Τελείωσε η Μεταπολίτευση στις 25 Ιουνίου;

Τελείωσε η Μεταπολίτευση στις 25 Ιουνίου;

Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία κλείνει τα 49 χρόνια της. Σχεδόν μισό αιώνα μετά, η συζήτηση για το «τέλος της Μεταπολίτευσης» είναι ξανά επίκαιρη.

39' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γράφουν οι: Κωνσταντίνος Τασούλας, Νίκος Αλιβιζάτος, Χριστίνα Κουλούρη, Βασιλική Γεωργιάδου, Αριστείδης Ν. Χατζής, Βάσω Κιντή, Αικατερίνα Παπανικολάου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Κωστής Κορνέτης, Τάσος Σακελλαρόπουλος

Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία κλείνει τα 49 έτη και έχει διαψεύσει πολλές φορές τις φήμες για το «τέλος» της. Θα τις διαψεύσει και σήμερα; Η Μεταπολίτευση «τελείωσε» για πρώτη φορά το 1981, όταν ήρθε η «Αλλαγή», αλλά και το 1990, όταν πραγματοποιήθηκε η «παλινόρθωση» της Ν.Δ. στην εξουσία και του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο αυτές τομές ενσωματώθηκαν τελικά στη Μεταπολίτευση, που δεν τελείωσε σε αυτά τα ορόσημα, αλλά τα κατέστησε «σταθμούς» της. Ακολούθησαν κι άλλοι σταθμοί, όπως π.χ. το 1996, με τον εκσυγχρονισμό του Κώστα Σημίτη και την εκδημία των δύο πρωταγωνιστών – θεμελιωτών της Μεταπολίτευσης, του Ανδρέα Παπανδρέου (1996) και του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1998). Αναμφισβήτητος σταθμός ήταν η ένταξη στην Ευρωζώνη το 2000, αλλά και η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. το 2003, είκοσι εννέα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή. Ας μην ξεχνάμε ότι η Μεταπολίτευση γεννήθηκε μέσα από το αίμα της Κύπρου. Τρεις άλλοι σταθμοί ήταν για πολλούς η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και η υπογραφή του πρώτου μνημονίου του 2010, η οικουμενική κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου το 2011 ή η δεύτερη συγκυβέρνηση (μετά το 1989) της Ν.Δ. με το ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά – Ευάγγελου Βενιζέλου το 2012. 

Πολυσυζητημένο «τέλος της Μεταπολίτευσης» ήταν η «πρώτη φορά Αριστερά» το 2015 (σε συγκυβέρνηση με την ακραία Δεξιά), που παραλίγο να έφερνε πράγματι το θεσμικό τέλος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας αν υλοποιούσε το «Οχι» του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου. Πολλοί προεξοφλούσαν τότε ότι η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα συνοδευόταν από πολιτειακές μεταβολές αντίστοιχες με αυτές που παρατηρούμε σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής λόγω της εθνικής κρίσης και του διχασμού που θα προκαλούσε – χωρίς να αποκλείεται μια ανεξέλεγκτη εξέλιξη στα εθνικά θέματα. Ισως γι’ αυτό ο Αλέξης Τσίπρας μπήκε στον πειρασμό αλλά τελικά δεν τόλμησε να κόψει το νήμα της Μεταπολίτευσης. Σήμερα συζητείται αν η κατηγορηματική αποδοκιμασία της Αριστεράς, η ιδεολογία της οποίας ήταν «πολιτική σταθερά» για μισό αιώνα, και η υπερψήφιση του «πολυδύναμου εκσυγχρονισμού» του Κυριάκου Μητσοτάκη σηματοδοτούν ένα τέλος ή έναν ακόμη σταθμό της Μεταπολίτευσης. Καταξιωμένοι πολιτικοί επιστήμονες, αλλά και ο πρόεδρος της Βουλής Κώστας Τασούλας, ως κορυφαίος θεσμικός παράγων, εμπιστεύονται στην «Κ» τους προβληματισμούς τους. 
Π. Π.

Κωνσταντίνος Τασούλας, Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων   

Μπροστά στη δικαίωση, όχι στο τέλος

Στις 29 Νοεμβρίου 1967, στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde», δημοσιεύθηκε συνέντευξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή σχετικά με την κατάσταση, τότε, στην Ελλάδα. Στο ερώτημα πώς και γιατί έγινε η δικτατορία, ο Καραμανλής απάντησε: «Διότι υπήρξαν ορισμένοι φιλόδοξοι αξιωματικοί και διότι είχε χρεοκοπήσει η Δημοκρατία. Εάν έλειπε το ένα από τα δύο, δεν θα είχε γίνει το πραξικόπημα». Ακόμη και αν θεωρηθεί η κρίση του για τη Δημοκρατία τότε πολύ αυστηρή, η ίδια κρίση εξηγεί γιατί ο ίδιος, επτά χρόνια μετά τη συνέντευξη, οπότε και ανέλαβε την πρωθυπουργία τα ξημερώματα της 24ης/7/1974, έπειτα από πρωτοβουλία του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, που έπεισε τους στρατιωτικούς πως μόνο ο Καραμανλής μπορούσε να χειριστεί τις πρωτοφανείς συνθήκες της εγκατάλειψης της εξουσίας από αυτούς, αφοσιώθηκε με τόση ένταση και επίδοση σε δύο βασικούς στόχους: την εμπέδωση δημοκρατικών θεσμών στη χώρα και την οργανική σύνδεσή της με την Ευρώπη, που και αυτή, μεταξύ άλλων, τον εκσυγχρονισμό της Δημοκρατίας εξυπηρετούσε. Ετσι, στις 24 Ιουλίου 1974 αποκαταστάθηκε μια ευρωπαϊκών προδιαγραφών Δημοκρατία στην Ελλάδα και στις 28/5/1979 υπεγράφη η Συνθήκη Προσχωρήσεώς μας στην τότε ΕΟΚ, ολοκληρώνοντας μια πορεία που είχε ξεκινήσει τυπικά στην αίθουσα τροπαίων της Βουλής με τη Συμφωνία Σύνδεσης στις 9/7/1961.       

Η Μεταπολίτευση συνεπώς στηρίχθηκε σε δύο θεμέλια, σε μια σύγχρονη Δημοκρατία, με το επίσης σύγχρονο Σύνταγμά της το 1975, και σε μια χώρα-μέλος της Ευρώπης και όχι πια φίλη ή της επιρροής της Ευρώπης. Εκτοτε, σχεδόν μισό αιώνα μετά τη στιγμή της Μεταπολίτευσης, συζητάμε για τη διάρκειά της. Η αλήθεια είναι πως η Μεταπολίτευση ιστορικά εισέρχεται στην πιο ευοίωνη καμπή της. Επιχειρούμε, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την αποκατάσταση του πιο σημαντικού διεθνούς μας προσανατολισμού, να μετατρέψουμε την αποκατάσταση σε εδραίωση, να της δώσουμε, δηλαδή, μονιμότερα χαρακτηριστικά, μέσα σε ένα προηγμένο θεσμικά και οικονομικά αγκυροβόλιο, αλλά και μέσα σε ένα ευρύτερο σύστημα διεθνούς καταμερισμού ισχύος και ισορροπιών, όπου ακόμα και το ισχύον Δίκαιο παύει να προέρχεται από μια εθνική πηγή, αλλά εξαπλώνεται και στον χώρο του Δικαίου της Ευρωπαϊκή Ενωσης και του Διεθνούς Δικαίου. Και όπου, για να παραφράσουμε τον Παν. Κονδύλη, ο δικός μας εκσυγχρονισμός συνίσταται στο ότι αποτελεί μια στενή λωρίδα, στο ευρύ φάσμα του εκσυγχρονισμού άλλων. Που σημαίνει ότι η εποχή της αυτάρκειας παρήλθε και βρισκόμαστε στην εποχή της αλληλεπίδρασης, άρα της προσαρμοστικότητας. Ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, στην ομιλία του στις προγραμματικές δηλώσεις, περιέγραψε αυτή την ευοίωνη καμπή της εθνικής μας πορείας, τώρα, μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Είναι η πρόκληση του «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού» της χώρας, μετά από τον αστικό εκσυγχρονισμό του Ελευθερίου Βενιζέλου, τον ανορθωτικό εκσυγχρονισμό των δεκαετιών του ’50 και του ’60, και τον πολιτικό εκσυγχρονισμό της Μεταπολίτευσης, που οφείλονται κυρίως στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.        

Γιατί όμως είναι ευοίωνη τώρα η στιγμή; Εχουμε πολιτική σταθερότητα, χάρη στην ψήφο του ελληνικού λαού, χρόνο μπροστά μας, πόρους σημαντικούς, προερχόμενους από τη μέριμνα του ευρωπαϊκού μας αγκυροβολίου και κυρίως ξέρουμε τι θέλουμε. Τα επόμενα χρόνια θα εξακολουθήσουν να είναι χρόνια της Μεταπολίτευσης και μπορεί βάσιμα να γίνουν τα χρόνια της δικαίωσης της Μεταπολίτευσης. Με μια Δημοκρατία σύγχρονη, ισχυρή και μαχόμενη και με μια οικονομία εδραιωμένης ανάπτυξης. Και μη νομισθεί πως ο πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός που επιδιώκουμε είναι συγκυριακό σάλπισμα. Ερχεται από τα έγκατα της νεοελληνικής ιστορίας: «Ὁ κατὰ τῶν Τούρκων πόλεμος ἡμῶν… εἶναι πόλεμος ἐθνικός, πόλεμος ἱερός, πόλεμος τοῦ ὁποίου ἡ μόνη αἰτία εἶναι ἡ ἀνάκτησις τῶν δικαίων τῆς προσωπικῆς ἡμῶν ἐλευθερίας, τῆς ἰδιοκτησίας καὶ τῆς τιμῆς, τὰ ὁποῖα, ἐνῶ τὴν σήμερον ὅλοι οἱ εὐνομούμενοι καὶ γειτονικοὶ λαοὶ τῆς Εὐρώπης τὰ χαίρουσιν, ἀπὸ ἡμᾶς μόνον ἡ σκληρὰ καὶ ἀπαραδειγμάτιστος τῶν Ὀθωμανῶν τυραννία ἐπροσπάθησεν μὲ βίαν νὰ ἀφαιρέσει»! Από τις 15/1/1822, από τη διακήρυξη της πρώτης Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, έρχεται η αξίωση της ευρωπαϊκής μας πραγματικής ισοτιμίας. Και τώρα φαίνεται πως είναι περισσότερο από ποτέ μπορετή!     

Νίκος Αλιβιζάτος, Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών 

Μήπως έγινε σημιτικός ο Μητσοτάκης;   

Το 1974 είναι το «έτος μηδέν» της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας: εκείνο το καλοκαίρι δεν έπεσε απλώς η δικτατορία των συνταγματαρχών. Με τη νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος, τον Σεπτέμβριο του 1974, «τέλειωσε» και ο εμφύλιος πόλεμος, αφού καταργήθηκαν τα «έκτακτα» μέτρα που είχαν θεσπιστεί κατά τη διάρκειά του (αλλά και πρωτύτερα, στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού). Για παράδειγμα, από τότε –και για πρώτη φορά από τον Μεσοπόλεμο– δεν μπορούν οι κυβερνώντες στη χώρα μας να εξορίσουν αυθαίρετα έναν αντίπαλό τους σε κάποιο ερημονήσι, βαφτίζοντάς τον απλώς «επικίνδυνο» για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.    

Με άλλα λόγια, η Μεταπολίτευση του 1974 είναι τομή στη νεότερη πολιτική μας ιστορία. Γιατί σήμανε την αποκατάσταση όχι μόνον της δημοκρατίας αλλά και του κράτους δικαίου. Από αυτή την άποψη το ερώτημα, που επαναλαμβάνεται κάθε τόσο, για το αν το τάδε ή το δείνα γεγονός σημαίνει το τέλος της Μεταπολίτευσης, πιστεύω ότι δεν έχει νόημα: Η Μεταπολίτευση θα τελειώσει μόνο με ένα πραξικόπημα, έναν πόλεμο ή μια εθνική καταστροφή, κάτι που κάθε λογικός άνθρωπος βέβαια απεύχεται.    

Οι διπλές εκλογές του περασμένου διμήνου επιβεβαίωσαν τη μεταπολιτευτική κανονικότητα. Oπως και οι 18 άλλες που προηγήθηκαν από το 1974 ήταν καθ’ όλα άψογες. Το ότι εκτός από τους τέσσερις «μεγάλους» κατάφεραν να μπουν στη Βουλή και τέσσερα κομματίδια, που εμφανίζονται ως «αντισυστημικά», δεν πρέπει να κρύβει το βαθύτερο μήνυμά τους, που ήταν η ανάδειξη της Ν.Δ. σε «κυρίαρχο» κόμμα. Ποιας Ν.Δ. όμως;   

Για να δώσει το στίγμα της δεύτερης τετραετίας του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε στις προγραμματικές του δηλώσεις τον όρο «πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός». Eναν όρο που δεν είναι βέβαια ουδέτερος, αφού έμμεσα παραπέμπει στον Κώστα Σημίτη. Στον τελευταίο άλλωστε αναφέρθηκε και ευθέως ο Κ. Μητσοτάκης όταν, μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον περιέλαβε στο hall of fame των μεγάλων ηγετών της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας. Eγινε λοιπόν σημιτικός ο Κυριάκος Μητσοτάκης;    

Η παρουσία πολλών υπουργών της περιόδου 1996-2004 στη σύνθεση της νέας κυβέρνησης αποτελεί ασφαλώς σοβαρή ένδειξη. Ακόμη ενδεικτικότερη είναι η ενδοπαραταξιακή καρατόμηση όλων των υπολειμμάτων του νεοκαραμανλικού εθνολαϊκισμού. Από την άλλη, ωστόσο, σε σημαντικά υπουργεία έχουν τοποθετηθεί πρόσωπα προερχόμενα από τη λαϊκιστική δεξαμενή της προ δεκαετίας Ακροδεξιάς. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ η Ν.Δ. δεν ήταν τόσο ανοιχτή προς το Κέντρο και την Κεντροαριστερά. Να πρόκειται άραγε για εφήμερη  μεταβολή, οφειλόμενη αποκλειστικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στις βενιζελικές καταβολές του; Ή, τουναντίον, για έναν εξευρωπαϊσμό της ελληνικής Δεξιάς με μονιμότερα χαρακτηριστικά, σε μια περίοδο μάλιστα που σημειώνεται η αντίθεση τάση στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Αν συμβαίνει το πρώτο, θα πρόκειται δίχως άλλο για ένα ενδιαφέρον υποκεφάλαιο της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας, όχι όμως για αλλαγή εποχής. Αν συμβαίνει το δεύτερο, αν δηλαδή, μετά την τραυματική εμπειρία της περιόδου των μνημονίων, οι τελευταίες εκλογές –ύστερα από εκείνες του 2019– σήμαναν μια βαθύτερη στροφή της συντηρητικής παράταξης προς τον πραγματισμό σε βάρος των γνωστών αγκυλώσεων, δεν θα πρόκειται απλώς για ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Μεταπολίτευσης. Θα ξεκινά μια νέα εποχή.   

Δεν είμαι βέβαια σε θέση να πω τι από τα δύο συμβαίνει. Από τη μια μεριά ο Κυριάκος Μητσοτάκης μοιάζει να ελέγχει πλήρως το στρατόπεδό του και να προχωρεί πιο ελεύθερος παρά ποτέ. Από την άλλη, πολύ φοβάμαι ότι πολλά στελέχη του κάθε άλλο παρά έτοιμα είναι να ξεχάσουν το ρουσφέτι και τις πελατειακές πρακτικές με τις οποίες έχουν γαλουχηθεί. Διερωτώμαι αν είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν καινοτόμες πρωτοβουλίες, αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος. Το είδαμε, δυστυχώς, προ ημερών σε αρκετές αγορεύσεις υπουργών, κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων.    
Αν έπρεπε να απαριθμήσω μερικά ενδεικτικά τεστ για τη βαθμολόγηση της «εκσυγχρονιστικής ειλικρίνειας» της σημερινής κυβέρνησης, θα τοποθετούσα πρώτα πρώτα το ζήτημα των υποκλοπών. Θα επιμείνει άραγε η κυβέρνηση στην αποδυνάμωση της ΑΔΑΕ και στον κραυγαλέα αντισυνταγματικό νόμο που ψήφισε τον περασμένο Δεκέμβριο γι’ αυτό το θέμα; Αμέσως μετά, εν αναμονή και της αναθεώρησης του άρθρου 90 του Συντάγματος, θα στεκόμουν στις επιλογές της για τα προεδρεία των ανωτάτων δικαστηρίων. Το ίδιο και για τη στελέχωση των ανεξάρτητων αρχών. Μόνο από εκεί και πέρα, βλέποντας τις επιλογές που θα κάνει, θα αξιολογούσα τις θεσμικές πρωτοβουλίες της.    

Αν με ρωτούσε κάποιος ποιο κριτήριο τελικά θα χρησιμοποιούσα για να κατατάξω τη σημερινή κυβέρνηση ψηλά ή χαμηλά στην κλίμακα της «εκσυγχρονιστικής ειλικρίνειας», θα υποδείκνυα τελικά ένα: το κατά πόσον υπηρετεί συστηματικά την αξιοκρατία και σέβεται στην πράξη την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών. Το κατά πόσον δηλαδή απορρίπτει το μοντέλο της «δημοκρατίας των ημετέρων» και αποδέχεται, όπως το είχε πει ρητά και ο Κώστας Σημίτης, τη «δημοκρατία των αντιβάρων».

Τελείωσε η Μεταπολίτευση στις 25 Ιουνίου;-1

Βασιλική Γεωργιάδου, Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ)  

Η κουλτούρα ως ανάχωμα του «τέλους»   

Tο τέλος της Μεταπολίτευσης έχει αναγγελθεί αρκετές φορές, όμως ο συγκροτησιακός πυρήνας της αποδείχθηκε ανθεκτικός και προσαρμοστικός. Συζητώντας για τη Μεταπολίτευση, υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ των μελετητών ως προς την κατανόηση και την περιοδολόγησή της: Η Μεταπολίτευση ταυτίζεται με τις διεργασίες της δημοκρατικής μετάβασης που ολοκληρώνονται με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και την εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση (1981) ή εκτείνεται σε ολόκληρη την περίοδο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας; Διακρίνεται η Μεταπολίτευση σε επιμέρους περιόδους ανάλογα με τα κομβικά γεγονότα που τη σημαδεύουν ή τα διάφορα ρεύματα έχουν τους δικούς τους σταθμούς; Παρά τις διαφορετικές απαντήσεις σε αυτά και άλλα συναφή ερωτήματα, κοινός τόπος είναι ότι η Μεταπολίτευση σηματοδοτεί μια βαθιά και θεσμικά μη αναστρέψιμη τομή μεταξύ της δημοκρατίας που οικοδομήθηκε μετά την πτώση του χούντας και της «καχεκτικής δημοκρατίας» της μετεμφυλιακής εποχής (Η. Νικολακόπουλος).    

Παρότι η τομή αυτή συνιστά μια σταθερά, η ποιότητα της δημοκρατίας μετά το 1974 γνώρισε βελτιώσεις και υποχωρήσεις. Η Μεταπολίτευση βρήκε υποστηρικτές αλλά και επικριτές, με προέλευση από τα δεξιά και τα αριστερά του ιδεολογικού φάσματος. Μεσούσης της οικονομικής κρίσης οι επικριτές έγιναν πολέμιοι και πολλαπλασιάστηκαν, γεγονός που με μετρήσιμο τρόπο αποτυπώθηκε εκλογικά. Από την εκλογική σκοπιά, λοιπόν, σοβαρή υποχώρηση της Μεταπολίτευσης σημειώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του 2012, όταν μπλόκαρε η λειτουργία βασικών χαρακτηριστικών της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας που ήταν ο δικομματισμός και η απρόσκοπτη εναλλαγή των κομμάτων στη διακυβέρνηση. Από τις εκλογές του Μαΐου 2012 μέχρι και εκείνες του Σεπτεμβρίου 2015, η μορφολογία της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας άλλαξε δραματικά: ο κομματικός ανταγωνισμός έγινε εξαιρετικά πολωμένος και κεντρόφυγος, ο δικομματισμός εκφυλίστηκε, ο βίαιος εξτρεμισμός βρήκε θέση στα κοινοβουλευτικά έδρανα.    

Το σύστημα δείχνει να ανακάμπτει στην αναμέτρηση του Ιουλίου 2019, όμως τίποτα δεν είναι το ίδιο στην πολιτική κονίστρα της ύστερης Μεταπολίτευσης. Το αντιληφθήκαμε στην πρόσφατη διπλή αναμέτρηση του Μαΐου/Ιουνίου 2023: οι εκλογικές επιλογές έχουν ρευστοποιηθεί και οι κομματικές ταυτίσεις έχουν συρρικνωθεί, καθώς λιγότεροι από τους μισούς εκλογείς επαναλαμβάνουν την κομματική τους επιλογή· η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς θεσμούς είναι μικροσκοπική, ενώ η δυσπιστία και ο πολιτικός κυνισμός γιγαντώνονται· αυτό που ονομάστηκε «εκλογική απεργία» μπορεί να αποτελεί μια μεταμοντέρνα αριστερή υπερβολή, όμως πλέον σχεδόν το ήμισυ των εκλογέων απέχει, ενώ ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό αποφασίζει τι θα ψηφίσει μέσα στο παραβάν.   

Οι διπλές εκλογές του 2023 έδειξαν ότι παρότι έχουμε επιστρέψει σε συνθήκες κανονικότητας μετά από βαθιές κρίσεις, η κομματική αρένα είναι εντελώς διαφορετική. Με άλλα λόγια, η επιστροφή στην κανονικότητα δεν μας πάει πίσω στη «χρυσή εποχή» της Μεταπολίτευσης. Οι εκλογές έχουν απομαγευτεί και δεν διαθέτουν στοιχεία φαντασμαγορίας. Τείνουν έτσι όμως να γίνουν μέρος της καθημερινότητας της δημοκρατίας και όχι αφορμή για πολώσεις και αρνητικές συναισθηματικές εξάρσεις. Ενα σημαντικό κομμάτι των εκλογέων δεν διαθέτει καν ιδεολογικό προσανατολισμό και ένα όχι ευκαταφρόνητο τμήμα τους αλλάζει αδραματοποίητα την επιλογή του μεταξύ δύο συνεχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Αν κάτι κατέδειξαν οι πρόσφατες εκλογές είναι ότι μέσα στον σύνθετο πολιτικό χώρο που ζούμε τείνει να εμφανιστεί μια ενδιάμεση περιοχή, η οποία σταδιακά διαμορφώνει μια δική της θεματική αυθυπαρξία. Αυτός ο ενδιάμεσος χώρος διεκδικεί έναν διακριτό πολιτικό τόπο, από τον οποίο στις τελευταίες διπλές εκλογές άντλησε προνομιακά ψηφοφόρους η Ν.Δ. προβάλλοντας μια υβριδική θεματολογία που συνδύαζε εναλλακτικά-αριστερά (για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+), σύγχρονα-χρηστικά (ψηφιακός μετασχηματισμός) και παραδοσιακά-συντηρητικά διακυβεύματα (επέκταση του φράχτη στον Εβρο).      

Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία έχει αλλάξει, αλλά η θεσμική κατοχύρωσή της δεν έχει κλονιστεί συθέμελα. Τα άκρα έχουν ενισχυθεί, ιδίως η άκρα Δεξιά, όμως στις τάξεις τους επικρατεί κατακερματισμός, ενώ η εγρήγορση των θεσμών αποτελεί ανάχωμα που δεν επιτρέπει σε μορφώματα του βίαιου εξτρεμισμού να βρουν δίοδο στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Παρότι στην παρούσα Βουλή είναι κυρίαρχη η Ν.Δ. (συγκεντρώνει μόνη της όσες δυνάμεις αθροίζουν όλα μαζί τα κόμματα στα αριστερά της), το γεγονός ότι έχει μέτρια διείσδυση στη μικρή δεξαμενή εκλογέων με ακροδεξιά ταυτότητα, όπως και στη μεγαλύτερη δεξαμενή των κυνικών που θεωρούν ότι οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί δεν σημαίνουν κάτι, την καθιστά δυνητικά ευάλωτη σε απώλειες στα δεξιά της. Ούτε αυτό θα υπονόμευε καίρια το θεσμικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης, στη διαδρομή της οποίας το στάτους των κομμάτων και η δυναμική του κομματικού ανταγωνισμού άλλαξαν έως και δραματικά, ένας πυρήνας δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας παρέμεινε όμως ακλόνητος και διαθέσιμος να υπερασπιστεί ό,τι οικοδομήθηκε στη δημοκρατική μετάβαση μετά το 1974. Οσο αυτή η κουλτούρα θα παραμένει ζώσα, το «τέλος της Μεταπολίτευσης» θα αποδεικνύεται ένας διαψεύσιμος εσχατολογικός μύθος.   

Χριστίνα Κουλούρη  
Καθηγήτρια Ιστορίας, πρύτανις Παντείου Πανεπιστημίου  

Τελείωσε το 1989, μαζί με τον Ψυχρό Πόλεμο   

Οι πρόσφατες εκλογές δεν μπορούν να θεωρηθούν το τέλος της Μεταπολίτευσης, αλλά μια καμπή (δεν ξέρουμε ακόμη αν πρόκειται για τέλος) του ιστορικού κύκλου που άνοιξε το 2008, με την οικονομική κρίση και τα παρεπόμενά της. Με έναν κυριολεκτικό ορισμό, Μεταπολίτευση σημαίνει αλλαγή πολιτεύματος και, στην ελληνική περίπτωση, μετάβαση από τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ταυτόχρονα, η Μεταπολίτευση σήμανε και το οριστικό τέλος της μοναρχίας στην Ελλάδα, μετά από πολλές περιπέτειες που είχαν ξεκινήσει ήδη με την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Πρόκειται λοιπόν για ιστορικό γεγονός που εντοπίζεται στο 1974 και που δεν μπορεί να χαρακτηρίζει μια εποχή πολλών δεκαετιών. Η δεκαετία που φτάνει έως το 1985 υπήρξε μια περίοδος βαθιών πολιτικών και πολιτισμικών αλλαγών, με την ελληνική κοινωνία όχι μόνο να εκδημοκρατίζεται αλλά και να μεταμορφώνεται ως προς το στυλ ζωής και τα καταναλωτικά πρότυπα. Δεν είναι τυχαίο ότι η ανάμνηση εκείνης της εποχής της ευφορίας έχει ταυτιστεί με το ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα να κυκλοφορούν σχετικά ανέκδοτα που τη συγκρίνουν με το «μίζερο» παρόν. Ταυτόχρονα, εκείνη η περίοδος κληροδότησε τις ενθουσιώδεις πολιτικές συζητήσεις στα αμφιθέατρα και στον δημόσιο χώρο και τις κοινωνικές διεκδικήσεις, που θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως μια «κουλτούρα αντίστασης».    

Η Μεταπολίτευση τελείωσε όμως το 1989, μέσα στη δίνη του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, ως συνέπεια παγκόσμιων δραματικών αλλαγών. Ο νέος κύκλος που άνοιξε τότε έφερε μια σοβαρή κρίση ταυτότητας, που δεν έχει ακόμη κλείσει και περιλαμβάνει τόσο την εθνική όσο και τις πολιτικές ταυτότητες. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και το Μακεδονικό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η ένταξη στην Ευρωζώνη, η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική κρίση και η μεταναστευτική κρίση, μεταξύ άλλων, όξυναν την κρίση ταυτότητας, ανανεώνοντας την παλιά πόλωση ανάμεσα στη «Δεξιά» και την «Αριστερά», που παρέπεμπε στην εποχή του Εμφυλίου. Στην πραγματικότητα, μετά το 1989, άνοιγαν συνεχώς νέοι ιστορικοί κύκλοι, οι οποίοι αναπόφευκτα αποτελούσαν μέρος διεθνών εξελίξεων. Είναι δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης δεν συμπαρέσυρε τον αυτοπροσδιορισμό της «Αριστεράς» σε όλη την Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα. Από τη δεκαετία του 1990, αναπόφευκτα, οι πολιτικές ταυτότητες μετατοπίζονται και μετασχηματίζονται, αν και αγκιστρώνονται αναχρονιστικά σε ρητορικά σχήματα και μνήμες περασμένων ιστορικών περιόδων. Οπως συμβαίνει με την ιστορική αλλαγή, οι πολιτισμικοί μετασχηματισμοί και οι συνέχειες δεν ακολουθούν πάντα και με τους ίδιους ρυθμούς το πολιτικό ημερολόγιο. Στην περίοδο μετά το 1990, οι «πολιτισμικοί πόλεμοι» μαίνονταν γύρω από ζητήματα μνήμης, ταυτότητας, φύλων, σεξουαλικότητας κ.ά. Δεν επρόκειτο προφανώς για αμιγώς πολιτισμικούς πολέμους, αλλά για διαμάχες με ισχυρά πολιτικά διακυβεύματα. Είχαν όμως αλλάξει οι συλλογικοί φορείς των διεκδικήσεων. Εύγλωττα αποτυπώνει τις μετατοπίσεις αυτές ο ελληνικός κινηματογράφος από τον Αγγελόπουλο στον Λάνθιμο.     

Σε πολιτικό επίπεδο, η ελληνική κοινοβουλευτική δημοκρατία εδραιώθηκε μεταπολιτευτικά πάνω στον δικομματισμό. Ο δικομματισμός ηττήθηκε το 2012, με καταλύτη την οικονομική κρίση, επανήλθε το 2015 και ξαναηττήθηκε το 2023. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι άλλαξαν δραματικά οι συσχετισμοί ανάμεσα σε «Αριστερά» και «Δεξιά» εντός της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το «Κέντρο» δεν εμφανίζεται ως αυτόνομος πολιτικός χώρος, αλλά ως μέρος της μιας ή της άλλης παράταξης. Οι πρόσφατες εκλογές ανήκουν στον κύκλο που άνοιξε το 2008, σύμπτωμα του οποίου ήταν και η εμφάνιση, για πρώτη φορά μετά το 1974, ακροδεξιών και νεοφασιστικών κομμάτων μέσα στη Βουλή. Μένει να δούμε αν ο δικομματισμός θα επανέλθει και υπό ποια μορφή.    
Το ερώτημα επομένως δεν θα έπρεπε να είναι αν οι πρόσφατες εκλογές ήταν το τέλος της Μεταπολίτευσης, αλλά γιατί εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε τον όρο «Μεταπολίτευση» για την ιστορική περίοδο που φθάνει έως τις μέρες μας. Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται στο ισχυρό φαντασιακό αποτύπωμα της δεκαετίας 1974-1985, στη γενιά που σήμερα έχει τα ηνία της χώρας σε όλους τους τομείς (πολιτική, οικονομία, μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.λπ.) και εξακολουθεί να ανατρέχει στις πολιτικές κατηγορίες και στα βιώματα εκείνης της εποχής. Οι νεότερες γενιές που διαμορφώθηκαν μέσα από την τεχνολογική επανάσταση και την οικονομική κρίση, δηλαδή μέσα από τελείως διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες, είναι αδιάφορες για την πολιτική που ασκείται αναχρονιστικά με όρους «Μεταπολίτευσης» και γι’ αυτό επιλέγουν να απέχουν από τις εκλογές και να υιοθετούν συλλογικές ταυτότητες με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Εδώ και κάποιες δεκαετίες ζούμε ήδη σε μια πολύ διαφορετική ιστορική εποχή.    

Βάσω Κιντή 
Kαθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ

Σημείο αναφοράς, αλλά και βάρος

Πόσες φορές τελείωσε η Μεταπολίτευση; Πολλές. Η σχετική συζήτηση ξεκίνησε ήδη το 1981, συνεχίστηκε το 1985, το 1989, το 1996, το 2000, το 2004, το 2008 και, πιο επιτακτικά, το 2010 με τη χρεοκοπία, το 2012 με τις διπλές εκλογές, τον Ιανουάριο του 2015 με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, το καλοκαίρι του 2015 με την υπογραφή του μνημονίου από την Αριστερά, και πλέον το 2019 και τις διπλές εκλογές του 2023. Τι δείχνει αυτή η εμμονή με το τέλος της Μεταπολίτευσης που συνεχώς επαναπροσδιορίζεται; Δείχνει ότι υπάρχει μια ανυπομονησία να τελειώσει και ότι αυτή, παρά τους διαδοχικούς επικηδείους, δεν τελειώνει ποτέ! Οχι ακόμη τουλάχιστον. Φταίει, λένε αρκετοί, που η έννοια δεν είναι σαφώς ορισμένη. Ξέρουμε πότε αρχίζει η περίοδος της Μεταπολίτευσης –με την πτώση της δικτατορίας–, αλλά δεν ξέρουμε το τέλος της επειδή δεν γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά της, αυτά που θα μας επέτρεπαν να προσδιορίζουμε με ασφάλεια αν πράγματι έχει τελειώσει ή όχι, αν έχει αλλάξει η εποχή.

Ωστόσο, σπάνια οι έννοιες είναι σαφώς ορισμένες. Μόνο στις φυσικές επιστήμες και στα μαθηματικά επιχειρείται να οριστούν έννοιες με ικανές και αναγκαίες συνθήκες. Αλλά ακόμη και εκεί, όπως σχεδόν οπουδήποτε αλλού, και ιδίως στις κοινωνικές επιστήμες και στην πολιτική, οι έννοιες είναι ανοιχτές, ρευστές και εύπλαστες. Διαπλάθονται με τις χρήσεις που επιφυλάσσουμε στις λέξεις που τις εκπροσωπούν. Οσο χρησιμοποιούμε αυτές τις λέξεις, δίνουμε στις έννοιες ζωή, επεκτείνουμε τη διαδρομή τους στην ιστορία. Ειδικά έννοιες που φέρουν αξιακό φορτίο, έχουν στοιχεία πολυπλοκότητας και είναι πολιτικά επίδικες, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ουσιωδώς διαφιλονικούμενες έννοιες» (Gallie), δηλαδή έννοιες για τις οποίες εκδηλώνονται ποικίλες διαφωνίες, αντιδικίες, ακόμη και συγκρούσεις, που δεν επιλύονται εύκολα. Οι έννοιες αυτές προκαλούν αντιπαραθέσεις και ορίζονται διαφορετικά από διαφορετικές ομάδες, συχνά με τρόπους που βρίσκονται σε ένταση. Μια τέτοια έννοια είναι η έννοια της Μεταπολίτευσης: το περιεχόμενό της έχει αλλάξει στη διαδρομή του χρόνου, έχει επάλληλες συμπυκνώσεις, κατανοείται ακόμη και με τρόπους που είναι αντιφατικοί, δαιμονοποιείται ή γίνεται αντικείμενο υπεράσπισης.

Οι ιστορικοί ή οι κοινωνικοί επιστήμονες μπορούν για τη δουλειά τους να επιλέξουν ένα τέλος για τη Μεταπολίτευση και να προσπαθήσουν να πείσουν γι’ αυτό. Ομως, η ίδια η συζήτηση περί τέλους της Μεταπολίτευσης που επαναλαμβάνεται στον δημόσιο χώρο δείχνει πως η περίοδος αυτή, καθώς συγκροτεί, τουλάχιστον ως παρελθόν, την ταυτότητα της χώρας αλλά και τη δική μας ατομικά, εξακολουθεί να έχει πρακτική σημασία. Τη χρησιμοποιούμε, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη κάνει δουλειά, παράγει αποτελέσματα. Είναι σημείο αναφοράς, θεμέλιο, καμβάς, εφαλτήριο και εφόδιο αλλά, συγχρόνως, βάρος, μια σιδερένια μπάλα που μας κρατάει καθηλωμένους. Από αυτούς που μιλούν για το τέλος της Μεταπολίτευσης λίγοι αναπολούν με νοσταλγία μεγαλεία που πέρασαν. Οι περισσότεροι ανυπομονούν για ένα μέλλον απαλλαγμένο από βάρη και αγκυλώσεις. Ενα μέλλον στο οποίο θα είναι πρωταγωνιστές, όχι παθητικοί κληρονόμοι και χειροκροτητές, ένα μέλλον στο οποίο θα είναι ελεύθεροι να πορευτούν και να δημιουργήσουν.

Η Μεταπολίτευση ήταν μια νέα αρχή και η υπέρβασή της σημαίνει τη βούληση για ένα νέο ξεκίνημα. Αλλά δεν μπορούμε να βαδίζουμε ανερμάτιστα. Επιλέγουμε, εκ των πραγμάτων, κάθε στιγμή τι κρατάμε και τι εγκαταλείπουμε. Τι παίρνουμε μαζί στην πορεία προς τα εμπρός και τι αφήνουμε πίσω, στη λήθη. Αν αυτή η πορεία θα είναι βήμα σημειωτόν, άλμα, συνέχεια ή ρήξη, πρόοδος ή οπισθοδρόμηση, θα κρίνουμε εκ των υστέρων αναδρομικά. Αυτό που έδειξε η ελληνική κοινωνία στην πιο πρόσφατη ετυμηγορία της, είναι πως θέλει να υπερβεί τους ορίζοντες που προσδιόρισε η προηγούμενη πεντηκονταετία. Αισθανόμαστε πιο σίγουροι για τον εαυτό μας ατομικά και συλλογικά, γιατί αντέξαμε δυσκολίες και κρίσεις, γιατί κάναμε λάθη που διορθώσαμε. Θέλουμε να βγούμε από τη μικρή μας αυλή, να συνδεθούμε και να συντονιστούμε πιο ενεργά με τον υπόλοιπο κόσμο, αυτόν που για χρόνια αποτελεί πρότυπο για εμάς. Θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας τους αναχρονισμούς, την αδράνεια και την παραμυθία. Εχουμε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας. Η κοινωνία έδειξε ότι είναι πιο μπροστά από το πολιτικό σύστημα. Καιρός είναι το πολιτικό σύστημα να το καταλάβει. Να ηγηθεί με τόλμη και να μη σέρνεται.

Τελείωσε η Μεταπολίτευση στις 25 Ιουνίου;-2
29 Ιουνίου 2011. Η οικονομική κρίση κορυφώνεται και η οργή ξεχειλίζει στη συγκέντρωση των «Αγανακτισμένων» κατά της λιτότητας, στο Σύνταγμα. Στις εκλογές του επόμενου χρόνου ο δικομματισμός Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε. «Η Μεταπολίτευση έκλεισε με τον τελευταίο θρίαμβο του δικομματισμού το 2009 ή με τη συντριβή του το 2012», γράφει ο Αριστείδης Ν. Χατζής.

Δρ Αικατερίνα Παπανικολάου, Δικηγόρος, μέλος ​της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών

Εμπνευση για την ατελή δημοκρατία μας

Με αφορμή την εκλογική διαδικασία της 25ης Ιουνίου επανατίθεται ο προβληματισμός για το ρευστό και διαρκώς αναβαλλόμενο τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου ως πολιτειολογικής τομής που εγκαινιάζει η κατάλυση του δικτατορικού καθεστώτος. Δεδομένου ωστόσο ότι η περιοδολόγηση της ιστορίας δεν είναι απαλλαγμένη από έναν βαθμό υποκειμενισμού ακόμα και μεταξύ των επαϊόντων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ζήτημα κατ’ αρχάς δεν προσφέρεται για μονοσήμαντες καταφάσεις ή δογματισμούς. Περιορισμένη σημασία έχει άλλωστε η επιλογή του καταληκτικού ορόσημου αυτής της περιόδου. Εξάλλου, προ του υπό συζήτηση διερωτήματος, σε σχέση με τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου, έχουν αρμοδίως προταθεί, μεταξύ άλλων, το τέλος της πρώτης σοσιαλιστικής διακυβέρνησης το 1989 ή η έναρξη της οικονομικής αποσταθεροποίησης το 2008. Αν η συζήτηση μάλιστα διατηρεί ακόμα την αξία της, είναι γιατί πρωτίστως λειτουργεί ως αναστοχαστική αφορμή τόσο για την εμπέδωση των μεταπολιτευτικών θεσμικών κεκτημένων, όσο και –κυρίως– για επαναπροσδιορισμό των ανεκπλήρωτων δικαιοκρατικών στόχων τής ούτως ή άλλως ατελούς δημοκρατίας μας.

Η εγκαθίδρυση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, η συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, το τέλος του οδυνηρού μετεμφυλιακού διχασμού, οι μεταρρυθμίσεις του οικογενειακού δικαίου, ο ανασχεδιασμός του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας, η διάχυση της αριστερής κουλτούρας ως αποδεκτού αξιακού συστήματος, η κοινωνική ορατότητα παρασιωπημένων ομάδων αποτελούν μέρος μόνο της εκσυγχρονιστικής συνεισφοράς που πιστώνεται στον μεταπολιτευτικό οίστρο μιας άλλης εποχής.

Στη διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν μέχρι τις μέρες μας, το αποτύπωμα του μεταπολιτευτικού εκσυγχρονισμού ευτυχώς υπερβαίνει τις νοσταλγικές αναδρομές στην πολιτική ευφορία που συνοδεύει την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Η μεταπολιτευτική δυναμική οφείλει σταθερά να αφορά πλέον την εμβάθυνση του φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Με άλλα λόγια, η εξελικτική αποτίμηση του μεταπολιτευτικού κεκτημένου συναρτάται κατ’ ανάγκην με την ποιότητα του κράτους δικαίου που διαθέτουμε σήμερα και την αποτελεσματικότητα των θεσμών του επ’ ωφελεία των αποδεκτών τους. Χωρίς δηλαδή να υποαξιολογεί κανείς τις πολλά υποσχόμενες αφετηρίες των πρώτων γόνιμων δεκαετιών και τα μετρήσιμα αποτελέσματα των καινοτόμων πρωτοβουλιών της εποχής, δεν μπορεί να παραβλέψει τα σημαντικά ελλείμματα στα οποία χρεώνεται εν μέρει η ενεστώσα, εξακολουθητική κοινωνική υστέρηση μέρους του πληθυσμού και η περιορισμένη ευημερία της κοινότητας.

Συνεπώς, επείγον ζητούμενο της σημερινής συνθήκης είναι ο μεταβολισμός της μεταπολιτευτικής εμπειρίας για τη διαχείριση των νέων απαιτητικών επίδικων που υπερβαίνουν κατά πολύ τις εθνικές εδαφικότητες. Κοινότοπη προ πολλού –πλην όχι άνευ υπομνηστικής αξίας– η ενδεικτική απαρίθμηση: H κλιματική κρίση, η ανάγκη ενεργειακού επανακαθορισμού λόγω εξάντλησης των φυσικών πόρων, τα στεγαστικά αδιέξοδα σε μητροπόλεις, όπου ο τουριστικός υπερπληθυσμός συνεπάγεται αναπόφευκτα υποχώρηση της ποιότητας ζωής, οι προσφυγικές ροές που επανεγείρουν αξιώσεις για τα στοιχειώδη του ζην, οι επίμονες ανισότητες που θα υπενθυμίζουν πάντα την ανάγκη αναδιανομής ως επιτακτικό sine qua non της κοινωνικής ευημερίας, όλα αυτά και άλλα πολλά συγκροτούν την τρέχουσα, επιτακτική αποστολή της πολιτικής στην εν εξελίξει μεταπολιτευτική περίοδο.

Είναι, επίσης, πέραν κάθε αμφιβολίας ότι στη διάρκεια αυτού του μισού περίπου αιώνα, η εμπέδωση των ατομικών ελευθεριών διά της νομοθετικής και κυρίως δικαστικής αναγνώρισης και οριοθέτησής τους προώθησε αξιοσημείωτα την υπόθεση του ευ ζην ευάλωτων και περιθωριοποιημένων ομάδων. Η απόσταση ωστόσο από την οριστική αποκατάσταση της ισότητας παραμένει σημαντική, ενώ η συμπεριληπτικότητα εξακολουθεί να συνιστά κρίσιμο αιτούμενο: η ισότιμη αστική αναγνώριση της συμβίωσης και η γονεϊκότητα αδιακρίτως σεξουαλικού προσανατολισμού, η αποσύνδεση του δικαιώματος στην υγεία και στην εκπαίδευση από κριτήρια συναρτώμενα με το status παραμονής στη χώρα, η καθολική πρόσβαση σε ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αποτελούν μερικά μόνο από τα πεδία, όπου η μεταδημοκρατία καλείται να συνθέσει προτάσεις και να επινοήσει λύσεις.

Σε ό,τι αφορά περαιτέρω την εγχώρια θεσμική ιδιοπροσωπία, είναι βέβαιο ότι εξαιτίας της υπάρχει πάντα ανάγκη επαυξημένης εγρήγορσης: η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, η κατ’ επανάληψη υπέρβαση του αναλογικού μέτρου στη χρήση αστυνομικής βίας, η διαλειπτική και ενίοτε υπονομευμένη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών, η κρίση αντιπροσώπευσης και το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αποχής στις τελευταίες εκλογές αρκούν για να θυμίζουν ότι η μεταπολιτευτική αποστολή του κράτους δικαίου παραμένει ημιτελής.

Συνεπώς, για να αποτραπεί ο κίνδυνος διολίσθησης σε μια εκδοχή «καχεκτικής» δημοκρατίας, είναι αναγκαίο να διατηρηθεί το πρόταγμα της πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική επιβάλλεται να μην εξαντλείται στην τεχνοκρατική διαχείριση επί του πεδίου. Ο οικονομικός επικαθορισμός και η καθ’ όλα σημαντική διεκπεραίωση της υλικής καθημερινότητας δεν νοείται, δηλαδή, να εκτοπίζουν την κοπιώδη διαλεκτική επιδίωξη σύνθετων πολιτικών λύσεων με στόχο τη διαμόρφωση συνθηκών που ενισχύουν την πολιτική συμμετοχή και κοινωνική αλληλεπίδραση.

Την αμηχανία, πάντως, της σύγχρονης μεταδημοκρατίας μοιάζει να μετριάζει η έμπνευση με την οποία εξακολουθεί να μας τροφοδοτεί η αδιαμφισβήτητα εντόνως επιδραστική πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδος. Ακριβώς δε επειδή –παραφράζοντας ελαφρώς τον Αντρέ Μαλρό– οι ιδέες είναι ανάγκη να μετασχηματίζονται σε πράξεις και όχι απλώς να εξαντλούνται στο πεδίο της διανόησης, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι αυτή η διαχρονική έμπνευση συνιστά καθαυτήν μια διόλου αμελητέα συνεισφορά της μεταπολιτευτικής συνθήκης.

Αριστείδης Ν. Χατζής, Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ενας νέος, διαφορετικός, κόσμος

Από το 1977 μέχρι το 2009, για 32 χρόνια, βιώσαμε την απόλυτη κυριαρχία του δικομματισμού στην ελληνική πολιτική ζωή. Ο δικομματισμός είχε πολλά προβλήματα, δέχθηκε διαχρονικά κριτική –κυρίως από όσους δεν εξέφραζε πολιτικά– και συνδέθηκε με το πελατειακό κράτος. Ωφέλησε κυρίως το ΠΑΣΟΚ, διότι το ευνοούσε η πολιτική γεωγραφία – είχε διαθέσιμες δύο μεγάλες δεξαμενές ψηφοφόρων, στο κέντρο και στα αριστερά, από τις οποίες αντλούσε συστηματικά. Εξασφάλισε κυβερνητική σταθερότητα με ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις, οδήγησε μακροπρόθεσμα σε σύγκλιση των δύο κομμάτων, επιβίωσε μετά την αποχώρηση από το προσκήνιο τριών μεγάλων πρωταγωνιστών της μεταπολεμικής ελληνικής ιστορίας (Καραμανλής, Παπανδρέου Μητσοτάκης), αλλά τελικά εξάντλησε την ελληνική οικονομία και οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία.

Ο δικομματισμός φάνηκε να συντρίβεται στις κομβικές εκλογές του Μαΐου 2012. Τα δύο μεγάλα κόμματα (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.), που πριν από 2,5 χρόνια, το 2009, είχαν ξεπεράσει το 77% των ψήφων, έπεσαν στο 32% και έχασαν πάνω από 3 εκατ. ψηφοφόρους. Αλλά προς στιγμήν φάνηκε πως δεν επρόκειτο για συντριβή του δικομματισμού, αλλά μόνο του ΠΑΣΟΚ. Διότι η Ν.Δ. ανένηψε και ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να το αντικαθιστά. Ενα μήνα μετά, στις εκλογές του Ιουνίου 2012, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ πλησίασαν το 57%, που έγινε 64% στις δύο εκλογές του 2015. Μπορεί να μην ήταν τόσο υψηλό όσο τα ρεκόρ του δικομματισμού της περιόδου 1981-2007 (όταν το άθροισμα άγγιζε ακόμα και το 87%), αλλά προφανώς βρισκόμασταν σε μεταβατική περίοδο. Οι εκλογές του 2019 (Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ ξεπέρασαν το 71%) ενίσχυσαν την υπόθεση της ανάδυσης ενός νέου δικομματισμού, όπως, περίπου, είχε γίνει τη δεκαετία του 1970. Η διαφορά με τον ισχυρό δικομματισμό των προηγούμενων δεκαετιών πιθανόν οφειλόταν στη δύναμη της αδράνειας. Μετά το 2012 ένα μικρό ποσοστό 6%-8% συνέχιζε να ψηφίζει ΠΑΣΟΚ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαινόταν να διαθέτει την πολιτική βούληση να το απορροφήσει, μετακινούμενος προς το Κέντρο. Αλλά αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημά του, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να πλησιάσει το Κέντρο της πολιτικής γεωγραφίας. Δεν έδειξε ποτέ γνήσια σημεία ωρίμανσης και δεν ανέδειξε στελέχη (όπως το ΠΑΣΟΚ κατά την περίοδο 1981-2006) που θα μπορούσαν να επιβιώσουν μακριά από τη σκιά του αρχηγού τους.

Οι δύο φετινές εκλογές απέδειξαν πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε τη στόφα του ΠΑΣΟΚ του 1977, ήταν συγκυριακή η άνοδός του και οφειλόταν στον χαρισματικό ηγέτη του. Οταν άλλαξαν οι συνθήκες φάνηκαν και τα όρια αυτού του χαρίσματος. Ο ελληνικός λαός στράφηκε προς αυτόν σε συνθήκες απελπισίας, όταν εκείνο που του πρόσφερε (κενή, αλλά χορταστική ρητορεία) μπορούσε να δημιουργήσει ελπίδες. Αλλά όταν δοκίμασε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση οι διαφορές με τους προηγούμενους ήταν ελάχιστες, αν εξαιρέσει κανείς τον σοκαριστικό ερασιτεχνισμό και την παρωχημένη ιδεοληψία. Ετσι επανέφερε στα πραγματικά μέτρα τους και τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ηγέτη του, καθώς διαπίστωνε πως γνώριζαν μόνο ένα πράγμα καλά, την καιροσκοπική τοξική αντιπολίτευση.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός, τα τελευταία 15 χρόνια πολλαπλών κρίσεων, που έμεινε πολιτικά ανέπαφος και ο πρώτος (από το 2000) που κέρδισε δεύτερες εκλογές αυξάνοντας τα ποσοστά του κόμματός του. Οπως στην περίπτωση του 2000 (Κώστας Σημίτης) έτσι και σε εκείνη του 2023 ο θρίαμβος ήταν προσωπικός, όχι κομματικός: ο ελληνικός λαός θεώρησε, και στις δύο περιπτώσεις, ότι ο εν ενεργεία πρωθυπουργός αποτελεί την καλύτερη διαθέσιμη εναλλακτική, είναι πιο αξιόπιστος και αποτελεσματικός από τους ανταγωνιστές του. Αλλά για πρώτη φορά, από το 1977, δεν έχει απέναντί του μια ισχυρή αντιπολίτευση, έναν ανταγωνιστή και διάδοχο εν αναμονή. Ακόμα και η Ν.Δ. του Ευάγγελου Αβέρωφ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, παρά την απόλυτη πολιτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ, διέθετε μια ισχυρή ετοιμοπόλεμη κομματική βάση.

Μισό αιώνα μετά τη Μεταπολίτευση το πολιτικό τοπίο είναι πρωτοφανές. Δεν έχει νόημα να μιλάμε πια για Μεταπολίτευση, όπως δεν έχει νόημα να μιλάμε πλέον για «μεταπολεμικό κόσμο». Η Μεταπολίτευση έκλεισε με τον τελευταίο θρίαμβο του δικομματισμού το 2009 ή με τη συντριβή του το 2012. Τελικά τότε, μάλλον, έγινε η επανεκκίνηση – το διακρίνουμε τώρα καθαρότερα. Η Μεταπολίτευση ταυτίστηκε με το ΠΑΣΟΚ και ολοκληρώθηκε όταν το ΠΑΣΟΚ εξατμίστηκε εκλογικά, καθώς από τη μια κυριάρχησε πλήρως στην πολιτική πρακτική και από την άλλη δεν είχε λόγο ύπαρξης όταν ο «προνοιακός λαϊκισμός» (δηλαδή η μετάλλαξη του απαραίτητου για την κοινωνική συνοχή και ευημερία «κράτους πρόνοιας» στην ανήθικη πολιτική εξαγοράς ψήφων) έφτασε στα όριά του με την κρίση.

Νομίζω, λοιπόν, πως βρισκόμαστε ήδη σε μια νέα εποχή. Η περίοδος της μεγάλης οικονομικής κρίσης έληξε και σήμερα αντιμετωπίζουμε ένα νέο πολιτικό τοπίο, ενδεχομένως μεσοπρόθεσμα πολυκεντρικό, πριν το σύστημα ξανακυλήσει στον δικομματισμό. Χρειαζόμαστε νέες έννοιες, νέα εργαλεία, πιθανόν και νέες προσδοκίες.

Τελείωσε η Μεταπολίτευση στις 25 Ιουνίου;-3
10 Οκτωβρίου 1981. Η ενθουσιώδης υποδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου στην πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης προαναγγέλλει τη μεγάλη νίκη του ΠΑΣΟΚ λίγες ημέρες αργότερα. Η συζήτηση για το «τέλος της Μεταπολίτευσης» είχε ήδη ξεκινήσει. Φωτ. ΝΤΙΜΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Τελείωσε η Μεταπολίτευση στις 25 Ιουνίου;-4
25 Ιουνίου 2023. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαιρετάει το πλήθος έξω από τα γραφεία της Πειραιώς, αμέσως μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων που ανέδειξαν νικήτρια τη Ν.Δ. με διαφορά 23 μονάδων από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ. Ενας νέος κύκλος στην πολιτική ζωή της χώρας έχει ανοίξει. Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ

Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία

Δεν υπάρχει αυτονόητη απάντηση

Ο όρος Μεταπολίτευση συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ευρύτερη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας από το 1974 έως σήμερα. Ωστόσο, μεταπολίτευση σημαίνει αλλαγή καθεστώτος· και ως τέτοια δεν μπορεί να διαρκεί πενήντα ολόκληρα χρόνια. Θεωρητικά ορθότερο είναι να ορίζουμε ως Μεταπολίτευση το διάστημα από τις 23 Ιουλίου 1974 έως τη θέση σε ισχύ του νέου Συντάγματος στις 11 Ιουνίου 1975, καθώς τότε συντελέστηκε η πολιτειακή αλλαγή. Το σύνολο της περιόδου μετά το 1974-75 μπορεί με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια να περιγράφεται ως η εποχή της Τρίτης Δημοκρατίας.

Σε κάθε περίπτωση, η καθιέρωση του όρου Μεταπολίτευση για να αποδοθεί μια ευρύτερη περίοδος δημιούργησε τις δικές της απαιτήσεις, καθώς αρκετές φορές στις τελευταίες δεκαετίες αναζητήθηκε το «τέλος» της (κάτι που βέβαια δεν θα συνέβαινε εάν χρησιμοποιείτο ο πιο ακριβής όρος Τρίτη Δημοκρατία). Ωστόσο, και η εποχή της πολιτειακής σταθερότητας της Τρίτης Δημοκρατίας δεν είναι ενιαία. Υπάρχουν επιμέρους, αλλά ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στη διάρκειά της.

Μια πρώτη υποπερίοδος είναι τα χρόνια 1974-81, εποχή εκλογικής κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας, εδραίωσης του νέου πολιτεύματος και ολοκλήρωσης της προσπάθειας για πλήρη ένταξη στη Δύση. Ακολούθησε μια δεύτερη υποπερίοδος, 1981-2009, που χαρακτηρίστηκε αφενός από την υιοθέτηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής (παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες να μπει κάποιο φρένο στις δαπάνες) και αφετέρου από την εκλογική κυριαρχία εκείνης της πολιτικής δύναμης που κατ’ εξοχήν (αν και όχι πάντοτε ή σε κάθε περίπτωση) εξέφρασε την τάση για δημοσιονομική επέκταση: του ΠΑΣΟΚ. Από το 1981 έως το 2009, το ΠΑΣΟΚ, υπό τρεις διαφορετικούς προέδρους του, κατήγαγε έξι εκλογικές νίκες και εξασφάλισε άνετες πλειοψηφίες στη Βουλή (1981, 1985, 1993, 1996, 2000, 2009), ενώ η Ν.Δ. μόνον τρεις (1990, 2004, 2007), και μάλιστα τις δύο οριακά (150 έδρες το 1990 και 152 έδρες το 2007), κάτι που τελικά υποθήκευε την ίδια την παραμονή της στην εξουσία. Οι νίκες του ΠΑΣΟΚ ήταν διπλάσιες σε αριθμό και «άνετες», ενώ οι αντίστοιχες της Ν.Δ. ήταν λίγες και ατελείς. Και αυτή η υποπερίοδος χαρακτηρίστηκε από σημαντικές προόδους στην καλή εφαρμογή των θεσμών· αλλά παρουσίαζε επίσης εμφανή σημάδια συντηρητισμού εδρασμένου σε στερεότυπα, και τελείωσε όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση.

Με το ξέσπασμα της κρίσης και τις διπλές εκλογές του 2012, ξεκίνησε μια τρίτη υποπερίοδος. Δεν ήταν μόνον ο κατακερματισμός του πολιτικού συστήματος και η εκλογική καθίζηση του έως τότε πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ. Ταυτόχρονα συνέβη μια άλλη καθοριστική αλλαγή, δηλαδή η μετατόπιση του πολιτικού ρήγματος από την κλίμακα Αριστεράς – Δεξιάς, στο νέο δίπολο μεταξύ ευρωπαϊκών/«συστημικών» και «αντισυστημικών» δυνάμεων. Ακριβώς λόγω αυτής της μετατόπισης του πολιτικού ρήγματος, το μοτίβο των πιθανών πολιτικών συνεργασιών επίσης άλλαξε δραματικά. Ανθρωποι ή πολιτικές δυνάμεις που δεν θα σκέφτονταν έως τότε τέτοιες συνεργασίες, τώρα τις επιδίωξαν ως υπαρξιακή ανάγκη, καθώς αυτά που διακυβεύονταν ήταν πολύ μεγάλα. Με δεδομένη την εκλογική απίσχνανση του ΠΑΣΟΚ, ως κύριος κορμός των ευρωπαϊκών/συστημικών δυνάμεων αναδείχθηκε μετά το 2012 η Ν.Δ., η οποία διατήρησε τον ρόλο της ως πυλώνα του πολιτικού συστήματος. Αυτό επιβεβαιώθηκε και στις εκλογές του 2023.

Κατά πόσον η διπλή εκλογή του 2023 σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής; Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη. Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας (που κερδίζει για πρώτη φορά μετά το 1977 –έπειτα από 46 χρόνια– άνετη κοινοβουλευτικά επανεκλογή), η εκλογική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ και η αξιοσημείωτη άνοδος του ΠΑΣΟΚ ενθαρρύνουν μια θετική απάντηση. Αλλά η είσοδος στη Βουλή πολλών κομμάτων που αυτοχαρακτηρίζονται ως αντισυστημικά δείχνει το αντίθετο: ότι η τάση προς αντισυστημικότητα αναζητεί νέα πρόσημα και οι επισφάλειες παραμένουν.

Ετσι, το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών ανοίγει τον δρόμο για μια νέα καμπή, αλλά δεν την εγγυάται από μόνο του. Τούτο θα εξαρτηθεί από το εάν η Ελλάδα καταφέρει να επανέλθει για αρκετά χρόνια –που θα υπερβαίνουν τη διάρκεια ζωής μιας μόνον κυβέρνησης– σε μια δυναμική οικονομική ανάπτυξη που θα εξασφαλίζει τη θέση της στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. Απαιτείται χρόνος και συνέχεια στην επιτυχή προσπάθεια.

Αν τούτο επιτευχθεί, δεν θα είναι το «τέλος» της Μεταπολίτευσης. Ωστόσο, θα αποτελεί την αποτελεσματική υπεράσπιση των μεγάλων κερδών που σημείωσε η ελληνική κοινωνία από το 1974-75 και στα χρόνια που ακολούθησαν. Με έναν περίεργο τρόπο, αλλά όχι ασυνήθιστο στην ιστορία, για να κατοχυρώσουμε τα πλεονεκτήματα μιας περασμένης επιτυχίας, είναι αναγκαίο να πάμε δυναμικά πιο «πέρα» από αυτήν. Αυτό καλείται να κάνει η Ελλάδα της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.

Κωστής Κορνέτης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης

Να την αφήσουμε να αναπαυθεί εν ειρήνη

Tο εκλογικό αποτέλεσμα των δίδυμων εκλογών Μαΐου – Ιουνίου σηματοδότησε το οριστικό τέλος του ιστορικού κύκλου που πυροδότησε η κρίση από το 2009 και έπειτα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κοινώς το κόμμα που ηγεμόνευσε στο λεγόμενο αντιμνημονιακό μέτωπο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, φτάνοντας να επικρατήσει σε δύο βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις και σ’ ένα αμφιλεγόμενο, ρισκέ δημοψήφισμα, ξεπέζεψε για τα καλά από το άρμα της οργής. Αυτό το κόμμα-φαινόμενο της ύστερης Μεταπολίτευσης που εξακοντίστηκε με φόρα στην εξουσία, πρόλαβε να κυβερνήσει, να χάσει αξιοπρεπώς τις εκλογές του 2019, να ασκήσει μια αποτυχημένη αντιπολίτευση, και εντέλει να κατακρημνιστεί όχι μ’ ένα λυγμό, αλλά με πάταγο. Σαν να βάλθηκε να ζήσει σε συμπιεσμένο χρόνο δέκα ετών ό,τι είχε ζήσει το ΠΑΣΟΚ μέσα σε τέσσερις δεκαετίες. Μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε και το ιδεολόγημα της απλής αναλογικής, πάγιο αίτημα της Αριστεράς από χρόνια, που όμως αντί να οδηγήσει στην αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας της χώρας, προκάλεσε τον φόβο μιας ασταθούς κεντροαριστερής κυβέρνησης αλαλούμ, και τελικά καταποντίστηκε στην κάλπη, προκαλώντας εν μέρει τη χαλαρή ψήφο και τον πολυκερματισμό της σημερινής Βουλής. Κοινώς μηδέν εις το πηλίκον.

Μιλώντας με όρους μεταπολίτευσης δεν είναι λίγοι εκείνοι που παρομοίασαν τον εκλογικό κατήφορο του ΣΥΡΙΖΑ με εκείνο της Ενώσεως Κέντρου στις εκλογές του 1977, καθώς και το στρογγυλοκάθισμα της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη ως κυρίαρχου παίκτη στο πολιτικό σκηνικό, με εκείνη του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου στις απαρχές της Μεταπολίτευσης. Διεκδίκησε τον μέσο όρο και γήτεψε το πολιτικό Κέντρο. Απουσιάζει όμως ο παράγοντας ΠΑΣΟΚ που τότε με τον Ανδρέα Παπανδρέου κάλπαζε ασταμάτητο προς την εξουσία. Σήμερα, και παρά τη σαφή ανάκαμψη που επέφερε στον πρώην «μεγάλο ασθενή» του πολιτικού συστήματος ο Νίκος Ανδρουλάκης, το ίδιο το κόμμα δεν δείχνει προς το παρόν να φέρει στοιχεία της τότε δυναμικής του.

Από κει και πέρα, έχουμε τρία, δυνάμει τέσσερα, ακροδεξιά κόμματα στη Βουλή. Σίγουρα η πολιτική ατζέντα έχει συντηρητικοποιηθεί και αυτό φαίνεται να το επιβραβεύει μια μερίδα της κοινωνίας. Ομως δεν είναι η πρώτη φορά που η Ακροδεξιά στη χώρα μας πιάνει τέτοια ποσοστά – το 2012 οι ΑΝΕΛ έλαβαν το 10%, ενώ η Χρυσή Αυγή ήταν σε φάση προέλασης, που δεν ανεκόπη ούτε με τις συλλήψεις και τη δίκη για τη δολοφονία Φύσσα. Ενώ λοιπόν βρισκόμαστε αισίως σ’ ένα νέο ιστορικό κύκλο από εκείνον των μνημονίων, της επιτήρησης και της οργής, φαίνεται πως υπάρχει ακόμα ένα ακροατήριο που λοιδορεί το πολιτικό σύστημα και αναζητεί τον αντισυστημισμό ως απάντηση στα όποια προβλήματά του· όχι πλέον στον ΣΥΡΙΖΑ ή σε κάποια άλλη αριστερή πλατφόρμα, αλλά στη λαϊκιστική Ακροδεξιά. Μια Ακροδεξιά με alt-right πλέον χαρακτηριστικά, με τη γραβάτα να αντικαθιστά το άρβυλο, και με μια θεοκρατικού τύπου παραεκκλησιαστική εκδοχή της να διεκδικεί ρόλο.

Επέφεραν όλα τα παραπάνω την απώλεια της περίφημης ιδεολογικής ηγεμονίας της Κεντροαριστεράς στη Μεταπολίτευση; Και ναι, και όχι. Οχι, γιατί αυτή δεν υπήρξε ούτε συνεχής, από το 1974 έως το 2023, αλλά ούτε και ενιαία. Το ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής, ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη και η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτέλεσαν κοινή μήτρα ιδεών και αξιών. Ναι, γιατί όντως διαφαίνεται πως το δεξιό αφήγημα σε σχέση με κρίσιμες πτυχές του κράτους και της κοινωνίας έφτασε να θεωρείται πλέον «κοινή λογική». Το όποιο αριστερό ή κεντροαριστερό αποτύπωμα αντιμετωπίζεται πλέον πλειοψηφικά ως εκτός τόπου και χρόνου, αναντίστοιχο με τα προτάγματα του σήμερα. Μπορούμε ίσως να πούμε, παραφράζοντας τον πολιτικό επιστήμονα Ηλία Ντίνα, ότι όπως οτιδήποτε το «δεξιό» αποκτούσε αυτόματα τη ρετσινιά του αυταρχικού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα της πρώτης Μεταπολίτευσης, τώρα οτιδήποτε «αριστερό» κινδυνεύει να στιγματίζεται αυτόματα ως απολίθωμα του παρελθόντος. Ισως αυτή η μεταστροφή να είναι όντως κρίσιμη. Πέρα από την έξυπνη διαχείριση της Ν.Δ., βέβαια, και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ φέρει σημαντικό μερίδιο ευθύνης γι’ αυτό, εφόσον απέτυχε να συνομιλήσει με τις ευρύτερες νοοτροπίες και ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.

Παρ’ όλα αυτά η διαχειριστική γραμμή Αριστερά – Δεξιά δεν σταματά να υφίσταται. Παρά τη δεδομένη φθορά τους οι βασικοί διαφοροποιητικοί πολιτικοί και ιδεολογικοί άξονες θα συνεχίσουν να υπάρχουν, και στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, αλλιώς θα καταλήγαμε σ’ έναν αδιαφοροποίητο πολιτικό πολτό. Μένει να δούμε πώς και ποιος θα εκφράσει την αριστερή θέση του μέλλοντος και αν θα κάνει μια τολμηρή κεντροαριστερή σύνθεση τα επόμενα χρόνια απέναντι στη σαφή ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας.

Οι εκλογές αυτές σίγουρα αποτελούν ορόσημο για τη Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία. Και ίσως είναι πράγματι καιρός να αφήσουμε αυτή την πολύπαθη Μεταπολίτευση ν’ αναπαυθεί εν ειρήνη (με ερωτηματικό)· γιατί η Ελλάδα του σήμερα είναι πλέον μια χώρα με πολύ μικρές ομοιότητες με τις απαρχές της πεντηκονταετίας το μακρινό καλοκαίρι του 1974 σε πολιτικό, ιδεολογικό και αξιακό επίπεδο, για να φέρει αυτή την ταμπέλα.

Τάσος Σακελλαρόπουλος, Υπεύθυνος Ιστορικών Αρχείων Μουσείου Μπενάκη

Απαραίτητη η πολιτική ενηλικίωση όλων

Εδώ και πολλά χρόνια, ιστορικοί και πολιτικοί επιστήμονες αναζητούν μέσω των επιστημονικών εργαλείων τους, το τέλος της Μεταπολίτευσης του 1974.

Αλλοι το τοποθετούν στις πρώτες εκλογές του 1974 και στο δημοψήφισμα της ίδιας χρονιάς, άλλοι στον Οκτώβριο του 1981 και στην πρώτη μεταπολεμική, διεξοδική και «αναίμακτη» πολιτικά, εναλλαγή των δύο αστικών παρατάξεων στην εξουσία, άλλοι στο 1989 και στη συγκυβέρνηση των δύο αντιπάλων του εμφυλίου πολέμου, Δεξιάς και Αριστεράς, άλλοι στη βαθιά οικονομική κρίση των ετών 2011-2019.

Επίσης, η Μεταπολίτευση έχει απαξιωθεί και παλαιότερα λοιδορηθεί πολιτικά, από τη σκληρή και τότε βασιλική Δεξιά, ως μια μετάβαση που επέτρεψε την πολιτική αταξία, από το αρχικό ΠΑΣΟΚ ως «αλλαγή νατοϊκής φρουράς» και από την εξοκοινοβουλευτική Αριστερά της δεκαετίας του 1970, ως συνέχεια, περίπου, της Χούντας.

Μικρά ή μεγαλύτερα σχήματα ή τάσεις σε παρατάξεις οι οποίες αρνήθηκαν να ταιριάξουν, με τη θεσμική διάσταση και εξέλιξη που έδωσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στη μεταχουντική αφετηρία της Δημοκρατίας μας, κατήγγειλαν τη Μεταπολίτευση ως κάτι ασεβές για το βασιλικό παρελθόν ή ως κάτι κολοβό και μη προοδευτικό για τις αριστερές – κινηματικές «ανατρεπτικές» ανάγκες, της εποχής των αρχών της δεκαετίας του 1970 στη Δυτική Ευρώπη.

Στην ουσία όμως η Μεταπολίτευση, υπό την «πατερναλιστική» ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, έθεσε έπειτα από πολλές καχεκτικές δεκαετίες, της μεταπολεμικής Ελλάδας, την ορθή προτεραιότητα των κρατικών και θεσμικών ζητημάτων προκειμένου να μπει η χώρα στην πολιτική κοίτη της Δυτικής Ευρώπης.

Η Μεταπολίτευση, ήδη από τα πρώτα της θετικά βήματα, έθεσε προϋποθέσεις και ιεράρχησε την πολιτική λειτουργία. Η πορεία των πραγμάτων έφερε προφανώς και συχνά ανανέωση των δυσάρεστων παλαιοτάτων πρακτικών «ιδιοκτησίας» του κράτους που αναζήτησαν και εφάρμοσαν, άλλες πολύ περισσότερο και άλλες λιγότερο, όλες οι παρατάξεις που κυβέρνησαν από το 1974.

Παραμένει, ωστόσο, εξαιρετικά σημαντικό και μοναδικό για τη νεότερη ελληνική Ιστορία το γεγονός ότι σε αυτή την ιστορική περίοδο αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε η πολιτική λειτουργία στην Ελλάδα.

Ολα όσα έγιναν ως θετική εξέλιξη, αποδόθηκαν πολύ συχνά στην αναγκαστική διαδρομή των δυτικών κρατών, σαν να έγιναν υποχρεωτικά και όχι ως απόφαση πολιτικής ωριμότητας και εξέλιξης. Σωστό είναι πως ήταν αναγκαία όσα έγιναν, για να κινηθεί η χώρα σε ευρωπαϊκή κατεύθυνση. Από την άλλη μεριά όμως οι επιλογές Καραμανλή εμπεριείχαν πείρα, αποφασιστικότητα και όραμα. Στοιχεία ανεκτίμητα για μια άξια αφετηρία.

Ολα τα παραπάνω αποτέλεσαν την αφετηρία για το θεσμικό και το πολιτικό πλαίσιο των 50 σχεδόν χρόνων που μεσολάβησαν από τότε. Υπάρχει όμως και κάτι που δεν καταγράφεται εύκολα στη ζυγαριά, και αυτό είναι η νοοτροπία. Παρά τους διχασμούς και τα πάθη και παρά τη συχνότατα παρούσα ιδιοτέλεια, η Μεταπολίτευση διαμόρφωσε και τη νοοτροπία της ανοχής στο διαφορετικό, έως και της ανοχής στο αντίπαλο.

Σε αυτήν τη νοοτροπία σύνθεσης οφείλουμε κάποιες κορυφαίες και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιστορικά στιγμές. Ο περιορισμός του στρατού στους στρατώνες, το δημοψήφισμα του 1974, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ το 1981 και το θεσμικό έργο, η συγκυβέρνηση Δεξιάς και Αριστεράς υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη, ο εκσυγχρονισμός του Κώστα Σημίτη, είναι κάποιοι από τους πολύ κεντρικούς σταθμούς της διαδρομής.

Ωστόσο για να απαντηθεί η ερώτηση στο εάν και πώς τελείωσε η Μεταπολίτευση, στη συζήτηση θα χρειαστεί να μπει και η διακυβέρνηση της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Κυρίως θα χρειαστεί να εκτιμηθεί, σε σχέση με το τέλος ή όχι της Μεταπολίτευσης, το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου του 2023. Εκεί, ιστορικά μιλώντας ανιχνεύεται ίσως μια «επανάληψη». Εάν πούμε (ίσως αυθαίρετα) ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 είχε αναλογίες με την ισχυροποίηση του ΕΑΜ εντός της κατοχικής κρίσης, τότε η ήττα του 2019 σήμαινε ότι η διακυβέρνηση της Αριστεράς δεν έπεισε ότι μπορούσε να εξασφαλίσει και την περίοδο της κανονικότητας. Η τετραετία 2019-2023 της Νέας Δημοκρατίας και ιδιαίτερα η προεκλογική λογική του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει των εκλογών του 2023, θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την αποχή του ΕΑΜ από τις εκλογές του 1946. Δηλαδή με την αυτοπεποίθηση μιας παράταξης, που πιστεύει ότι δεν της χρειάζεται η προσπάθεια ή ότι τελικά είναι ανώτερη για να εκτεθεί σε έναν πολιτικό στίβο, κοινό με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Σαν να λειτουργεί δηλαδή με τα δικά της πολιτικά εργαλεία και όχι με αυτά της πολιτικής σκηνής.

Η παραπάνω αυθαίρετη ιστορική αντιστοιχία που δεν θα είναι οικεία σε πολλούς, εξηγεί και κάτι ακόμη. Το αποτέλεσμα των εκλογών του 2023 συνδέεται με το τελευταίο όριο της Μεταπολίτευσης και για έναν ακόμη λόγο. Πρόκειται για την ξεκάθαρη πλέον αποϊστορικοποίηση της πολιτικής λειτουργίας και για το τέλος των ιστορικών επιχειρημάτων της πολιτικής σύγκρουσης.

Η κοινωνία δείχνει να έχει αποδεσμευθεί από την Ιστορία. Ωστόσο, όπως η Ιστορία, έτσι και η μακρά Μεταπολίτευση έχει τόσο πολλά να προσφέρει, ως τόπος μελέτης, κυρίως για τις δυνατότητες της κεντρώας λογικής στη σύνθεση των πολιτικών προοπτικών.

Σαν δηλαδή οι νίκες να κερδίζονται στο κέντρο αλλά και από το Κέντρο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή