Γιατί τα πράσινα κόμματα δεν «ανθίζουν» στην Ελλάδα

Γιατί τα πράσινα κόμματα δεν «ανθίζουν» στην Ελλάδα

Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη

6' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η έλλειψη κουλτούρας που αποδίδει αξία στα περιβαλλοντικά ζητήματα, η παρουσία ανταγωνιστικών πολιτικών τάσεων και οι επίμονες εσωτερικές συγκρούσεις αποτελούν τα κύρια προσκόμματα στην εδραίωση των πράσινων κομμάτων στην Ελλάδα ως μιας μετρήσιμης πολιτικής δύναμης, σύμφωνα με γνώστες του χώρου. Η αποτυχία αυτή γίνεται ακόμη πιο εμφατική καθώς την ίδια στιγμή στην Ευρώπη τα οικολογικά κόμματα κερδίζουν έδαφος ενόψει των ταχέως επιδεινούμενων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και του αυξανόμενου βάρους των θεμάτων βιωσιμότητας στην πολιτική και στη δημόσια ατζέντα.

Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου, ο συνδυασμός Οικολόγοι Πράσινοι – Πράσινη Ενότητα έλαβε 21.188 ψήφους, που μεταφράστηκε σε ποσοστό 0,41%. Η συμμαχία Πράσινο & Μωβ, που αποτελούνταν από επτά σχηματισμούς (συμπεριλαμβανομένων του φεντεραλιστικού Βολτ, του Κόμματος Πειρατών, οικοφεμινιστών, υπερασπιστών των δικαιωμάτων των ζώων και άλλων ακτιβιστών), συγκέντρωσε μόλις 15.725 ψήφους, δηλαδή 0,3%.

Η έλλειψη βιομηχανίας

Ως μια μη βιομηχανική χώρα, η Ελλάδα έχει αποφύγει φαινόμενα μη αναστρέψιμης βλάβης στο περιβάλλον που επιδρούν αρνητικά στην ανθρώπινη υγεία, όπως είναι η βιομηχανική ρύπανση ή τα πυρηνικά απόβλητα. Το κοινό δεν έχει αναπτύξει ένα ένστικτο αντίστασης σε τέτοιου είδους ζητήματα επείγοντος χαρακτήρα. Ωστόσο, οι ειδικοί συναινούν πως είναι η δομή του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η πολιτική κουλτούρα της χώρας που έχουν διαδραματίσει τον πιο κρίσιμο ρόλο στην αποτροπή των περιβαλλοντικών κομμάτων να σχηματίσουν μια διακριτή και εκλογικά σημαντική βάση ψηφοφόρων.

«Η αλήθεια είναι ότι ποτέ η ελληνική κοινωνία δεν είχε την οικολογική ευαισθησία που παρουσίαζαν άλλες κοινωνίες στην κεντρική και βόρεια, κυρίως, Ευρώπη», λέει ο Λευτέρης Ιωαννίδης, πρόεδρος του Δικτύου Ελληνικών Πράσινων Πόλεων και υποψήφιος με το Πράσινο & Μωβ τον Ιούνιο, επισημαίνοντας τις διαφορετικές πολιτικές προτεραιότητες και ανάγκες.

«Στην Ελλάδα συχνά περιορίζουμε τον πολιτικό ορίζοντα στο δίπολο Δεξιά και Αριστερά, δυσκολεύοντας αντικειμενικά τη δυνατότητα να αναδειχθεί ένας πολιτικός χώρος που θα προσδιορίζεται έξω από αυτή τη διάσταση», προσθέτει ο κ. Ιωαννίδης, ο οποίος το 2014 έγινε ο πρώτος «πράσινος» δήμαρχος της χώρας, εκπροσωπώντας την Κοζάνη στη Δυτική Μακεδονία, σημαντικό κέντρο εξόρυξης λιγνίτη.

Ο Ιωσήφ Μποτετζάγιας, καθηγητής Περιβαλλοντικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, επίσης εντοπίζει μέρος του προβλήματος στο πολωμένο δικομματικό σύστημα που επικράτησε στη Μεταπολίτευση, «το οποίο άφηνε πολύ μικρό κομμάτι της εκλογικής πίτας διαθέσιμο για οποιοδήποτε άλλο κόμμα».

Επιπλέον, παρατηρεί πως οι Ελληνες οικολόγοι δεν κατάφεραν να πολιτικοποιήσουν και να μονοπωλήσουν τις δύο θεματικές που διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στην επιτυχία των οικολογικών κομμάτων στην Ευρώπη: τα λεγόμενα ελευθεριακά ζητήματα –όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων, οι αστικές/πολιτικές ελευθερίες και ο αντιμιλιταρισμός– καθώς και το ζήτημα της προστασίας του περιβάλλοντος. Αυτά είχαν ήδη υιοθετηθεί από τα κόμματα της νέας Αριστεράς, όπως ο Συνασπισμός, αφήνοντας τους οικολόγους χωρίς κάτι καινούργιο να πουν. Ταυτόχρονα, το θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος πέρασε στον «έλεγχο» των μεγάλων μη κυβερνητικών οργανώσεων που ανέλαβαν δράση στη χώρα από τις αρχές του 1990. Οργανώσεις όπως η Greenpeace και το WWF έχουν διατηρήσει μια κυρίως τεχνοκρατική και απολιτική προσέγγιση. «Ετσι, η προστασία του περιβάλλοντος γινόταν αντιληπτή ως ένα θέμα υπεράνω κομμάτων και ιδεολογιών που θα λυθεί με τεχνικές και τεχνολογικές παρεμβάσεις», εξηγεί ο κ. Μποτετζάγιας. «Οπότε αυτόματα το διακύβευμα του περιβάλλοντος βρισκόταν εκτός πολιτικού και κομματικού ανταγωνισμού».

Η περιστασιακή ενίσχυση των πράσινων κομμάτων εκφράζεται κυρίως ως ψήφος διαμαρτυρίας – τάση που έγινε ιδιαίτερα εμφανής στο απόγειο της οικονομικής κρίσης. Στις εκλογές του Μαΐου 2012, οι Οικολόγοι Πράσινοι πέτυχαν την καλύτερη επίδοσή τους μέχρι σήμερα, συγκεντρώνοντας 2,93% των ψήφων, λίγο κάτω από το όριο εισόδου στη Βουλή. Τέτοιου τύπου εκλογική συμπεριφορά, τονίζει ο κ. Μποτετζάγιας, «προφανώς δεν έχει ούτε συνέχεια ούτε σταθερότητα στον χρόνο».

Ο παράγοντας οικονομία

Σε μια χώρα που και φέτος καίγεται λόγω (και) της κλιματικής αλλαγής, παραμένουν μη μετρήσιμη πολιτική δύναμη.

Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική κρίση δεν ευνόησε συνολικά την πράσινη ατζέντα. «Οι πολίτες, υπό το βάρος της οικονομικής δυσπραγίας, αναζήτησαν εύκολες λύσεις χωρίς να βλέπουν το μακροπρόθεσμο πλαίσιο», λέει ο Μιχάλης Μπάκας, μέλος των Οικολόγων Πράσινων και πρώην περιφερειακός σύμβουλος Βορείου Αιγαίου.

Για τον κ. Ιωαννίδη, η ρευστότητα που διαμορφώθηκε στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον κατά την περίοδο των μνημονίων δεν επέφερε απλώς αναδίπλωση στα περιβαλλοντικά ζητήματα, αλλά επιπλέον παρέσυρε τους πράσινους σε μια πολιτική ατζέντα που απέκλινε από τις θεμελιώδεις οικολογικές αρχές τους. «Ως συνέπεια, χάθηκε μεγάλο μέρος του εκλογικού ακροατηρίου».

Οι Οικολόγοι Πράσινοι συνεργάστηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ σε αμφότερες τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 κατά τις οποίες επικράτησε το αριστερό κόμμα. Στη διάρκεια της θητείας της, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ υπερψήφισε τη σύμβαση για την έρευνα και την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο Ιόνιο. Παρ’ όλα αυτά, οι πράσινοι συνεργάστηκαν ξανά με τον ΣΥΡΙΖΑ το 2019, αυτή τη φορά χωρίς επιτυχία. Ο Ηλίας Παπαθεοδώρου, ο οποίος συμμετείχε ως υποψήφιος με το Πράσινο & Μωβ στις τελευταίες εκλογές, συμφωνεί πως η σύμπραξη με τον ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε σημαντική πολιτική ζημιά στους πράσινους. «Ο πράσινος χώρος πρόδωσε την πολιτική αυτονομία του και ασπάστηκε υπερβολικά τον πολιτικό λόγο της διαμαρτυρίας», λέει ο κ. Παπαθεοδώρου, πρώην οργανωτικός γραμματέας των Οικολόγων Πράσινων. «Οι ψηφοφόροι δεν ανταποκρίθηκαν. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη αποτυχία».

Στις ευρωεκλογές του 2009, οι Οικολόγοι Πράσινοι εξασφάλισαν το 3,49% των ψήφων, εκλέγοντας έναν ευρωβουλευτή. Μέχρι τις ευρωεκλογές του 2019, το μερίδιό τους είχε συρρικνωθεί στο 0,87%. Η πίεση από τα απογοητευτικά εκλογικά αποτελέσματα ενθάρρυνε περαιτέρω αυτό που ο κ. Ιωαννίδης συμπυκνώνει ως «φατριασμός, προσωπικές αντιπαραθέσεις χωρίς πολιτικό περιεχόμενο και, εντέλει, απαξίωση του χώρου».

Τον Δεκέμβριο του 2022, οι Οικολόγοι Πράσινοι αρχικά συμφώνησαν να ενταχθούν στη συμμαχία Πράσινο & Μωβ. Λίγο αργότερα αποσύρθηκαν εν μέσω εσωτερικών συγκρούσεων για την ηγεσία.

Τα κόμματα εξουσίας

Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο δύσκολα καθώς τα κόμματα εξουσίας φρόντισαν σταδιακά να ενσωματώσουν προτάγματα της πολιτικής οικολογίας στο πρόγραμμά τους. «Στα μάτια των εκλογέων», λέει ο κ. Μποτετζάγιας, «όλοι νοιάζονται για το περιβάλλον». Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν πως η μετακίνηση είναι προσχηματική. «Τα λεγόμενα mainstream κόμματα έχουν κάνει μια πολιτική μετατόπιση προς την οικολογία, και αυτό αποδεικνύει την ορθότητα των προτάσεών μας, εντούτοις ακόμη πιο συχνά κάνουν εκπτώσεις για λόγους πολιτικούς ή και πελατειακούς», λέει ο κ. Ιωαννίδης, αναφέροντας ως παράδειγμα την περίπτωση των εξορύξεων, «τις οποίες ακόμη και σήμερα τα περισσότερα κόμματα αρνούνται να τις αποκηρύξουν με σαφήνεια ή το έχουν κάνει με μεγάλη καθυστέρηση. Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η οικολογική διάσταση θα πρέπει να ενσωματώνεται σε κάθε πολιτική και όχι να είναι μια επιμέρους πολιτική».

Ο κίνδυνος

«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από την απουσία των οικολογικών κομμάτων στη Βουλή είναι το “πράσινο ξέπλυμα” (greenwashing)», λέει ο κ. Παπαθεοδώρου, επικρίνοντας την επικρατούσα πολιτική για την κλιματική αλλαγή, τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τη βιώσιμη γεωργία. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν επανειλημμένως ασκήσει έντονη κριτική στις πολιτικές της κεντροδεξιάς κυβέρνησης για το περιβάλλον, υποδεικνύοντας την ανεπάρκειά της στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη μη τήρηση των δεσμεύσεών της έναντι του περιβαλλοντικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σύμφωνα με στοιχεία του WWF, η Ελλάδα είναι δεύτερη σε συνολικό αριθμό ανοιχτών υποθέσεων παράβασης και πρώτη σε συνεχόμενες παραβιάσεις αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μελέτες δείχνουν ότι η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση πράσινων κομμάτων κάνει πιο πιθανή την εφαρμογή περιβαλλοντικά φιλικών και κοινωνικά επωφελών πολιτικών. Ωστόσο, ενώ στην Ελλάδα οι πράσινοι πολιτικοί δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν έστω και μία έδρα, πράσινα κόμματα συμμετέχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας σε έξι χώρες της Ε.Ε.: Αυστρία, Βέλγιο, Φινλανδία, Γερμανία, Ιρλανδία και Λουξεμβούργο.

Το πρόβλημα

Χωρίς να υποτιμούν τον αντίκτυπο των καταστροφικών πυρκαγιών στο μυαλό των ψηφοφόρων, οι περισσότεροι αναλυτές που ερωτήθηκαν γι’ αυτό το άρθρο συμφωνούν ότι οι πράσινοι δεν θα καταφέρουν να κερδίσουν έδαφος εάν δεν δώσουν προτεραιότητα στην αποκατάσταση της πολιτικής αυτονομίας τους. «Στην Ελλάδα, ο χώρος έχει εγκλωβιστεί στη λογική του “καρπουζιού”», σημειώνει ο κ. Παπαθεοδώρου, υποδηλώνοντας πως έχει πράσινο περίβλημα, αλλά παραμένει κόκκινος ιδεολογικά στο εσωτερικό του. Επιμένει πως το πράσινο κίνημα έχει επιτύχει εκεί όπου διατήρησε την αυτονομία του και έπεισε τους πολίτες, ειδικά τους νέους, ότι προσφέρει καινοτόμες λύσεις σε επείγοντα κοινωνικά ζητήματα, όπως η ανεργία, η βιώσιμη οικονομία, η διαφάνεια, η κοινωνική συνοχή και η συλλογική ευημερία. Μια τέτοια μετάλλαξη, παραδέχεται ο κ. Ιωαννίδης, «δεν θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη». Μια μερική ανανέωση, ωστόσο, θα ήταν μια καλή αρχή. «Επιβάλλεται να εμφανιστούν νέα πρόσωπα με νέες ιδέες που θα αποκαταστήσουν την αξιοπιστία του χώρου», τονίζει. «Και θεωρώ επιβεβλημένο, ιστορικά στελέχη που έχουν ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με την αποτυχημένη διαχείριση του πράσινου χώρου να εγκαταλείψουν την ιδιοκτησιακή αντίληψη που συχνά τους διακρίνει».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή