Αρθρο Κ. Φέδερστοουν στην «Κ»: Πρέπει να χάσει η Αριστερά;

Αρθρο Κ. Φέδερστοουν στην «Κ»: Πρέπει να χάσει η Αριστερά;

Ενα ανοικτό εκλογικό σύστημα είναι εγγενώς απρόβλεπτο. Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα συναρπαστικό τηλεοπτικό ριάλιτι σόου που έχει προσελκύσει τον κόσμο

4' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι δημοκρατίες ευδοκιμούν μέσα από την αντιπολίτευση – αυτό είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους. Πριν από σαράντα χρόνια, ένας ανώτατος Βρετανός υπουργός, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, δήλωσε ότι θεωρούσε κακές τις συντριπτικές πλειοψηφίες, διότι, στο σύνολό τους, δεν δημιουργούσαν «επιτυχημένες κυβερνήσεις». Η Μάργκαρετ Θάτσερ –η οποία δεν φημιζόταν για την ανοχή της στις διαφορετικές απόψεις– τον απέπεμψε αμέσως επειδή έλεγε ανοησίες.

Η σαρωτική νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη τον περασμένο Ιούνιο έδειχνε πως ο ίδιος και η κυβέρνησή του θα ήταν ανίκητοι. Ηταν ένα ιστορικό σημείο καμπής. Στο πλαίσιο της σημαντικής οικονομικής προόδου της Ελλάδας, ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε άσχημα ένα κακό φύλλο. Ακόμη και αν το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας δεν έφτασε ακριβώς στα υψηλότερα επίπεδα, εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε. Ο πρωθυπουργός θα γινόταν κυρίαρχος του παιχνιδιού.

Ωστόσο, τα τρομερά γεγονότα του καλοκαιριού έδειξαν ότι οι κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως του μεγέθους της πλειοψηφίας τους, αντιμετωπίζουν ρίσκα. Μια κυβέρνηση που εξελέγη για τον ρεαλισμό και την ικανότητά της, δέχτηκε επιθέσεις για τις αποτυχίες του «εκτελεστικού κράτους». Ανεξάρτητα από το αν αυτές οι επικρίσεις είναι βάσιμες ή όχι, το πολιτικό κλίμα έχει αλλάξει, τουλάχιστον προς το παρόν. Το περασμένο Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Μητσοτάκης χρειάστηκε να υπερασπιστεί τη φήμη του.

Τον Μάιο και τον Ιούνιο, ένας αριθμός ψηφοφόρων επέστρεψε στο ΠΑΣΟΚ. Ομως, αυτό παραμένει το μικρότερο κόμμα της Κεντροαριστεράς. Σήμερα το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην εκλογή ηγεσίας στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ: στην επιλογή μεταξύ της Εφης Αχτσιόγλου και του Στέφανου Κασσελάκη. Τόσο οι ίδιοι όσο και οι ηττημένοι αντίπαλοί τους έχουν σηματοδοτήσει διαφορετικές στρατηγικές για το κόμμα προκειμένου να ανακτήσει τη στήριξή του.

Μπορούν να τα καταφέρουν; Ας δούμε τι μας δείχνει η ευρύτερη ευρωπαϊκή εικόνα. Πρώτον, την περασμένη εβδομάδα συμμετείχαν σχεδόν 150.000 ψηφοφόροι στις εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ και από αυτούς οι 40.000 ήταν νέα «μέλη». Το σύστημα διεξαγωγής της ψηφοφορίας υπερφορτώθηκε. Αναλογικά, σε σύγκριση με τον αριθμό των ψηφοφόρων στις εκλογές για την ηγεσία των κομμάτων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η συμμετοχή αυτή είναι μεγάλη και εντυπωσιακή.

Η ίδια η διαδικασία εκλογής προέδρου προκαλεί ενδιαφέρον. Ενα ανοικτό εκλογικό σύστημα είναι εγγενώς απρόβλεπτο. Είναι σαν το επιχειρηματικό μοντέλο της ΕasyJet εφαρμοσμένο στην πολιτική: ένα σύστημα εισόδου χωρίς «ταλαιπωρίες», χωρίς «έξτρα». Το ποιοι είναι οι «επιβάτες» που θα συμμετάσχουν δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων. Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι μη αναμενόμενα: ένα παραδοσιακό κομματικό σύστημα επιλογής μπορεί να παράγει έναν θιασώτη των μέσων ενημέρωσης –τον Τόνι Μπλερ– ενώ μια ανοικτή διαδικασία μπορεί να αναδείξει έναν αφοσιωμένο στην ιδεολογία – τον Τζέρεμι Κόρμπιν. Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα συναρπαστικό τηλεοπτικό ριάλιτι σόου που έχει προσελκύσει τον κόσμο.

Δεύτερον, σχεδόν όλες οι χώρες της Ε.Ε. έχουν έναν πολιτικό ανταγωνισμό που περιστρέφεται γύρω από την «Αριστερά» και τη «Δεξιά». Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι η πολιτική συγκυρία απομακρύνεται αμείλικτα από την Αριστερά. Σε όλη την Ευρώπη, το σημερινό ιδεολογικό κλίμα είναι πιο σύνθετο. Μετά το 2008, η «επεκτατική λιτότητα» των νεοκλασικών οικονομικών, την οποία υποστήριξαν ο καθηγητής Αλμπέρτο Αλεσίνα (Χάρβαρντ) και άλλοι, ήταν το κυρίαρχο ρεύμα: οι περικοπές των κρατικών δαπανών θα ενίσχυαν την εμπιστοσύνη της αγοράς και θα οδηγούσαν σε επενδύσεις και ανάπτυξη. Ωστόσο, η απάντηση της Ε.Ε. στις υφεσιακές επιπτώσεις της πανδημίας της COVID ακολούθησε ένα πολύ διαφορετικό οικονομικό μοντέλο: ακόμη και η καγκελάριος Μέρκελ αποδέχτηκε την ανάγκη για δημόσιο χρήμα προκειμένου να τονωθεί η ανάπτυξη. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, παρέχει εντυπωσιακές ενισχύσεις άνω των 720 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Και για τις μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος –κλιματική αλλαγή, προστασία του περιβάλλοντος, ενεργειακή ασφάλεια, αντιμετώπιση της δημογραφικής αλλαγής καθώς οι κοινωνίες γερνούν, καλύτερες υπηρεσίες υγείας κ.λπ.– η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη επιθυμεί οι κυβερνήσεις να κάνουν περισσότερα και όχι λιγότερα. Οι αντιλήψεις έχουν προχωρήσει και οι προσδοκίες των ψηφοφόρων είναι διαφορετικές. Στην Ελλάδα, υπάρχει μια φυσική βάση υποστήριξης μιας ενεργής κυβέρνησης που θα κατευθύνει την εθνική ανάπτυξη – όλες οι κυβερνήσεις από τον Καραμανλή τη δεκαετία του 1950 έχουν προσπαθήσει γι’ αυτό – ενώ οι νεοφιλελεύθερες ιδέες δεν ρίζωσαν ποτέ, όπως διαπίστωσε ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού.

Τρίτον, η κυβέρνηση παραμένει δυνητικά ευάλωτη. Εχει υποβαθμίσει τον παράγοντα ιδεολογία: η απήχησή της, πιο πολύ, έγκειται στο ότι «θα φέρει αποτελέσματα». Αλλά για ποιον; Το πώς και πότε τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης μοιράζονται στον πληθυσμό είναι ερωτήματα που αφήνουν χώρο για πολιτική αμφισβήτηση σχετικά με τις αξίες και τις προτεραιότητες. Σήμερα, υπάρχουν πολλοί Ελληνες που αισθάνονται ότι δεν συμμετέχουν στην ανάκαμψη ή/και αισθάνονται επισφαλείς στην αγορά εργασίας.

Τέταρτον, όπως δείχνουν τα γεγονότα του καλοκαιριού, η προσφυγή στη βάση της διαχειριστικής επάρκειας θέτει μια κυβέρνηση υπό σοβαρή πίεση όταν τα πράγματα πάνε στραβά. Καμία κυβέρνηση, όποια και αν είναι η πλειοψηφία της, δεν μπορεί να ελέγξει τα «γεγονότα»: το απροσδόκητο μπορεί να αποσταθεροποιήσει μια κυβέρνηση, κάτι που το κατάλαβαν πολλές από αυτές.

Πέμπτον, η παραμονή του Μητσοτάκη στην εξουσία μετά δύο πλήρεις θητείες μπορεί από μόνη της να αποτελέσει πρόβλημα. Μέχρι το 2027, οι ψηφοφόροι μπορεί να είναι έτοιμοι για ένα νέο πρόσωπο που θα ηγηθεί της χώρας. Μια συνεχόμενη τρίτη θητεία στην εξουσία θα ήταν πρωτόγνωρη στην Ελλάδα μετά το 1974 και μοναδική στην Ευρώπη.

Ετσι, ακόμη και πριν συνυπολογίσουμε στην εξίσωση το ποιον θα επιλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ ως ηγέτη του, υπάρχουν τουλάχιστον πέντε δομικοί λόγοι για τους οποίους η Αριστερά στην Ελλάδα δεν είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Και αυτός είναι ένας ισολογισμός που είναι καλός για τη δημοκρατία: οι πιο πολλοί θα συμφωνούσαν ότι η Ελλάδα σήμερα θα ωφελούνταν από μια αποτελεσματική αντιπολίτευση.

Ο Κέβιν Φέδερστοουν είναι καθηγητής και διευθυντής του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του LSE.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή