Τα «παράθυρα» του νόμου και οι αντιδράσεις στην υπόθεση Λιγνάδη

Τα «παράθυρα» του νόμου και οι αντιδράσεις στην υπόθεση Λιγνάδη

Προβληματισμός στους κόλπους της Δικαιοσύνης για την πολύκροτη απόφαση και το κοινωνικό κλίμα

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι αντιδράσεις μετά την απόφαση του δικαστηρίου για τον Δημήτρη Λιγνάδη ήταν τόσο έντονες, γιατί ένας επώνυμος «τη γλίτωσε» ή γιατί η κοινή γνώμη, με αφορμή αυτή την υπόθεση, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τις προβληματικές πτυχές στην απονομή της δικαιοσύνης, στους νόμους και στο πώς αυτοί εφαρμόζονται από τους δικαστές; Ή μήπως η απόφαση του δικαστηρίου ήταν σωστή και στην κοινή γνώμη είχε διαμορφωθεί μια άλλη εικόνα, που δεν επιβεβαιώθηκε από τη Δικαιοσύνη;

Τα ερωτήματα είναι πράγματι πολλά. Ο Δημήτρης Λιγνάδης καταδικάστηκε, μετά τη δίκη που κράτησε πέντε μήνες, σε κάθειρξη 12 χρόνων και αφέθηκε ελεύθερος γιατί το δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, έκρινε ότι ο νόμος που ισχύει για την αναστολή στην έκτιση μιας ποινής μπορούσε να εφαρμοστεί και στην περίπτωσή του. Κρίθηκε, δηλαδή, πως ο Λιγνάδης πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου. Μια καταδίκη όμως σε 12 χρόνια, που οδηγεί κάποιον εκτός φυλακής, και μάλιστα όταν οι κατηγορίες είναι βιασμός, είναι φυσικό να προκαλεί έντονες αντιδράσεις. Το αίσθημα περί δικαιοσύνης πλήττεται.

Είναι όμως επιλεκτική η εφαρμογή του νόμου στον Δημήτρη Λιγνάδη; H απάντηση είναι όχι. Γιατί σε καθημερινή βάση δεκάδες κατηγορούμενοι, που καταδικάζονται σε πολυετείς καθείρξεις, πάνω από δέκα χρόνια, μένουν εκτός φυλακής. Υπάρχει και περίπτωση καταδικασθέντος σε 18 χρόνια που αφέθηκε ελεύθερος.

Η ισχύουσα νομοθεσία δίνει ευχέρεια στους δικαστές να αναστείλουν τις ποινές των καταδικασθέντων μέχρι να γίνει η δίκη τους σε δεύτερο βαθμό, στο Εφετείο. Αν και εκεί καταδικαστούν, αναστολή στην ποινή δεν μπορεί να υπάρξει. Η περίπτωση Λιγνάδη είναι μία από τις πολλές εφαρμογές του νόμου για την αναστολή στην έκτιση των ποινών. Η ψήφισή του, διότι και αυτό ετέθη στη δημόσια συζήτηση μετά την απόφαση, έγινε πράγματι το 2019, όταν ψηφίστηκαν, τότε, παραμονές των εκλογών, οι Ποινικοί Κώδικες, αλλά ισχύουν έως σήμερα, και σε κάθε περίπτωση παρόμοια διάταξη υπήρχε και πριν.

Ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα ψήφισε τους Ποινικούς Κώδικες, η ουσία είναι μία: Πάντα το πολιτικό μας σύστημα, διά της νομοθεσίας, άφηνε ανοικτά παράθυρα για αποφυλακίσεις ή για αναστολές στην έκτιση των ποινών. Ο λόγος απλός. Το κόστος, σε οικονομικά μεγέθη, αλλά κυρίως σε πολιτικά και κοινωνικά για την ανέγερση νέων φυλακών, έχει αποθαρρύνει διαχρονικά τα κόμματα που κυβέρνησαν τον τόπο να κλείσουν τα παράθυρα των αποφυλακίσεων. Αλλωστε όσες φορές επιχειρείται να κατασκευαστεί ένα σωφρονιστικό κατάστημα, οι τοπικές κοινωνίες ξεσηκώνονται.

Η δίκη

Οσοι παρακολούθησαν την ακροαματική διαδικασία είχαν εκφράσει από καιρό προβληματισμούς για το εάν όλες οι καταγγελίες κατά του Λιγνάδη μπορούσαν να επιβεβαιωθούν στο δικαστήριο. Αλλωστε είναι γενικά δύσκολο να αποδειχθούν περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης μετά τόσα χρόνια. Ετσι, ένας από τους τέσσερις καταγγέλλοντες δεν ήρθε καν στο δικαστήριο να υποστηρίξει την καταγγελία του και για την υπόθεση αυτή το δικαστήριο απάλλαξε παμψηφεί τον Λιγνάδη.

Για ακόμα μία καταγγελία το δικαστήριο οδηγήθηκε σε απαλλαγή και για μια τρίτη σε οριακή καταδίκη με μία ψήφο. Με τους δικαστές πάντως να μειοψηφούν, άλλοτε δύο και άλλοτε και οι τρεις, σε όλες τις καταγγελίες, λαμβάνοντας θέση υπέρ της απαλλαγής Λιγνάδη.

Η απόφαση του δικαστηρίου επί της ενοχής θα κριθεί σύντομα, καθώς η Εισαγγελία Εφετών μελετάει την άσκηση έφεσης, δηλαδή να γίνει η δίκη εκ νέου. Η Δικαιοσύνη σε κάθε περίπτωση έχει συνταγματική υποχρέωση να διορθώνει η ίδια τα όποια λάθη της.

Οι αντιδράσεις για την απόφαση Λιγνάδη έχουν προκαλέσει έντονους προβληματισμούς και εντός της Δικαιοσύνης, καθώς δεν είναι λίγοι –και θεσμικοί παράγοντες– εκείνοι που κάνουν λόγο για «διολίσθηση σε λαϊκά δικαστήρια» και για απόφαση υπό το κράτος των κοινωνικών αντιδράσεων και της πίεσης της κοινής γνώμης.

Υπήρξαν όμως και φωνές και στον νομικό κόσμο που επισήμαναν ότι το δικαστήριο σε μια τέτοια υπόθεση –με τεράστιο κοινωνικό αντίκτυπο– όφειλε να σταθεί μόνο στις καταγγελίες που έπεισαν, έστω κι αν ήταν μόνο μία. Και πάνω εκεί να επιβάλει την πιο αυστηρή ποινή και να στείλει τον κατηγορούμενο «μέσα». Υπήρξαν επίσης και προσεγγίσεις ότι η οριακή καταδίκη Λιγνάδη για μία καταγγελία, με τη μειοψηφία δικαστικών, οφείλεται στην αδυναμία των δικαστών να πείσουν τους ενόρκους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή