Μελέτη της PwC Ελλάδας: «Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις ελληνικές επιχειρήσεις»

Μελέτη της PwC Ελλάδας: «Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις ελληνικές επιχειρήσεις»

Οι προκλήσεις που κληροδοτήθηκαν από την πανδημία και οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται. H οικονομική κατάσταση της Ελλάδας την περίοδο πριν ξεσπάσει η πανδημική κρίση τον Μάρτιο του 2020. H αντίδραση των εισηγμένων εταιρειών κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020. Ποιες εταιρείες συμπιέστηκαν περισσότερο, ποιες επέδειξαν αντοχή στην κρίση και ποιες ισχυροποιήθηκαν.

36' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η μελέτη της PwC καταγράφει και αναλύει τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ελληνική οικονομία και πιο συγκεκριμένα στις εισηγμένες επιχειρήσεις, που αναντίρρητα αποτελούν σημαντικό κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας.

Συγκεκριμένα, εξετάζει την αντίδραση των εισηγμένων εταιρειών κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 και επιχειρεί να αναδείξει τις μελλοντικές προκλήσεις, τους κινδύνους αλλά και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται για την επόμενη μέρα. 

Το ξέσπασμα της πανδημίας βρήκε την Ελλάδα σε μια περίοδο όπου ξεκίνησε να ανακάμπτει μετά τη χρηματοοικονομική κρίση, αλλά τα χαρακτηριστικά και οι παθογένειες του οικονομικού μοντέλου της χώρας αποτέλεσαν σημείο προβληματισμού, δημιουργώντας αβεβαιότητα και αρνητικές προσδοκίες για τις επιπτώσεις που θα είχε στην οικονομία η νέα κρίση.

Σε αντιπαραβολή με το γενικά απαισιόδοξο κλίμα, το κράτος και ο ιδιωτικός τομέας της χώρας επέδειξαν ιδιαίτερη ανθεκτικότητα και γρήγορα αντανακλαστικά στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Προς αυτό βοήθησε και το σαφώς βελτιωμένο κλίμα εμπιστοσύνης προς τη χώρα αυτή την περίοδο.

Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είδαμε την επιτάχυνση της ψηφιοποίησης κρίσιμων λειτουργιών της δημόσιας διοίκησης. Αντίστοιχα, μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων επέδειξε ισχυρές ικανότητες προσαρμογής, υιοθετώντας ψηφιακές λύσεις. 

Οι εταιρείες αντέδρασαν γρήγορα. Εκμεταλλεύτηκαν την ύπαρξη ρευστότητας και άντλησαν επιπλέον δανεισμό για να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις από την αναγκαστική παύση της δραστηριότητας, αλλά και για να δημιουργήσουν επαρκή ταμειακά διαθέσιμα ως δικλίδα ασφαλείας για ενδεχόμενη περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης. Ταυτόχρονα, αξιοποίησαν τα προγράμματα που προωθήθηκαν από το κράτος, συγκρατώντας τα έξοδά τους. 

Ωστόσο, παρά το θετικό κλίμα, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων, οι οποίες, πέρα από την ανάγκη διατήρησης του κλίματος εμπιστοσύνης στις διεθνείς αγορές αλλά και της ομαλής δημοσιονομικής προσαρμογής στους προ υγειονομικής κρίσης στόχους, σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την προσπάθεια προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και την αποτελεσματική απορρόφηση του Ταμείου Ανάκαμψης, που αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση. 

Παρά τις προκλήσεις, οι συνθήκες για τη χώρα είναι διαφορετικές σε σχέση με το παρελθόν. Απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός, τόλμη και συνέπεια στην υλοποίηση ώστε η χώρα να μπορέσει να ηγηθεί της κατάστασης, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη και διαμορφώνοντας μια νέα, διαφορετική επόμενη μέρα.

Οι παράγοντες που θα καθορίσουν την ταχύτητα της ανάκαμψης

• Διατήρηση κλίματος εμπιστοσύνης

Σε αντίθεση με την οικονομική κρίση, οπότε η χώρα είχε χάσει την πρόσβασή της στις αγορές λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης, αυτή τη φορά οι πρόσθετες δημοσιονομικές ανάγκες της οικονομίας χρηματοδοτούνται μέσω του δανεισμού από τις διεθνείς αγορές και της στήριξης από προγράμματα της Ε.Ε. Η δυνατότητα δανεισμού με χαμηλά επιτόκια αποτελεί βασικό παράγοντα αλλά και σημαντική πρόκληση για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Για τον λόγο αυτόν η χώρα θα πρέπει να επενδύσει στη λογική διατήρησης του κλίματος εμπιστοσύνης που χτίστηκε με τις αγορές τα τελευταία χρόνια, μέσω της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής σε συνδυασμό με την εκτέλεση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.

• Ποσοτική χαλάρωση και παροχή ρευστότητας

Η ομαλή προσαρμογή της οικονομίας στη μετά Covid εποχή αλλά και η ταχύτητα ανάκαμψής της επηρεάζονται άμεσα από τη δυνατότητα άντλησης χρηματοδότησης. Η συνέχιση της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποτελεί σημαντική πρόκληση για τη χώρα, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Τυχόν αλλαγή της πολιτικής αυτής θα ασκήσει αυξητικές πιέσεις στα μακροπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού και θα επηρεάσει αρνητικά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

• Ομαλότερη δημοσιονομική προσαρμογή

Τα προηγούμενα χρόνια, τα μνημόνια προσαρμογής επέβαλαν αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή, ενώ αυτή τη φορά το αυστηρό πλαίσιο ευρωπαϊκής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας έχει χαλαρώσει, επιτρέποντας για το τρέχον έτος την απόκλιση από τους στόχους των υψηλών πλεονασμάτων που έχουν τεθεί. Η χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων από την Ε.Ε. βοήθησε σημαντικά στην αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης, με τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις και την αγορά εργασίας. Είναι σημαντικό αυτή η χαλάρωση να επεκταθεί για το επόμενο διάστημα και η επαναφορά των δημοσιονομικών στόχων να γίνει με ομαλό τρόπο, ώστε να δοθεί χρόνος στην οικονομία να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Μια απότομη επαναφορά του δημοσιονομικού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% θα έπληττε την ήδη συμπιεσμένη ελληνική οικονομία, με αρνητικές επιπτώσεις στη δυναμική που θα έχει η ανάκαμψη της οικονομίας. 

Στοίχημα η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης

• Απορρόφηση και αξιοποίηση των πόρων

Η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία έχει υποστεί σημαντική υστέρηση επενδύσεων, με τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου να μειώνεται από 22% του ΑΕΠ το 2008 σε μόλις 10% το 2019, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κινείται διαχρονικά στο 20% του ΑΕΠ. Είναι σαφές πως η προσέλκυση επενδύσεων και η αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 32 δισ. ευρώ, που αθροιστικά με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς πόρους που θα εισρεύσουν έως το 2027 θα αγγίξουν συνολικά τα 72 δισ. ευρώ, αναδεικνύονται ως καταλυτικοί παράγοντες για την επιτάχυνση της ανάκαμψης της οικονομίας. Βασική πρόκληση για την Ελλάδα μετά το τέλος της πανδημίας συνιστά η μέγιστη δυνατή απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, εντάσσοντας στρατηγικά έργα ώριμα προς υλοποίηση και με υψηλό πολλαπλασιαστή, αλλά και αναβαθμίζοντας δημόσιες υποδομές.

Σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση των πόρων του Ταμείου θα διαδραματίσουν και οι επιχειρήσεις. Με βάση το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, θα πρέπει να προετοιμαστούν κατάλληλα για τις ευκαιρίες που θα παρουσιαστούν στην οικονομία, υποβάλλοντας ολοκληρωμένα επιχειρηματικά σχέδια για χορήγηση χρηματοδότησης, ιδιαίτερα στους τομείς της ψηφιοποίησης και της ενεργειακής αναβάθμισης. 

• Εντατικοποίηση μεταρρυθμίσεων

Το διαχρονικό έλλειμμα μεταρρυθμίσεων της Ελλάδας εξακολουθεί να δημιουργεί αγκυλώσεις στην προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται εν μέσω υγειονομικής κρίσης και περικόπτει τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας. Μια πολύ σημαντική πρόκληση για τη χώρα θα είναι η χρησιμοποίηση της παρεχόμενης ρευστότητας του Ταμείου Σταθερότητας για την προώθηση δομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα συμβάλουν ουσιαστικά στην ομαλή επιστροφή της χώρας από την πανδημία στην ανάπτυξη. Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δοθεί στην αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα με γνώμονα την κινητροδότηση των επενδυτών αλλά και τη βελτίωση του νομικού πλαισίου που εξασφαλίζει τα δικαιώματά τους. Η εισαγωγή ενός σταθερού φορολογικού μοντέλου, με παράλληλη μείωση φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών, η μείωση της γραφειοκρατίας, η άρση των διοικητικών εμποδίων για το επιχειρείν, καθώς και η απλοποίηση των θεσμικών διαδικασιών αδειοδότησης αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την Ελλάδα, η ουσιαστική αντιμετώπιση των οποίων θα καθορίσει τα επόμενα βήματα της χώρας στη μετά Covid εποχή. 

Πρόκληση η μετάβαση σε νέο παραγωγικό μοντέλο

• Μεταστροφή σε πιο παραγωγικούς κλάδους

Το ξέσπασμα της πανδημίας έφερε ξανά στην επιφάνεια τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως η μεγάλη εξάρτηση από τον τομέα των υπηρεσιών και ιδιαίτερα τους τομείς του τουρισμού και της εστίασης. Η ελληνική οικονομία, προκειμένου να ορθοποδήσει, καλείται να οικοδομήσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο με ισχυρότερα θεμέλια, προχωρώντας σε αλλαγές στην παραγωγική της βάση. Στην κατεύθυνση αυτή, η χώρα θα πρέπει να στραφεί στην ενίσχυση κλάδων που επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις κυκλικές μεταβολές της οικονομίας, όπως η μεταποίηση.

• Ενίσχυση εξαγωγικών επιδόσεων

Το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων τα χρόνια της κρίσης, ιδίως στα πεδία της τεχνολογικής αναβάθμισης και της έρευνας και ανάπτυξης, καθώς και ο προσανατολισμός των ελληνικών επιχειρήσεων στην εγχώρια αγορά, περιορίζουν την ικανότητά τους να ανταγωνιστούν σε διεθνές επίπεδο. Η αύξηση της προστιθέμενης αξίας των ελληνικών προϊόντων, μέσω της καινοτομίας και της έμφασης στη σύνδεση με την ταυτότητα της χώρας (branding), είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας διεθνώς και την αύξηση των ελληνικών εξαγωγών. 

• Αναβάθμιση τουριστικού προϊόντος

Το ελληνικό τουριστικό προϊόν χαρακτηρίζεται από μαζικότητα και εποχικότητα, καθώς οι τουριστικές ροές είναι ιδιαίτερα πυκνές σε συγκεκριμένη περίοδο του έτους. Η Ελλάδα καλείται να αναβαθμίσει το τουριστικό της προϊόν επενδύοντας σε λιγότερο εποχικές και περισσότερο ποιοτικές μορφές τουρισμού, όπως ο συνεδριακός και ο ιατρικός τουρισμός. 

Μεταβαίνοντας σε μια πιο πράσινη οικονομία

• Στροφή σε φιλικότερες προς το περιβάλλον μορφές ενέργειας

Η μετάβαση στην κυκλική οικονομία έρχεται ως απάντηση στην επιδίωξη για αειφόρο ανάπτυξη, λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη ανησυχία για την εξάντληση των φυσικών πόρων και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Πρόκειται στην ουσία για ένα νέο οικονομικό μοντέλο που εστιάζει στη μείωση της σπατάλης των πόρων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην παραγωγή και στη χρήση καθαρότερων μορφών ενέργειας από ανανεώσιμους πόρους.

• Απολιγνιτοποίηση και υποκατάσταση θέσεων εργασίας 

Η απεξάρτηση από τον λιγνίτη και η στροφή προς μορφές ενέργειας φιλικότερες προς το περιβάλλον θα δημιουργήσουν απώλεια σχετικών θέσεων εργασίας, καθώς η οικονομία ορισμένων περιοχών της ελληνικής επικράτειας είναι συνυφασμένη με τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη. Κατά τη διαδικασία μετάβασης σε ένα «πράσινο» πρότυπο ανάπτυξης, απαιτείται η εκπόνηση και η εφαρμογή ενός αποτελεσματικού σχεδίου, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη υποκατάστασης των χαμένων θέσεων εργασίας, εξαλείφοντας τον κίνδυνο της αύξησης της ανεργίας.

• Υποστήριξη για «πράσινες» επενδύσεις

Η μετάβαση στην κυκλική οικονομία συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις παρεμβάσεις στην παραγωγική τους διαδικασία με σκοπό τη μείωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος. Για τις μικρές επιχειρήσεις αυτό συνιστά ιδιαίτερη πρόκληση για το μέλλον, καθώς οι απαραίτητες επενδύσεις στην «πράσινη ανάπτυξη» συνεπάγονται υψηλό κόστος, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη συνθήκη για την επιτυχή μετάβαση η παροχή κινήτρων από το κράτος και η διευκόλυνση της πρόσβασης σε ρευστότητα για τέτοιου είδους επενδύσεις. 

Η επόμενη μέρα των τραπεζών

• Συνέχιση μείωσης «κόκκινων» δανείων

Παρά τις θετικές κινήσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αυτά παραμένουν ακόμη σε σχετικά υψηλά επίπεδα (35,8% του συνόλου των δανείων), ενώ με την πανδημία δημιουργούνται επιπρόσθετες προκλήσεις λόγω των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων που αναμένεται να εμφανιστούν με τη λήξη των μορατόριουμ αποπληρωμών. Βέβαια, με την ολοκλήρωση των διαδικασιών τιτλοποίησης που έχουν ήδη ανακοινωθεί από τις ελληνικές τράπεζες, ο λόγος των ΜΕΔ αναμένεται να μειωθεί περίπου στο 25%. Η παρούσα κρίση επηρεάζει όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες και συνεπώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει αποφάσεις που υποβοηθούν τις τράπεζες σε εποπτικό επίπεδο. Παράλληλα, υπάρχει πιθανότητα προώθησης μηχανισμών επίλυσης του προβλήματος του νέου κύματος μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα προκύψουν λόγω της πανδημίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παραμένοντας στην κατεύθυνση εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος, οι τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν με την ίδια ένταση τις προσπάθειες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που προήλθαν από την οικονομική κρίση.

• Παροχή ρευστότητας στις υγιείς επιχειρήσεις που επλήγησαν από τον Covid-19 

Η ύφεση που έχει επιφέρει η πανδημία αυξάνει περαιτέρω την ανάγκη των εταιρειών για ρευστότητα. Ένας αριθμός εταιρειών που δραστηριοποιούνται κυρίως στους κλάδους που πλήττονται περισσότερο ενδέχεται να μην επιβιώσουν. Για την αποφυγή της δημιουργίας νέων εταιρειών-ζόμπι, καθοριστική θα είναι η ταχύτητα του χρόνου αντίδρασης του τραπεζικού τομέα. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε συνεργασία με το κράτος χρειάζεται να δημιουργήσει μηχανισμούς αξιολόγησης των υγιών από τις προβληματικές επιχειρήσεις, ώστε να στηρίξει με ρευστότητα τις επιχειρήσεις που μπορούν να αντεπεξέλθουν και να διαχειριστεί αποτελεσματικά εκείνες που δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν.

• Χρηματοδότηση της ανάπτυξης

Οι τράπεζες, λαμβάνοντας υπόψη τη μεταστροφή του παραγωγικού μοντέλου που επιχειρείται, θα πρέπει να αναδιαμορφώσουν τη στρατηγική τους και να διαφοροποιήσουν το χαρτοφυλάκιο των εταιρειών που χρηματοδοτούν από τους παραδοσιακούς τομείς, όπως του τουρισμού και των ακινήτων, σε τομείς της οικονομίας όπου εμφανίζονται οι νέες ευκαιρίες ανάπτυξης. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να στηρίξουν τις επιχειρήσεις που θα προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, ενώ παράλληλα θα δημιουργήσουν για τις ίδιες καλύτερες αποδόσεις. 

Η πανδημία επιταχύνει την ψηφιοποίηση των εταιρειών

• Κρατικός και εταιρικός μετασχηματισμός

Η ελληνική κοινωνία εμφανίζει προβλήματα αφομοίωσης νέων τεχνολογιών, καινοτομιών και υπηρεσιών υψηλής ψηφιοποίησης, καθώς και χαμηλή απασχόληση σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας, καταλαμβάνοντας την 26η θέση στον δείκτη «Ψηφιακής Οικονομίας DESI» σε σύγκριση με τις υπόλοιπες 28 χώρες της Ε.Ε. Οι επιχειρήσεις και τα τραπεζικά ιδρύματα της χώρας χρειάζεται να σχεδιάσουν από τώρα την επόμενη μέρα, έχοντας ως βάση την κατανόηση των επιπτώσεων που δημιουργεί η παρούσα κρίση στη μελλοντική καταναλωτική συμπεριφορά των πελατών τους, στην εφοδιαστική τους αλυσίδα και ευρύτερα στο λειτουργικό τους μοντέλο. Η προώθηση νέων και ανερχόμενων τεχνολογιών είναι πλέον θέμα κομβικής σημασίας για της επιχειρήσεις και η άμεση εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών εταιρικού μετασχηματισμού θα αποτελέσει σημαντική πρόκληση στο μέλλον.

Στην κατεύθυνση αυτή, το κράτος θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και των υπηρεσιών που προσφέρει στις επιχειρήσεις και στους πολίτες, συνεχίζοντας να επενδύει στον πλήρη εκσυγχρονισμό των δομών της, στην προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, αλλά και στην έμπρακτη στήριξη της καινοτομίας μέσω πολιτικής κινήτρων. Το τελευταίο μάλιστα αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική πρόκληση για τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν και το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της ελληνικής εταιρικής οικονομίας, καθώς η μετάβαση στη νέα ψηφιακή πραγματικότητα ίσως αποτελέσει κοστοβόρα επένδυση για τις περισσότερες εξ αυτών.

• Εκπαίδευση ανθρώπινου δυναμικού

Με αφορμή την υγειονομική κρίση, δημιουργήθηκε η άμεση ανάγκη εξεύρεσης τεχνολογικών λύσεων για την επίτευξη της εργασίας από απόσταση, με αποτέλεσμα την απότομη «ψηφιακή ενηλικίωση» των επιχειρήσεων. Η επιτάχυνση του ψηφιακού εκσυγχρονισμού, μέσω των επενδύσεων σε συστήματα και δίκτυα, δημιούργησε ταυτόχρονα πρωτοφανείς συνθήκες στις εργασιακές σχέσεις και σίγουρα η ομαλή μετάβαση του εργατικού προσωπικού στα νέα δεδομένα θα αποτελέσει μια βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη πρόκληση. Για τον λόγο αυτόν η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού (upskilling) μέσω επιδοτούμενων προγραμμάτων (70% της περιόδου κατάρτισης ως πρακτική εξάσκηση σε επιχείρηση), καθώς και η επανακατάρτιση (reskilling) και αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων του θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα για το σύνολο των επιχειρήσεων της χώρας.

Οι αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας κάνουν πιο δύσκολη την αντιμετώπιση της κρίσης

Η ελληνική οικονομία, παρά τη μακρά περίοδο προσαρμογής που υπέστη στη 10ετή κρίση, δεν κατάφερε να επιλύσει τις δομικές παθογένειές της. Το οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας παρέμεινε αδύναμο, δημιουργώντας αρνητικές προσδοκίες για τις επιπτώσεις που θα είχε στην εγχώρια οικονομία η πανδημία.

Η μεγάλη εξάρτηση της Ελλάδας από τον τουρισμό και την εστίαση καθιστούσε την οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη στην πανδημία, η οποία επηρέασε άμεσα και δραστικά αυτούς τους τομείς. Παράλληλα, σημαντική διαρθρωτική αδυναμία συνιστά και η υψηλή κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ που υπερβαίνει διαχρονικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά τουλάχιστον 20 ποσοστιαίες μονάδες.

Ταυτόχρονα, η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από χαμηλό βαθμό ψηφιοποίησης τόσο όσον αφορά το κράτος όσο και τις εταιρείες. Σύμφωνα με τον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI), η Ελλάδα κατατάσσεται προτελευταία (27η) ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε., αντικατοπτρίζοντας τον χαμηλό βαθμό χρήσης των ευρύτερων τεχνολογικών λύσεων και ιδίως της χαμηλής διείσδυσης του ηλεκτρονικού εμπορίου και της ηλεκτρονικής τραπεζικής που επικρατούσε ως τάση πριν από την πανδημία. 

Επιπρόσθετα, το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων τις εγκλωβίζει σε ένα καθεστώς χαμηλής παραγωγικότητας και εσωστρέφειας και περιορίζει σημαντικά την ικανότητά τους να αντλούν ρευστότητα, να επενδύουν και να καινοτομούν. Τα εγγενή αυτά χαρακτηριστικά, που διαχρονικά αποτελούσαν εμπόδιο προς την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, επέτειναν την ανησυχία για το πλήγμα που θα δεχόταν συνολικά η οικονομία λόγω της πανδημίας.

Μελέτη της PwC Ελλάδας: «Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις ελληνικές επιχειρήσεις»-1

Δύσκολο το α΄ εξάμηνο του 2020 για τις εισηγμένες εταιρείες

Σκοπός της έρευνας είναι η παρουσίαση της εικόνας της ελληνικής εταιρικής οικονομίας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 και η αντιπαραβολή της με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, ούτως ώστε να προσδιοριστεί ο βαθμός ανταπόκρισης των επιχειρήσεων στο ξέσπασμα της κρίσης. Για να πραγματοποιηθεί η ανάλυση, χρησιμοποιήθηκε δείγμα 142 εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, καθώς οι εισηγμένες είναι οι μόνες εταιρείες που έχουν υποχρέωση δημοσίευσης εξαμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων, καθιστώντας εφικτή τη διερεύνηση της επίδρασης της πανδημίας. Από το δείγμα έχουν εξαιρεθεί οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες.

Από το σύνολο των 142 εταιρειών του δείγματος, οι 53 (37%) ανήκουν στον κλάδο της βιομηχανίας. Ακολουθούν οι εταιρείες που ανήκουν στον κλάδο των υπηρεσιών, καθώς και οι εμπορικές επιχειρήσεις. Οι κλάδοι των υποδομών και των κατασκευών εκπροσωπούνται από μικρότερο αριθμό εταιρειών, αλλά το μέγεθός τους είναι συγκριτικά μεγάλο. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο κλάδος του τουρισμού, παρά τη μεγάλη επίδρασή του στην οικονομία, έχει μικρή συμμετοχή στο χρηματιστήριο.

Αυτό αποδίδεται στον κατακερματισμό του κλάδου, με την ύπαρξη πολλών μικρών εταιρειών, και σχολιάζεται στη συνέχεια της μελέτης ως μία από τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας γενικότερα.

Μείωση κεφαλαιοποίησης

Η συνολική κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων εταιρειών μειώθηκε κατά 13,3 δισ. ευρώ (-28%) το πρώτο εξάμηνο του 2020 σε σχέση με το τέλος του 2019. Η πτωτική αυτή πορεία έχει αντιστραφεί έκτοτε και τον Νοέμβριο η κεφαλαιοποίηση ανέκαμψε κατά 4,5 δισ. (13%) σε σύγκριση με τα τέλη Ιουνίου.

Η κεφαλαιοποίηση των μεγαλύτερων 10 μη χρηματοοικονομικών εισηγμένων εταιρειών μειώθηκε κατά σχεδόν 5 δισ. ευρώ (-24%) το πρώτο εξάμηνο του 2020 σε σχέση με το τέλος του 2019.

Η μεγάλη μείωση αξίας της εταιρικής οικονομίας ήρθε ως άμεση συνέπεια του αβέβαιου επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της μειωμένης ζήτησης και οδήγησε, εκτός από μείωση της κεφαλαιοποίησης, σε παράλληλη πτώση των ιδίων κεφαλαίων, λόγω των ζημιών που καταγράφηκαν, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7% μεταξύ του 2019 και του πρώτου εξαμήνου του 2020. (11)

Οι εισηγμένες επιχειρήσεις φαίνεται να αντέδρασαν άμεσα στη μειωμένη ζήτηση με αντίστοιχη μείωση του λειτουργικού τους κόστους και περιορισμό των επενδύσεων.

Η μείωση της ζήτησης έφερε ζημίες

Μελέτη της PwC Ελλάδας: «Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις ελληνικές επιχειρήσεις»-2Στο σύνολο του δείγματος, η επίπτωση της πανδημίας ήταν εμφανής, μειώνοντας τα έσοδα κατά 21,4%. Η περιορισμένη οικονομική δραστηριότητα άσκησε πιέσεις στις επιχειρήσεις, οι οποίες, παρά την άμεση μείωση των λειτουργικών εξόδων και την κρατική στήριξη, δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τη μείωση της κερδοφορίας, με το EBITDA να παρουσιάζει πτώση 37,2% το α΄ εξάμηνο του 2020 και το EBIT να καταρρέει κατά 74,1%. Τα περιθώρια EBITDA και EBIT κατρακύλησαν από 12,4% σε 9,9% και από 5,7% σε 1,9% αντίστοιχα. Παρόμοια ήταν η πτώση και στις αποδόσεις ιδίων και απασχολούμενων κεφαλαίων. Ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROE) μειώθηκε κατά 5,7 ποσοστιαίες μονάδες, από 4,4% σε -1,3%, ενώ ο δείκτης απόδοσης απασχολούμενων κεφαλαίων (ROCE) μειώθηκε κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες, από 3,0% σε 0,8%. Οι εταιρείες εμφανίστηκαν ιδιαίτερα επιφυλακτικές, αφού δεν προέβησαν σε νέες επενδύσεις, διακρατώντας παράλληλα τα ταμειακά τους διαθέσιμα ως δικλίδα ασφαλείας στην αυξανόμενη αβεβαιότητα.  

Αύξηση του δανεισμού για την απορρόφηση των ζημιών και δημιουργία ταμειακής ρευστότητας

Μελέτη της PwC Ελλάδας: «Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις ελληνικές επιχειρήσεις»-3Είναι ενδεικτικό ότι το 78% των επενδύσεων του πρώτου εξαμήνου του 2020 πραγματοποιήθηκε από 10 εταιρείες. Ο μεγαλύτερος όγκος επενδύσεων προέρχεται από τους κλάδους της Βιομηχανίας και των Υποδομών και πιο συγκεκριμένα από τον υποκλάδο της Ενέργειας. Ο ΟΤΕ πραγματοποίησε με διαφορά τις μεγαλύτερες επενδύσεις κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους και ακολουθείται από τον όμιλο ΔΕΗ. Η μεγάλη μείωση του τζίρου σε συνδυασμό με την αύξηση του χρόνου αποπληρωμής των υποχρεώσεων δημιούργησε προβλήματα στη λειτουργία της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Η μείωση των απαιτήσεων ήταν μικρότερη από τη μείωση του κύκλου εργασιών, υποδηλώνοντας μεγαλύτερη καθυστέρηση στην εξόφλησή τους. Τα αποθέματα φαίνεται να μειώνονται έστω και οριακά, υποδηλώνοντας έγκαιρη συγκράτηση νέων παραγγελιών λόγω της αβεβαιότητας. Η αύξηση των πληρωτέων υποδηλώνει την προσπάθεια δημιουργίας επιπλέον ρευστότητας μέσω της καθυστέρησης αποπληρωμών από τις εταιρείες. Οι ημέρες πληρωμής προμηθευτών, απαιτήσεων και αποθεμάτων αυξήθηκαν κατά 18, 18 και 8 ημέρες αντίστοιχα, προμηνύοντας ένα δυσκολότερο πιστωτικό περιβάλλον. 

Οι συνέπειες της πανδημίας σε βασικούς κλάδους της οικονομίας

Η ενίσχυση της αβεβαιότητας και η μειωμένη ζήτηση για προϊόντα έφεραν αύξηση δανεισμού σχεδόν στο σύνολό τους

Η τάση αύξησης δανεισμού και ταμειακών διαθεσίμων του δείγματος επιβεβαιώνεται και από τα τελευταία μηνιαία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος που αφορούν χορηγήσεις προς τον ιδιωτικό τομέα αλλά και καταθέσεις. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2020 η ετήσια μεταβολή της χρηματοδότησης άγγιξε το 8%, όντας η μεγαλύτερη από τον Ιούλιο του 2009, ενώ η ετήσια μεταβολή του συνόλου των καταθέσεων ανήλθε σε 8,3%, ως απόρροια της διακράτησης ταμειακών διαθεσίμων από τις επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση της αυξημένης αστάθειας και της αβεβαιότητας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της μειωμένης κατανάλωσης των νοικοκυριών.

Οι κλάδοι που έλαβαν τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση τον Οκτώβριο του 2020 ήταν η μεταποίηση-βιομηχανία, το εμπόριο και ο τουρισμός, δηλαδή κλάδοι που επηρεάστηκαν περισσότερο από την πανδημία, με ετήσια μεταβολή 10,5%, 9,2% και 13% αντίστοιχα. Τη μεγαλύτερη ετήσια μεταβολή σημείωσε ο κλάδος των αποθηκεύσεων και μεταφορών (24%), ώστε να χρηματοδοτήσει επαρκώς τις αυξημένες δραστηριότητες που προέκυψαν λόγω του πρόσφατου lockdown. 

Το πλήγμα στο Εμπόριο

Ο κλάδος του Εμπορίου έχει υποστεί τη μεγαλύτερη μείωση σε χρηματιστηριακή αξία

Η πορεία της κεφαλαιοποίησης των κλάδων συνάδει με το πλήγμα που δέχτηκαν εν μέσω πανδημίας. Το Εμπόριο, οι Υπηρεσίες και ο Τουρισμός είναι οι κλάδοι στους οποίους επιβλήθηκαν οι περισσότεροι περιορισμοί εξαιτίας των μέτρων, με ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων που ανήκουν σε αυτούς να αναστέλλει τη λειτουργία του. Αντιθέτως, οι Υποδομές, που αποτελούν κρίσιμο παράγοντα για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής ζωής, αύξησαν έστω και οριακά την κεφαλαιοποίησή τους. Στα τέλη Νοεμβρίου παρατηρήθηκε γενική ανάκαμψη στις κεφαλαιοποιήσεις, οι οποίες επηρεάστηκαν από το θετικό κλίμα που δημιουργήθηκε λόγω της ανακοίνωσης των εμβολίων για την καταπολέμηση του ιού.
Συγκεκριμένα, η καλή πορεία του κλάδου των Υποδομών αποτυπώνεται και στο ΧΑΑ, όπου, μετά το σοκ του πρώτου κύματος και μια πτώση ύψους 1,7 δισ. ευρώ (-16%) σε σχέση με το τέλος του 2019, κατάφερε να ανακάμψει και να ξεπεράσει τα προ Covid-19 επίπεδα, λόγω της σταθερής πορείας του κλάδου μέσα στην πανδημία.

Η χρηματιστηριακή αξία των εμπορικών εταιρειών μειώθηκε κατά 0,5 δισ. ευρώ (-16%) το πρώτο εξάμηνο του 2020 σε σχέση με το τέλος του 2019, ενώ η πτωτική πορεία συνεχίζεται με περαιτέρω μείωση κατά 4%, με τους επενδυτές να παραμένουν επιφυλακτικοί για την προοπτική του κλάδου, η οποία επηρεάζεται άμεσα από την εξέλιξη της πανδημίας.

Παρά την κακή πορεία της Βιομηχανίας και τη μείωση της κεφαλαιοποίησης κατά 2,4 δισ. ευρώ (-22%) το πρώτο εξάμηνο του 2020, επενδυτές φαίνεται να εμπιστεύονται τον κλάδο, ο οποίος έχει ανακάμψει κατά 12% από τα τέλη Ιουνίου έως τα τέλη Νοεμβρίου.

Η κεφαλαιοποίηση των λίγων εταιρειών του τουριστικού κλάδου μειώθηκε κατά 26% στο πρώτο κύμα της πανδημίας, αλλά έχει δείξει σημάδια ανάκαμψης με 13% αύξηση της κεφαλαιοποίησης έκτοτε.

Η κεφαλαιοποίηση των Υπηρεσιών βρίσκεται σε θετική τροχιά μετά την αρχική πτώση κατά 1,6 δισ. ευρώ (-26%) το πρώτο εξάμηνο του 2020, όπως επίσης και ο κλάδος των Κατασκευών έχει ανακάμψει από την αντίστοιχη αρχική μείωση ύψους 0,7 δισ. ευρώ (-26%).

Η κεφαλαιοποίηση των επενδυτικών εταιρειών μειώθηκε κατά 11% εν μέσω του πρώτου κύματος της πανδημίας, ενώ έως τα τέλη Νοεμβρίου η πτώση περιορίστηκε στο 8% σε σύγκριση με το τέλος του 2019.

Μειώθηκε ο τζίρος σε Βιομηχανία και Υπηρεσίες

Ο κλάδος που δέχτηκε το ισχυρότερο πλήγμα από την πανδημία

Τα συνολικά έσοδα των εισηγμένων μειώθηκαν κατά σχεδόν 6 δισ. ευρώ (-21,4%) το πρώτο εξάμηνο του 2020 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, με τη μεγαλύτερη πτώση σε απόλυτους αριθμούς να σημειώνεται στον κλάδο της Βιομηχανίας (3,5 δισ.), με τον κλάδο των Υπηρεσιών να ακολουθεί (1,5 δισ.). Η πτώση στους δύο συγκεκριμένους κλάδους ήταν σε γενικές γραμμές αναμενόμενη, καθώς η Βιομηχανία και οι Υπηρεσίες ήταν εκ των άμεσα πληττόμενων τομέων της ελληνικής οικονομίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα έσοδα των εισηγμένων εμπορικών επιχειρήσεων δεν κατέρρευσαν, αλλά μειώθηκαν κατά 16%, υποστηριζόμενα από την ενίσχυση του ηλεκτρονικού εμπορίου που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown και έπειτα, καθώς και από τη δυνατότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να δραστηριοποιούνται ηλεκτρονικά. Ενδεικτικά, η εβδομαδιαία μεταβολή δαπάνης των καταναλωτών σε καταστήματα e-shop παρουσιάστηκε αυξημένη έως και 171% για το διάστημα από την αρχή του 2020 έως και το τέλος Απριλίου. Οι Υποδομές, λόγω της οργανικής τους σημασίας στο σύνολο της οικονομίας, υπέμειναν τις πιέσεις που δημιούργησε η πανδημία και παρουσιάστηκαν σχεδόν αμετάβλητες ως προς τα έσοδά τους.

Αναφορικά με την κερδοφορία των εισηγμένων επιχειρήσεων, το σύνολο των κλάδων, με εξαίρεση το Εμπόριο και τις Υποδομές, παρουσιάστηκε βαθύτερα επηρεασμένο από την πανδημική κρίση, εμφανίζοντας σημαντικές ζημιές. Συνολικά, το πρώτο εξάμηνο του 2020 οι εισηγμένες εμφάνισαν ζημίες προ φόρων ύψους 321 εκατ. ευρώ. Όπως και στην περίπτωση των εσόδων, τη μεγαλύτερη μείωση κερδοφορίας παρουσίασε η Βιομηχανία, η οποία εμφάνισε συνολικές ζημίες που ξεπέρασαν το 1 δισ., με τις Υπηρεσίες να ακολουθούν και πάλι με ζημιές που προσέγγισαν τα περίπου 400 εκατ. ευρώ. Ο κλάδος των Υποδομών εμφάνισε σημαντική άνοδο κερδοφορίας το πρώτο εξάμηνο του 2020, υποκινούμενος κυρίως από τη στιβαρή χρηματοοικονομική επίδοση της ΔΕΗ και του ΟΤΕ. Το Εμπόριο κατέγραψε πτώση εσόδων, η οποία σχεδόν άγγιξε το 50%, κατάφερε όμως να αντιπαρατάξει θετική κερδοφορία έναντι της ζημιογόνας πορείας των περισσότερων κλάδων, και πάλι λόγω της αυξημένης ζήτησης για ηλεκτρονικές αγορές. 

Αύξηση δανεισμού σε Βιομηχανία, Κατασκευές, Υπηρεσίες

Η ανάγκη για ρευστότητα στην οικονομία εξαιτίας των μέτρων της πανδημίας αύξησε και τον καθαρό δανεισμό των εταιρειών του δείγματος. Συγκεκριμένα, ο καθαρός δανεισμός του συνόλου των εισηγμένων εταιρειών αυξήθηκε κατά 850 εκατ. ευρώ. Ο κλάδος των Υποδομών κατάφερε να περιορίσει τον καθαρό δανεισμό κατά 540 εκατ., κυρίως λόγω μεγάλης αύξησης ταμειακών διαθεσίμων από τον ΟΤΕ και τη ΔΕΗ, ενώ τα περισσότερα δανειακά ανοίγματα μετά το πρώτο κύμα πανδημίας εμφάνισαν οι κλάδοι των Υπηρεσιών (+351 εκατ.) και της Βιομηχανίας (+681 εκατ.). Ο κλάδος του τουρισμού δεν αύξησε τα επίπεδα του καθαρού δανεισμού, λόγω της μεγάλης συσσώρευσης ταμειακών διαθεσίμων από την Autohellas.
Η σφοδρότητα του πλήγματος που δέχτηκαν συγκεκριμένοι κλάδοι αποτυπώνεται πιο χαρακτηριστικά στον δείκτη βιωσιμότητας του δανεισμού τους. Η συμπίεση της κατανάλωσης και η μείωση των εξαγωγικών επιδόσεων επηρέασαν ισχυρότερα κλάδους όπως η Βιομηχανία, με τον καθαρό δανεισμό/EBITDA να αυξάνεται κατά 33,7 ποσοστιαίες μονάδες. Ταυτόχρονα, οι περιορισμοί στις μεταφορές επηρέασαν αρνητικά και τον κλάδο των Υπηρεσιών, με τη βιωσιμότητα του δανεισμού να μειώνεται κατά 3,2 ποσοστιαίες μονάδες.

Η πτώση της βιωσιμότητας του δανεισμού στους κλάδους αυτούς επηρεάστηκε κυρίως από την επιδείνωση της κερδοφορίας τους εν μέσω της πανδημίας και σε μικρότερο βαθμό από την αύξηση του δανεισμού. Η βιωσιμότητα του δανεισμού παραμένει σε διαχειρίσιμα επίπεδα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η κερδοφορία θα επανέλθει σταδιακά μετά το τέλος της πανδημίας.

Εξαίρεση αναφορικά με την αύξηση του δανεισμού αποτελούν οι Υποδομές, που δεν είναι τόσο ευάλωτες στις κυκλικές μεταβολές εξαιτίας της κρίσης, καθώς τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παράγουν είναι «πρώτης ανάγκης» και έτσι κατάφεραν με την αύξηση που παρουσίασαν στα ταμειακά τους διαθέσιμα να εμφανίσουν μειωμένο καθαρό δανεισμό. (22)

Άντεξαν οι εμπορικές επιχειρήσεις

Οι εταιρείες με τον μεγαλύτερο τζίρο

Ο κλάδος του Εμπορίου εκπροσωπείται στο δείγμα μας από 25 εταιρείες με συνολικά έσοδα που ξεπέρασαν τα 2,1 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2020. Οι περισσότερες εταιρείες δραστηριοποιούνται στο γενικό εμπόριο, ενώ ακολουθούν σε πλήθος εταιρείες που ειδικεύονται στο εμπόριο καυσίμων. Τη σύσταση του κλάδου συμπληρώνουν εταιρείες με δραστηριότητα στο εμπόριο τροφίμων και ποτών, αλλά και προϊόντων υγείας.
Κύριο χαρακτηριστικό του κλάδου αποτελεί η συγκέντρωση εσόδων στις μεγαλύτερες εταιρείες, με τις 10 από αυτές να εμφανίζουν σύνολο κύκλου εργασιών 2 δισ. ευρώ ή 95% του κλάδου.

Πρώτη σε έσοδα για το πρώτο εξάμηνο του 2020 ανήλθε η Ελινόιλ, με κύκλο εργασιών που ξεπέρασε τα 800 εκατ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι εμφάνισε μείωση σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2019, της τάξης του 24%.

Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Revoil, με έσοδα πρώτου εξαμήνου του 2020 σχεδόν 300 εκατ., συμπιεσμένα κατά 14% ως προς το πρώτο εξάμηνο του 2019. Την τριάδα έκλεισε η Jumbo, παρουσιάζοντας παραπλήσια εικόνα, δηλαδή έσοδα πρώτου εξαμήνου 2020 κοντά στα 280 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 17% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2019.

Γενικά ο κλάδος του Εμπορίου, ενώ κινήθηκε πτωτικά στο σύνολό του, δεν εμφάνισε ιδιαίτερα μεγάλες μειώσεις εσόδων και γενικά κατάφερε να συγκρατήσει τη χρηματοοικονομική του θέση αρκετά σταθερή στις πιέσεις της πανδημίας.

Τα κέρδη προ φόρων μειώθηκαν κατά σχεδόν 50%

Το Εμπόριο ήταν ένας από τους κλάδους που επλήγησαν ισχυρότερα από τα μέτρα της πανδημίας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του λιανεμπορίου ανέστειλε τη λειτουργία των φυσικών καταστημάτων. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες, όσες επιχειρήσεις συνέχισαν τη λειτουργία τους μέσω ηλεκτρονικών καταστημάτων κατάφεραν να αντισταθμίσουν τις απώλειες σε σημαντικό βαθμό, όπως αποτυπώνεται και από τα ευρήματα της ανάλυσης των εισηγμένων εταιρειών. Αξίζει να σημειωθεί πως οι αρνητικές επιπτώσεις που δέχτηκε το Εμπόριο συγκρατήθηκαν έως έναν βαθμό από το γεγονός πως ήταν από τους πρώτους κλάδους που επαναλειτούργησαν μετά την επιβολή του lockdown.  

Συγκεκριμένα, οι εισηγμένες στον κλάδο του Εμπορίου υπέστησαν μείωση στον κύκλο εργασιών τους ύψους 16%, όμως τα συμπιεσμένα λειτουργικά έξοδα βοήθησαν στο να μην καταρρεύσει το περιθώριο EBITDA και συγκράτησαν τον κλάδο σε θετική κερδοφορία.

Το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και του δανεισμού παρέμεινε στα ίδια επίπεδα σε σύγκριση με το τέλος του έτους. Οι εισηγμένες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του Εμπορίου κατάφεραν να κρατήσουν τον δανεισμό τους σε βιώσιμα επίπεδα, αφού ο δείκτης Καθαρού δανεισμού προς EBITDA αυξήθηκε ελαφρώς από τις 4,8 φορές του πρώτου εξαμήνου του 2019 στις 5,6 φορές την αντίστοιχη περίοδο του 2020, κυρίως λόγω της πτώσης της κερδοφορίας.

Μειωμένα ήταν και τα επίπεδα των αποδόσεων ιδίων κεφαλαίων και απασχολούμενων κεφαλαίων, τα οποία έπεσαν στα 2,4% και 2,2% αντίστοιχα, ενώ η χρηματιστηριακή αξία του κλάδου μειώθηκε κατά 16%.

Στο 1,3 δισ. ο τζίρος των Κατασκευών το α’ εξάμηνο

Ο κλάδος εμφανίζει «δύο ταχύτητες»

Ο κλάδος των Κατασκευών εκπροσωπείται στο δείγμα μας από 10 εταιρείες με συνολικά έσοδα που κυμάνθηκαν κοντά στο 1,3 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2020. Η σύσταση του κλάδου ως προς την ειδίκευση της κάθε εταιρείας είναι ιδιαίτερα ομοιόμορφη, με το σύνολο των επιχειρήσεων να ασχολείται με μεγάλης κλίμακας κατασκευές.

Το 97% των συνολικών εσόδων του κλάδου διαμορφώνεται από μόλις τέσσερις εταιρείες, με το 72% του τζίρου να αναλογεί στις δύο πρώτες.
Ειδικότερα, στην πρώτη θέση από πλευράς κύκλου εργασιών εμφανίστηκε ο όμιλος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, με έσοδα που άγγιξαν τα 470 εκατ. το πρώτο εξάμηνο του 2020, μειωμένα κατά 17% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται ο όμιλος ΕΛΛΑΚΤΩΡ, με έσοδα ύψους 440 εκατ., εμφανίζοντας όμως σχεδόν 38% μείωση σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2019.

Γενικά, ο κλάδος εμφανίζει «δύο ταχύτητες», καθώς αποτελείται τόσο από μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις που έχουν μεγαλύτερη αντοχή σε εξωγενώς προκαλούμενα γεγονότα, όσο και από αρκετά μικρότερες, που δείχνουν πως επηρεάστηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό από την υγειονομική κρίση και την αναστολή της λειτουργίας τους. Συγκεκριμένα, οι τέσσερις πρώτες εταιρείες του κλάδου εμφάνισαν μέση μείωση εσόδων της τάξης του 26%, ενώ οι υπόλοιπες έξι εταιρείες παρουσίασαν μέση μείωση κύκλου εργασιών που άγγιξε το 34%, γεγονός που καταμαρτυρά και την αύξηση της ευαισθησίας των εσόδων όσο το μέγεθος της επιχείρησης μικραίνει.

Οι περιορισμοί καθυστέρησαν τα έργα

Η πανδημία προκάλεσε οριακές ζημίες και αύξηση δανεισμού κατά 300 εκατ.

Η πανδημία άσκησε σημαντικές πιέσεις στον ήδη καταπονημένο από την προηγούμενη κρίση κλάδο των Κατασκευών. Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης επέφεραν καθυστερήσεις στην εκτέλεση των έργων και στην ανάληψη νέων, καθώς και γενικότερη αδυναμία προγραμματισμού. Το δείγμα των εισηγμένων εταιρειών του κλάδου περιέχει μεγάλους κατασκευαστικούς ομίλους και ως εκ τούτου οι καθυστερήσεις και οι αναβολές στην υλοποίηση των έργων έχουν σημαντική επίπτωση στα αποτελέσματα που εμφανίζει ο κλάδος. 
Οι μεγάλοι κατασκευαστικοί όμιλοι επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την υγειονομική κρίση, εμφανίζοντας μειωμένο κύκλο εργασιών κατά 27%, ο οποίος με τη σειρά του οδήγησε σε μείωση του περιθωρίου EBITDA. Ως αποτέλεσμα, ο κλάδος εμφάνισε σημαντικές ζημιές προ φόρων, με το περιθώριο κερδών προ φόρων να καταρρέει κατά 9,6 ποσοστιαίες μονάδες.

Ταυτόχρονα, ο κλάδος εμφάνισε δείγματα περαιτέρω αύξησης της, ήδη αυξημένης, μόχλευσής του, καθώς ο δείκτης Καθαρού δανεισμού προς EBITDA ανέβηκε στις 14 μονάδες, ως αποτέλεσμα της μειωμένης κερδοφορίας αλλά και της αύξησης του δανεισμού κατά 300 εκατ., ενώ υπήρξε και μια παράλληλη μικρή μείωση των ιδίων κεφαλαίων.

Η αρνητική επίδοση του κλάδου κατά την έξαρση της πανδημίας αντανακλάται και από τις αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων και απασχολούμενων κεφαλαίων, οι οποίες μειώθηκαν κατά 7,3 και 1,9 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, ενώ η κεφαλαιοποίηση του κλάδου μειώθηκε κατά 26%. 

Το lockdown πίεσε τη Βιομηχανία

Η μείωση των εσόδων των εταιρειών του κλάδου ήταν ομοιόμορφη

Ο κλάδος της Βιομηχανίας είναι από τους ευρύτερα εκπροσωπούμενους κλάδους του δείγματος, με συνολικό πλήθος επιχειρήσεων 53. Οι περισσότερες εταιρείες (49%) αφορούν δραστηριότητες ελαφριάς βιομηχανίας, ενώ ακολουθούν σε πλήθος εταιρείες βαριάς βιομηχανίας. Τη σύσταση του κλάδου συμπληρώνουν εταιρείες με δραστηριότητα στον τομέα Τροφίμων και Ποτών, Ενέργειας και Φαρμάκου.

Οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου παρήγαγαν το 92% του συνολικού κύκλου εργασιών το πρώτο εξάμηνο του 2020, με τις δύο πρώτες επιχειρήσεις να είναι υπεύθυνες για το 64% του τζίρου. Ειδικότερα στις πρώτες δύο θέσεις του κλάδου από πλευράς εσόδων βρέθηκαν τα ΕΛ.ΠΕ. και η Μότορ Όιλ. Η πρώτη εταιρεία εμφάνισε έσοδα σχεδόν 3 δισ. ευρώ, με παράλληλη όμως μείωση κύκλου εργασιών κατά 33% σε σχέση με το 2019, ενώ η δεύτερη εμφάνισε κύκλο εργασιών που ξεπέρασε τα 2,8 δισ., μειωμένο όμως κατά 38% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2019. Την πρώτη ισχυρή πεντάδα του κλάδου έκλεισαν εταιρείες βαριάς βιομηχανίας, όπως ο όμιλος ΕΛΒΑΛ ΧΑΛΚΟΡ, ο όμιλος Μυτιληναίος, αλλά και ο όμιλος βιομηχανίας καπνού Καρέλιας. Η μείωση στα έσοδα του κλάδου υποκινήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις εταιρείες ενέργειας και καυσίμων. Ο συγκεκριμένος υποκλάδος, πέρα από τη μείωση που οφείλεται στο πάγωμα των μεταφορών και στη μειωμένη ζήτηση αεροπορικών και ναυτιλιακών καυσίμων, επηρεάστηκε και από τη μείωση των τιμών στις διεθνείς αγορές πετρελαίου λόγω ανισορροπίας της παγκόσμιας παραγωγής και ζήτησης.
Πέραν τούτου, η μείωση των εσόδων ήταν ομοιόμορφα διαμοιρασμένη στους υποκλάδους της ελαφριάς και βαριάς βιομηχανίας, κινούμενη κατά μέσο όρο στο 9%, ενώ αντίθετα οι υποκλάδοι των τροφίμων και ποτών, αλλά και των φαρμάκων, εμφάνισαν αύξηση εσόδων της τάξης του 10%, ο πρώτος λόγω ανελαστικότητας ζήτησης για τρόφιμα και ο δεύτερος λόγω τόσο της γενικής αβεβαιότητας που προκλήθηκε από την πανδημία όσο και της αυξημένης ζήτησης για φάρμακα και ιατρικές υπηρεσίες. 

Χάθηκε τζίρος 3,5 δισ.

Η Βιομηχανία επλήγη περισσότερο από τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας, καθώς η πτώση της ζήτησης και των διεθνών τιμών πετρελαίου είχε αρνητική επίδραση στα μεγέθη του κλάδου. Εξίσου σημαντικοί ήταν και οι περιορισμοί στις μετακινήσεις, που άσκησαν περαιτέρω πιέσεις στην εξαγωγική δραστηριότητα του κλάδου. Πολύ σημαντική ήταν και η πτώση του τζίρου των δύο πετρελαϊκών ομίλων του κλάδου, καθώς από τα 3,5 δισ. ευρώ της συνολικής μείωσης των εσόδων, τα 3,2 δισ. ευρώ προήλθαν από ΕΛ.ΠΕ και Μότορ Όιλ, ως αποτέλεσμα των περιορισμένων μεταφορών και ζήτησης πετρελαίου και της μειωμένης τιμής του πετρελαίου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020.

Κατά συνέπεια, υπήρξε σημαντική μείωση των περιθωρίων κέρδους, με παράλληλη εκτόξευση του δείκτη Καθαρού δανεισμού προς EBITDA σχεδόν στις 38 μονάδες. Ο συνολικός δανεισμός του κλάδου αυξήθηκε κατά 10% ή  0,8 δισ. σε σύγκριση με το τέλος του 2019, ενώ η αναλογία Δανεισμού προς Ίδια κεφάλαια ανέβηκε κατά 21,9 ποσοστιαίες μονάδες.

Τέλος, οι αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων και απασχολούμενων κεφαλαίων μειώθηκαν κατά 14,3 και 6,8 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, ενώ η κεφαλαιοποίηση των βιομηχανικών εταιρειών μειώθηκε κατά 2,4 δισ. ευρώ (-22%). 

Ισχυρές αντοχές έδειξε ο κλάδος των Υποδομών

Ο κλάδος συγκράτησε έσοδα και κερδοφορία

Στον κλάδο των Υποδομών συμμετέχουν συνολικά 9 εταιρείες κυρίως από τους υποκλάδους Ενέργειας, Ύδρευσης, Τηλεπικοινωνιών και Μεταφορών. Οι εταιρείες του κλάδου αντεπεξήλθαν πολύ καλά στην πανδημία, καθώς τα έσοδά τους μειώθηκαν μόνο κατά 1,2% το πρώτο εξάμηνο του 2020 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019.

Η καλή επίδοση του κλάδου οφείλεται κυρίως στις δύο μεγαλύτερες εταιρείες του, τους ομίλους ΔΕΗ και ΟΤΕ, που διατήρησαν τον κύκλο εργασιών τους στα ίδια επίπεδα και κατάφεραν να αυξήσουν την κερδοφορία τους κατά περίπου 480 εκατ. συνολικά.

Οι υπόλοιπες εταιρείες παρουσίασαν μικρή απόκλιση από τις αντίστοιχες περσινές επιδόσεις τους, λόγω της εξίσου υψηλής σημασίας τους για το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας.

Η μεγαλύτερη αύξηση εσόδων σημειώθηκε από τον ΑΔΜΗΕ, κυρίως λόγω της ανόδου των εσόδων των διεθνών διασυνδετικών δικαιωμάτων. Στον αντίποδα, η Forthnet είχε τη μεγαλύτερη μείωση στον κλάδο, ως αποτέλεσμα των ευρύτερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια. 

Οι καλύτερες επιδόσεις εν μέσω κρίσης

Οι Υποδομές αποτέλεσαν τον κλάδο με την καλύτερη επίδοση κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, καθώς η λειτουργία των εταιρειών που υπάγονται σε αυτόν είναι απαραίτητη ανεξάρτητα από τα περιοριστικά μέτρα. Στο δείγμα των εισηγμένων εταιρειών του κλάδου περιλαμβάνονται αρκετές επιχειρήσεις κρίσιμης σημασίας για την ευρύτερη λειτουργία της οικονομίας, όπως εταιρείες ηλεκτρισμού, ύδρευσης και τηλεπικοινωνιών.
Ως αποτέλεσμα της συνεισφοράς των αγαθών του κλάδου, οι επιχειρήσεις των υποδομών υπέστησαν πολύ μικρή πτώση στον κύκλο εργασιών τους κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 (1% σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2019) και ο κλάδος κατάφερε να διατηρηθεί στην κερδοφορία συμπιέζοντας τα λειτουργικά έξοδά του. Επίσης, σημειώθηκε αύξηση στα περιθώρια EBITDA και κερδών προ φόρων. Τα αποτελέσματα του κλάδου επηρεάστηκαν θετικά από τις πολύ καλές επιδόσεις των ομίλων ΔΕΗ και ΟΤΕ.

Η αναλογία Δανείων προς Ίδια κεφάλαια δέχθηκε μια μικρή αύξηση της τάξης των 5 περίπου π.μ., ως αποτέλεσμα της αύξησης των δανείων κατά 0,2 δισ. ευρώ, όμως οι Υποδομές ήταν ο μόνος κλάδος που κατάφερε να μειώσει τον δείκτη Καθαρού δανεισμού προς EBITDA από 5,1 σε 3,3 μονάδες. Τέλος, οι αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων και απασχολούμενων κεφαλαίων αυξήθηκαν κατά 5,8 και 3,3 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, κυρίως λόγω της βελτίωσης των αποτελεσμάτων της ΔΕΗ, ενώ η χρηματιστηριακή αξία των εταιρειών μειώθηκε κατά 16%.  

Το πάγωμα της οικονομίας έπληξε τον κλάδο των Υπηρεσιών

Οι εταιρείες που εμφάνισαν τον υψηλότερο τζίρο

Στον κλάδο των Υπηρεσιών συμμετέχουν 27 εταιρείες από τους υποκλάδους των επαγγελματικών υπηρεσιών, των μεταφορών, της ψυχαγωγίας και της υγείας.

Οι περιορισμοί στις μετακινήσεις είχαν σοβαρότατο αντίκτυπο στις εταιρείες στον υποκλάδο των μεταφορών. Συγκεκριμένα, η Aegean είχε τη μεγαλύτερη πτώση εσόδων ανάμεσα σε όλες τις εταιρείες του κλάδου, λόγω των γενικευμένων απαγορεύσεων μετακίνησης στο εσωτερικό της χώρας αλλά και της διακοπής εισερχόμενου τουρισμού από το εξωτερικό. 

Αρκετά μεγάλη ήταν η επίδραση και στις ακτοπλοϊκές Attica και ANEK, όπου η καθυστέρηση επανεκκίνησης της τουριστικής δραστηριότητας καθώς και το κλίμα αβεβαιότητας μείωσαν σημαντικά την τουριστική κίνηση προς τα ελληνικά νησιά και τις οδήγησαν σε μείωση τζίρου κατά 29% και 24% αντίστοιχα.

Ο όμιλος ΟΠΑΠ είναι ο μεγαλύτερος όμιλος του κλάδου σε τζίρο, όμως παρουσίασε μειωμένα έσοδα κατά 34%, κυρίως λόγω της παύσης των αθλητικών δραστηριοτήτων αλλά και της αναστολής λειτουργίας των φυσικών καταστημάτων. 

Μείωση κερδοφορίας και ιδίων κεφαλαίων

Ο κλάδος των Υπηρεσιών «αδρανοποιήθηκε» εξαιτίας των επιβεβλημένων μέτρων για τον έλεγχο της διασποράς της πανδημίας. Η απαγόρευση των μετακινήσεων και οι μετέπειτα περιορισμοί, σε συνδυασμό με την ισχυρή μείωση των τουριστικών αφίξεων κατά 77,2% το εννεάμηνο 2020 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019, επέφεραν ισχυρό χτύπημα στις επιχειρήσεις του υποκλάδου των μεταφορών που εκπροσωπούνται στον ευρύτερο κλάδο των Υπηρεσιών. Ως αποτέλεσμα, τα έσοδα των εισηγμένων εταιρειών του κλάδου μειώθηκαν κατά 33% συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο του 2019. Τα περιθώρια κέρδους κατέρρευσαν και ο κλάδος παρουσίασε ζημίες προ φόρων ύψους 245 εκατ. ευρώ.

Η χρηματοοικονομική θέση των εταιρειών του κλάδου επιδεινώθηκε, καθώς η αναλογία Δανείων προς Ίδια κεφάλαια ανήλθε στο 240%, μια αύξηση 75 ποσοστιαίων μονάδων συγκριτικά με το τέλος του 2019, η οποία προέρχεται από τη μεγάλη μείωση των Ιδίων κεφαλαίων κατά 28% κατά την ίδια περίοδο. Τέλος, οι αποδόσεις ιδίων και απασχολούμενων κεφαλαίων αντικατοπτρίζουν την επίδραση της πανδημίας στον κλάδο, αφού μειώθηκαν κατά 23,5 και 5,8 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2019, ενώ η κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων εταιρειών μειώθηκε κατά 1,6 δισ. ευρώ.

Τουρισμός: Μεγάλη συμμετοχή στο ΑΕΠ, μικρή στο ΧΑ

Οι εισηγμένες με τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών

Ο κλάδος του Τουρισμού, σε αντίθεση με τη σημαντικότητα που έχει στα μεγέθη της εθνικής οικονομίας, εκπροσωπείται από μόνο τέσσερις εταιρείες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, δύο εισηγμένες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, μία εταιρεία ενοικίασης αυτοκινήτων, καθώς και μία επιχείρηση κρουαζιέρας. Οι δύο ξενοδοχειακές επιχειρήσεις είναι οι μικρότερες του κλάδου σε επίπεδο εσόδων και επίσης δέχτηκαν και τη μεγαλύτερη μείωση εσόδων κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης.

Η Autohellas κατάφερε να μετριάσει τις επιπτώσεις της πανδημίας στα έσοδά της, λόγω της ενασχόλησής της και με άλλες δραστηριότητες, όπως η μακροχρόνια μίσθωση οχημάτων.

Αρκετά αισθητή ήταν και η πτώση του τζίρου του ομίλου Κυριακούλη, λόγω της μειωμένης τουριστικής δραστηριότητας και των περιοριστικών μέτρων στις μετακινήσεις. Αν και ο Τουρισμός είναι ένας εκ των κλάδων με την υψηλότερη συμμετοχή στο ΑΕΠ της χώρας, η αντιπροσώπευση του κλάδου στο Χρηματιστήριο είναι πολύ μικρή, εξαιτίας της κατακερματισμένης δομής του και του πολύ μικρού μεγέθους των επιχειρήσεων που δρστηριοποιούνται στον κλάδο.

Ο κλάδος του τουρισμού έχει σημαντική συνεισφορά στην ελληνική οικονομία, αγγίζοντας το 21% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Λόγω των περιοριστικών μέτρων στις μετακινήσεις, οι τουριστικές εισπράξεις το διάστημα Ιαν.-Σεπτ. 2020 μειώθηκαν κατά 78% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Οι εισηγμένες δεν έμειναν ανεπηρέαστες από το πέρασμα της πανδημίας. Συγκεκριμένα, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις του δείγματος υπέστησαν μείωση του κύκλου εργασιών τους κατά 75%, με αποτέλεσμα να παρουσιάσουν ζημίες προ φόρων και αρνητικά περιθώρια κέρδους. Η πτώση των εσόδων στις υπόλοιπες εισηγμένες τουριστικές επιχειρήσεις ανήλθε στο 20%, ενώ τα EBITDA μειώθηκαν κατά 22% και συνολικά παρουσίασαν ζημίες ύψους 3,3 εκατ. ευρώ. 

Μελέτη της PwC Ελλάδας: «Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις ελληνικές επιχειρήσεις»-4

Οι εταιρείες με τη μεγαλύτερη συρρίκνωση τζίρου

Φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις που επηρεάστηκαν περισσότερο από την πανδημική κρίση ήταν η Aegean (-63%), τα ΕΛ.ΠΕ. (-33%), η Μότορ Οιλ (-38%) και ο ΟΠΑΠ (-34%), εμφανίζοντας μειωμένο τζίρο κατά 4,2 δισ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο το 2019 και αντιπροσωπεύοντας ποσοστό 73% της συνολικής μείωσης του κύκλου εργασιών του δείγματος, ενώ παράλληλα προέβησαν και σε μεγαλύτερη αύξηση δανεισμού από τις υπόλοιπες εταιρείες του δείγματος. 

Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα των δύο ενεργειακών εταιρειών επηρεάστηκαν σημαντικά από τη μείωση των διεθνών τιμών του πετρελαίου λόγω της ανισορροπίας της παγκόσμιας παραγωγής και ζήτησης και από τη μειωμένη ζήτηση καυσίμων από τους κλάδους της αεροπορίας και της ναυτιλίας και τους περιορισμούς στις μετακινήσεις λόγω των μέτρων που επιβλήθηκαν. 

Η Aegean εμφάνισε μειωμένο τζίρο κατά 63% λόγω της σχεδόν παύσης της τουριστικής δραστηριότητας, ενώ παράλληλα η παύση των αθλητικών δραστηριοτήτων και το κλείσιμο των καταστημάτων για περίπου δύο μήνες έπληξαν σημαντικά τον ΟΠΑΠ, ο οποίος παρουσίασε μειωμένα έσοδα κατά 34%.

Αντίθετα, όσες εταιρείες έδειξαν ευελιξία και προσαρμόστηκαν στα δεδομένα της πανδημίας αύξησαν τα έσοδά τους κατά 12% και τον δανεισμό τους κατά 7%. Επιπλέον, για ακόμα μία φορά γίνεται ορατή η ανθεκτικότητα του κλάδου των Υποδομών σε σύγκριση με τις εταιρείες του υπόλοιπου δείγματος, οι οποίες οδηγήθηκαν σε μείωση εσόδων της τάξης του 21% και σε οριακή αύξηση δανεισμού κατά 2%. 

Οι εταιρείες που κατάφεραν να αυξήσουν τον τζίρο τους

Σαράντα μία εταιρείες του δείγματος κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στο χτύπημα της πανδημικής κρίσης, αυξάνοντας τον κύκλο εργασιών τους κατά το ιδιαίτερο πρώτο εξάμηνο του 2020. Η πλειονότητά τους (21 εταιρείες) ανήκουν στον κλάδο της Βιομηχανίας και συγκεκριμένα παράγουν ή προσαρμόστηκαν ώστε να παράγουν προϊόντα τα οποία είχαν υψηλή ζήτηση κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, όπως υγειονομικό υλικό και ειδή προσωπικής υγιεινής (Παπουτσάνης, Σαράντης), φαρμάκων (Lavipharm) και είδη διατροφής (Νίκας, Κρι-Κρι, ΕΛΓΕΚΑ).

Οι εταιρείες τεχνολογίας (Πλαίσιο, Quest, Performance Technologies, Εpsilon Net, Space Hellas) είδαν τα έσοδά τους να αυξάνονται λόγω της αυξημένης ζήτησης για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Παράλληλα, οι εταιρείες στον υποκλάδο των logistics (Φούντλινκ, ACS μέλος της Quest) κατάφεραν να συντηρήσουν τα αποτελέσματά τους από την αυξημένη ζήτηση για τις υπηρεσίες τους. 

Οι εταιρείες στον κλάδο των logistics θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν και να ανταποκριθούν πιο γρήγορα στην αυξημένη ζήτηση στις υπηρεσίες παράδοσης με επιπλέον προσλήψεις προσωπικού και ψηφιακή αναβάθμιση των διαδικασιών τους.

Οι εταιρείες επένδυσης σε ακίνητη περιουσία παρουσίασαν αύξηση στον τζίρο τους, αποτυπώνοντας την αύξηση των χαρτοφυλακίων τους μέσω επενδύσεων κατά τη διάρκεια του 2019 και στις αρχές του 2020.

Παράλληλα, οι εταιρείες Δρομέας και Sato είδαν τα έσοδά τους να αυξάνονται, ως αποτέλεσμα των αυξημένων πωλήσεων λόγω του μέτρου της τηλεργασίας που επιβλήθηκε κατά το διάστημα του lockdown. 

Τι δείχνει το εννεάμηνο

Από τις 142 εταιρείες του δείγματος, οι 12 είχαν δημοσιεύσει οικονομικά αποτελέσματα για το εννεάμηνο του 2020. Τα έσοδα των εταιρειών συνεχίζουν να παρουσιάζουν αρνητική πορεία και το πρώτο εννεάμηνο του 2021, μέχρι τη σύνταξη της παρούσης μελέτης, με τις εταιρείες των κλάδων της Βιομηχανίας και των Κατασκευών να εμφανίζουν πτώση της τάξης του 34% κατά μέσο όρο. 

Οι επιχειρήσεις που παρουσίασαν αυξημένο τζίρο κατά το πρώτο εξάμηνο συνέχισαν να έχουν θετική πορεία και στα αποτελέσματα του εννεαμήνου. Επιπλέον, η εταιρεία Πλαστικά Θράκης δημιούργησε νέες γραμμές παραγωγής προστατευτικών μασκών, βελτιώνοντας σημαντικά τα αποτελέσματα στην περίοδο.

Αντίθετα, οι απώλειες των δύο μεγάλων πετρελαϊκών ομίλων, που συνεχίστηκαν και στο τρίτο τρίμηνο του 2020 ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης μειωμένης ζήτησης στους κλάδους της ναυτιλίας και της αεροπορίας, καθώς και των χαμηλότερων τιμών αργού πετρελαίου σε σύγκριση με το 2019, συμπιέζουν τα έσοδα και επηρεάζουν σημαντικά το σύνολο των εταιρειών. 

Από την ανάλυση του κύκλου εργασιών των εισηγμένων που έχουν δημοσιεύσει αποτελέσματα εννεαμήνου φαίνεται ότι η πτώση του κύκλου εργασιών των εισηγμένων συνεχίστηκε και στο τρίτο τρίμηνο του έτους. Συγκεκριμένα, το τρίτο τρίμηνο του 2020 παρουσίασαν μειωμένα έσοδα κατά 32% (-1,8 δισ. ευρώ) σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019. Κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020, οπότε και τα μέτρα για την καταπολέμηση της πανδημίας ήταν σε πλήρη ισχύ, σημειώθηκε και η μεγαλύτερη μείωση εσόδων, σχεδόν κατά 50% σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2019, ενώ κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους υπήρξε μια πτώση της τάξης του 15%. 

Συνολικά, ο κύκλος εργασιών του εννεαμήνου του 2020 παρουσιάζεται μειωμένος σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 κατά 33%.  

Μελέτη της PwC Ελλάδας: «Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις ελληνικές επιχειρήσεις»-5

Οι προκλήσεις της επόμενης μέρας

Οι αναδυόμενες προκλήσεις και η ανταπόκριση σε αυτές είναι καθοριστικός παράγοντας για την αναπτυξιακή τροχιά της χώρας κατά τα επόμενα χρόνια. Τα σημαντικότερα ερωτήματα για τα οποία αναζητούνται απαντήσεις είναι: 

Μελέτη της PwC Ελλάδας: «Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις ελληνικές επιχειρήσεις»-6
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή