εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους να αυξάνεται σημαντικά, δυσκολεύοντας την πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό.

Η υψηλή πιστωτική επέκταση στην επιχειρηματική πίστη θα αντισταθμίσει σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της λιανικής τραπεζικής, που, παρά τη μικρή ανάκαμψη των στεγαστικών δανείων, παραμένει ο μεγάλος ασθενής της χρηματοδοτικής βάσης των τραπεζών με συνολικά υπόλοιπα που έχουν υποχωρήσει κοντά στα 38 δισ. ευρώ, με σταθερή τη μείωση των στεγαστικών δανείων κάτω από τα 29,5 δισ. ευρώ και των καταναλωτικών δανείων κοντά στα 8,7 δισ. ευρώ.

3. Απόδοση. Μετά το πολύ ισχυρό τρίτο τρίμηνο που παρουσίασαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, ανεβάζοντας τα συνολικά κέρδη του 9μήνου από επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες στα 2,6 δισ. ευρώ, οι εκτιμήσεις των διεθνών οίκων συγκλίνουν σε μια θετική χρονιά με υψηλή κερδοφορία, ανεβάζοντας τις προβλέψεις για άνοδο των λειτουργικών κερδών κατά 25-30% μέχρι το τέλος του 2022. Οδηγός είναι η επιτάχυνση των χορηγήσεων, τα ισχυρότερα περιθώρια κέρδους λόγω υψηλότερων επιτοκίων, η συγκράτηση των δαπανών και η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού, στοιχεία που δικαιολογούν την υπεραπόδοση των τιμών των εγχώριων τραπεζών και επιτρέπουν την επίτευξη αποδοτικότητας ROTE της τάξεως του 10%, κατά μέσο όρο, εντός του 2022. Για το 2023, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, αναμένεται περαιτέρω άνοδος του καθαρού εσόδου από τόκους, αντισταθμίζοντας τους αρνητικούς παράγοντες στο διεθνές περιβάλλον από την έκδοση MREL, την αποενοποίηση των NPE και την απουσία του προγράμματος TLTRO της ΕΚΤ. 

Το τραπεζικό σύστημα είναι πλέον έτοιμο να γυρίσει σελίδα-1

Οι στόχοι των διοικήσεων

Η διοίκηση της Alpha Bank, όπως επιβεβαιώθηκε από τις δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου Βασίλη Ψάλτη στις παρουσιάσεις της τράπεζας, διατηρεί τον στόχο για μέρισμα στη χρήση του 2023 με payout 20-30% επί των επαναλαμβανόμενων κερδών, αναθεωρώντας προς τα πάνω τον στόχο του 2022 για καθαρά έσοδα από τόκους στο 1,3 δισ. ευρώ, τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων 800 εκατ. ευρώ και την απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων στο 7%.

Σε ό,τι αφορά την Εθνική Τράπεζα, η επίδοση του 9μήνου προσεγγίζει τον στόχο που είχε θέσει ο Όμιλος για οργανικά κέρδη ύψους 490 εκατ. ευρώ για το σύνολο του έτους, αναδεικνύοντας, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της ΕΤΕ Παύλο Μυλωνά, «τις μεγάλες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης της τράπεζας».

Από την πλευρά της Eurobank, που συνέχισε σταθερά το 2022 την επέκταση στις τρεις αγορές του εξωτερικού όπου δραστηριοποιείται (Βουλγαρία, Κύπρος και Σερβία) με νέες εξαγορές, οι προβλέψεις της διοίκησης για το 2022 ανεβάζουν την οργανική αύξηση των ενήμερων χορηγήσεων στα 3 δισ. ευρώ, τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων στο 1,1 δισ. ευρώ, τα οργανικά λειτουργικά κέρδη στα 800 εκατ. ευρώ, την απόδοση των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων στο 11% και τα κέρδη ανά μετοχή στα 0,17 ευρώ, ενώ, όπως δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Φωκίων Καραβίας, η τράπεζα είναι σε συζητήσεις με τις εποπτικές αρχές σε ό,τι αφορά τον στόχο για τη διανομή μερίσματος το 2023, για τη χρήση του 2022.

Η κερδοφορία του 9μήνου, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Τράπεζας Πειραιώς, συνιστά «υπεραπόδοση των στόχων», που «επιδεικνύει σταθερή ανάπτυξη επιχειρηματικών δανείων, υψηλή κερδοφορία σε σχέση με τους αναλαμβανόμενους κινδύνους, πειθαρχία στη διαχείριση του λειτουργικού κόστους και επιταχυνόμενη ενίσχυση κεφαλαίου». Συγκεκριμένα, η τράπεζα παρήγαγε 0,28 ευρώ κέρδη ανά μετοχή (σε εξομαλυμένη βάση, χωρίς δηλαδή έκτακτα αποτελέσματα) και αναμένεται να ξεπεράσει τον προηγούμενο στόχο των 0,35 ευρώ κερδών ανά μετοχή για το έτος 2022.

Η αποεπένδυση

Το turnaround story των ελληνικών τραπεζών ευνοεί, σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες, την πολιτική αποεπένδυσης του Δημοσίου, η οποία όπως επιμένουν δεν αναμένεται να αναχαιτιστεί από τις επερχόμενες εκλογές. Το 2023 θα είναι, με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, έτος έναρξης της σταδιακής απεμπλοκής του ΤΧΣ από τις τράπεζες, προοπτική που ανοίγει η έγκριση της στρατηγικής αποεπένδυσης που έχει συνταχθεί από την Rothschild από το Υπουργείο Οικονομικών. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην Εθνική Τράπεζα και στην Τράπεζα Πειραιώς, όχι μόνο εξαιτίας του ότι είναι οι τράπεζες στις οποίες το Δημόσιο διαθέτει υψηλά ποσοστά της τάξης του 40,4% και 27% αντίστοιχα, αλλά και γιατί υπάρχει επίσημα εκδηλωμένο ενδιαφέρον από υποψήφιους επενδυτές. Στην περίπτωση της Εθνικής πρόκειται για εκδήλωση ενδιαφέροντος από το κρατικό fund της Σαουδικής Αραβίας (Public Investment Fund – PIF), ενώ στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς, πρόκειται για συγκεκριμένη οικονομική προσφορά από το ιταλικό private equity fund ΙΟΝ Group. Αμφότερες μένει να κριθούν στην τελική τους έκβαση. Η ανάδειξη της Εθνικής και της Πειραιώς στο επίκεντρο των εξελίξεων δεν απομειώνει τη σημασία αποεπένδυσης του Δημοσίου από την τρίτη μεγαλύτερη συμμετοχή του στην Alpha Bank, στην οποία το ποσοστό του ΤΧΣ διαμορφώνεται στο 9% και μεταξύ των ενδιαφερομένων φέρεται να είναι η Reggeborgh Invest (που ελέγχει ήδη το 6,5% περίπου στην τράπεζα), ενώ λιγότερο περίπλοκη εμφανίζεται η αποεπένδυση από τη Eurobank, στην οποία το ποσοστό του ΤΧΣ είναι μόλις 1,4%.

Η στρατηγική της κυβέρνησης, διαβεβαιώνουν αρμόδιες πηγές, θα προκρίνει τη διαδικασία των ανταγωνιστικών προσφορών, ανοίγοντας τους όρους της διεκδίκησης και σε άλλους ενδιαφερόμενους επενδυτές, είτε η αποεπένδυση γίνει με απευθείας πώληση είτε με δημόσια πώληση μέσω βιβλίου προσφορών (παραλλαγές είναι το accelerated book building, το fully marketed offering, το dribble out κ.ά.).

Εξυγίανση μικρότερων τραπεζών

Τις εξελίξεις στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα συμπληρώνουν οι κινήσεις εξυγίανσης των μικρότερων τραπεζών, μετά την ολοκλήρωση της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Παγκρήτιας Τράπεζας και την είσοδο της Thrivest Holding. Τα επόμενα βήματα πρέπει να γίνουν στην Συνεταιριστική Τράπεζα Σερρών και τη Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων, ενώ εντός του α΄ τριμήνου του νέου έτους αναμένεται να ολοκληρωθεί και η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Attica Bank. Την είσοδό της στο Χρηματιστήριο, μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου ύψους άνω των 100 εκατ. ευρώ, σχεδιάζει για το 2023 και η Optima Bank, μετά την έκδοση μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου (ΜΟΔ), από το οποίο η τράπεζα άντλησε το ποσό των 60 εκατ. ευρώ, ενισχύοντας τα εποπτικά της κεφάλαια.

Στην προσέλκυση νέων επενδυτών που θα τοποθετηθούν στο 55% του μετοχικού της κεφαλαίου στοχεύει η ABBank, μέσω της διάθεσης του 48% που ελέγχουν σήμερα οι όμιλοι Ι. Κούστα και Π. Τσάκου, του 2% περίπου που διαθέτει ο Κωνσταντίνος Χατζηπαναγιώτης, καθώς και ενός μικρού ποσοστού της τάξης του 5% που διαθέτει ο βασικός μέτοχος και ιδρυτής της ABBank, Θεόδωρος Αφθονίδης, που ελέγχει το 41% της τράπεζας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή