Αρθρο του Ε. Βαρδουλάκη στην «Κ»: Μπορεί το ΠΑΣΟΚ;

Αρθρο του Ε. Βαρδουλάκη στην «Κ»: Μπορεί το ΠΑΣΟΚ;

Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να εκμεταλλευτεί την περιδίνηση στην οποία έχει εισέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ και να πάρει το πάνω χέρι στον χώρο της αντιπολίτευσης; Στην παρούσα συγκυρία κάτι τέτοιο ασφαλώς μοιάζει εφικτό

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να εκμεταλλευτεί την περιδίνηση στην οποία έχει εισέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ και να πάρει το πάνω χέρι στον χώρο της αντιπολίτευσης;

Στην παρούσα συγκυρία κάτι τέτοιο ασφαλώς μοιάζει εφικτό. Για να είναι ωστόσο στέρεο και όχι συγκυριακό, πρέπει να συντρέξουν κάποιες προϋποθέσεις. Να αναλυθεί σωστά το πολιτικό τοπίο, καθώς το κενό που δημιουργεί η καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τόσο κενό της Κεντροαριστεράς, όσο κενό αντιπολίτευσης. Κυρίως όμως, να εντοπιστούν οι ψηφοφόροι που θα διαμορφώσουν τους συσχετισμούς όχι μόνο στον χώρο της αντιπολίτευσης, αλλά και ευρύτερα. Κάτι καθόλου εύκολο, την περίοδο που οι «φούσκες» των σόσιαλ μίντια συχνά λειτουργούν παραπειστικά.

Μέχρι σήμερα, κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ μοιάζουν να πιστεύουν ότι επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην κατάσταση που είναι, το να καταγγέλλουν τη Ν.Δ. με ένταση αρκεί για να γίνουν εκείνοι ο βασικός εκφραστής του αντικυβερνητικού ρεύματος. Ενώ κάποιοι άλλοι μοιάζουν να θεωρούν ότι, με τα σημερινά ποσοστά ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ, κανένα κόμμα δεν μπορεί να κάνει κάτι μόνο του, άρα κάποιου είδους συνεργασία τους αποτελεί μονόδρομο, επισημαίνοντας (δημοσίως ή μη) την ανάγκη για πρωτοβουλίες σύγκλισης των δύο χώρων.

Παρά το ότι και οι δύο προσεγγίσεις έχουν λογικοφανή στοιχεία, αποτελούν «εύκολες», πλην όμως προβληματικές, αναλύσεις.

Η πρώτη προσέγγιση επαναλαμβάνει το κεντρικό στρατηγικό σφάλμα του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2019-23 που οδήγησε στην εκλογική του καταβαράθρωση. Την υιοθέτηση ρητορικής και συμπεριφορών υψηλής έντασης, αναντίστοιχων με το κλίμα της εποχής. Είναι απορίας άξιο πώς κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ μοιάζουν να πιστεύουν ότι η συγκεκριμένη στρατηγική που δεν απέδωσε στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ –ενός κόμματος που στο παρελθόν γιγαντώθηκε μέσα από τέτοιες πρακτικές– μπορεί να αποδώσει για λογαριασμό τους. Σε μια κοινωνία που έχει αλλάξει και με το ΠΑΣΟΚ να θεωρείται πιο θεσμικό κόμμα, πιο συστημικό κόμμα, με (δυνητικούς) ψηφοφόρους που έχουν συγκεκριμένα κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά και οι οποίοι εμφανίζουν βαθμό σύμπτωσης με πολλές κυβερνητικές θέσεις που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Η δε δεύτερη προσέγγιση, της αναζήτησης κοινού βηματισμού του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ, λειτουργεί περιοριστικά και είναι στρατηγικά λανθασμένη. Κατ’ αρχάς ακυρώνει ένα βασικό πλεονέκτημα του ΠΑΣΟΚ, τη δυνατότητα να διευρύνει την απήχησή του και προς τις δύο κατευθύνσεις, λόγω της θέσης του στο πολιτικό μας σκηνικό. Κυρίως όμως λειτουργεί ως «τεχνητή αναπνοή» για τον ΣΥΡΙΖΑ, σε μια περίοδο που ο προβληματισμός για τις προοπτικές του κόμματος λειτουργεί διαλυτικά για τον κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Το κενό που δημιουργεί η καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τόσο κενό της Κεντροαριστεράς, όσο κενό αντιπολίτευσης.

Η επαναφορά του ΠΑΣΟΚ σε πρωταγωνιστικό ρόλο δεν περνά μέσα από τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μέσα από την περαιτέρω απαξίωση και αποδυνάμωσή του, ώστε να γίνει εκείνο ο βασικός αντιπολιτευτικός πόλος. Ακόμα και αν οι δύο χώροι κληθούν μελλοντικά να συνεργαστούν, θα πρέπει ενδιαμέσως το ΠΑΣΟΚ να έχει επιδιώξει να πάρει εκείνο το πάνω χέρι.

Στο ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει όμως να παραβλέπουν ότι η εκλογική δεξαμενή της Κεντροαριστεράς έχει ήδη σημαντικές διαρροές προς τη Ν.Δ. λόγω της απήχησης του κ. Μητσοτάκη στον χώρο αυτό. Οι ψηφοφόροι αυτοί θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη Ν.Δ., αν φυσικά απογοητευτούν από την πολιτική της, αλλά όχι με λογικές «αντιδεξιών μετώπων» τα οποία έχουν εμπράκτως υπερβεί. Αν το ΠΑΣΟΚ δεν απευθυνθεί και σε αυτό το ακροατήριο, το οποίο ο κ. Μητσοτάκης προσέχει ως «κόρη οφθαλμού», η κυριαρχία της Ν.Δ. στον ενδιάμεσο χώρο δεν θα απειληθεί εύκολα.

Αν κάτι έδειξαν οι τελευταίες εκλογές, είναι ότι δεν υπάρχουν γραμμικές μετακινήσεις ψηφοφόρων, όπως δεν υπάρχουν και «αθροίσματα» πολιτικών χώρων.

Οι προβληματισμοί για την Κεντροαριστερά, την «προοδευτική παράταξη» κ.λπ. εύλογα απασχολούν στελέχη ή διανοουμένους του χώρου, μικρή βαρύτητα έχουν όμως για τους ψηφοφόρους χαμηλής πολιτικοποίησης που είναι κυρίως εκείνοι που κρίνουν τις εκλογές. Και των οποίων τα εκλογικά κριτήρια υπερβαίνουν τον παραδοσιακό πολιτικό άξονα.

Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ωφέλησε τα όμορα κόμματά του, στον βαθμό τουλάχιστον που μια γραμμική ανάλυση θα προεξοφλούσε. Οπως αντίστοιχα η άνοδος της Ν.Δ. δεν απέκλεισε την άνοδο κομμάτων στα (ακρο)δεξιά του πολιτικού φάσματος. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ένα κόμμα με τα χαρακτηριστικά του ΠΑΣΟΚ μπορεί να αλιεύει ψήφους από ευρύτερα κοινά, συνεπώς το τελευταίο που θα πρέπει να κάνει είναι να πολιτεύεται με όρους που περιορίζουν την απήχησή του.

Μιλώντας για «απουσία αντιπολίτευσης» γίνεται συχνά ένα λάθος. Επισημαίνεται κυρίως η ανάγκη άσκησης θεσμικού ελέγχου της κυβέρνησης και λιγότερο η ανάγκη διατύπωσης (πειστικής) εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Η πολιτική επαναφορά του ΠΑΣΟΚ συνδέεται κυρίως με την ενίσχυση αυτής της παραμέτρου. Την ενίσχυση της κυβερνησιμότητάς του. Αν αυτό το πετύχει, η συσπείρωση, εν συνεχεία, των ευρύτερων αντιπολιτευτικών δυνάμεων ή ψηφοφόρων γύρω του θα είναι ευκολότερη, όπως συνέβη και στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές. Αν όχι, θα έχει περιορίσει την εμβέλειά του σε μια λίμνη που δεν μπορεί να θρέψει πολλά ψάρια.

Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή