Άρθρο Νίκου Αλιβιζάτου στην «Κ»: Θα αυξήσει η επιστολική ψήφος τη συμμετοχή;

Άρθρο Νίκου Αλιβιζάτου στην «Κ»: Θα αυξήσει η επιστολική ψήφος τη συμμετοχή;

Είκοσι δύο χρόνια μετά την «είσοδό» της στο Σύνταγμα, το 2001, ήταν καιρός να νομοθετηθεί και η επιστολική ψήφος. Μαζί με την κατοχύρωση και της ψήφου των αποδήμων, χωρίς ανούσιες και αντισυνταγματικές προϋποθέσεις, είναι δίχως άλλο ένα μεγάλο βήμα μπροστά

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είκοσι δύο χρόνια μετά την «είσοδό» της στο Σύνταγμα, το 2001, ήταν καιρός να νομοθετηθεί και η επιστολική ψήφος. Μαζί με την κατοχύρωση και της ψήφου των αποδήμων, χωρίς ανούσιες και αντισυνταγματικές προϋποθέσεις, είναι δίχως άλλο ένα μεγάλο βήμα μπροστά.

Δεν συμμερίζομαι, ωστόσο, τους ανιστόρητους διθυράμβους διαφόρων σχολιαστών, ότι τάχα είναι ένας σταθμός ανάλογος με την καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας ή την κατάργηση του σφαιριδίου στη χώρα μας. Οταν εισαγάγαμε την πρώτη, το 1844, ήμασταν η μόνη χώρα στην Ευρώπη που τολμήσαμε αυτό το ριψοκίνδυνο άλμα. Οσο για το σφαιρίδιο, η αντικατάστασή του από το ψηφοδέλτιο και την απλή αναλογική το 1926, κάθε άλλο παρά διόρθωσε τα κακώς κείμενα του πολιτικού μας συστήματος στον Μεσοπόλεμο. Λίγη αυτοσυγκράτηση, συνεπώς, στους φιλοκυβερνητικούς επαίνους δεν θα έβλαπτε.

Γιατί, όσο θετικό βήμα και αν αποτελεί, η επιστολική ψήφος, ακόμη και αν εφαρμοστεί στην πράξη χωρίς προβλήματα –όπως θέλω να πιστεύω ότι θα γίνει, εφόσον την τελική ευθύνη θα φέρει ο καλύτερος τεχνοκράτης που διαθέτουμε γι’ αυτό το θέμα, ο Θεόδωρος Λιβάνιος– δεν είναι η πανάκεια που θα διαλύσει από τη μια στιγμή στην άλλη τη μελαγχολία που πλήττει τη δημοκρατία μας, πενήντα χρόνια μετά την αποκατάστασή της. Και το κυριότερο, δεν θα μειώσει από μόνη της την αποχή.

Το 2020, λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές που έφεραν στην εξουσία τον Τζο Μπάιντεν, η έγκριτη Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών δημοσίευσε με τίτλο «Οur Common Purpose» («Η κοινή μας στόχευση») και υπότιτλο «Reinventing American Democracy for the 21st Century» («Επανεφευρίσκοντας την Αμερικανική Δημοκρατία για τον 21ο αιώνα»), μια φιλόδοξη έκθεση, με πολύ συγκεκριμένες προτάσεις για τη διεύρυνση και τον εκσυγχρονισμό της υπερατλαντικής δημοκρατίας (www.amacad.org/ ourcommonpurpose). Στην ενότητα «Για την ενδυνάμωση του ψηφοφόρου» δεν γίνεται καν μνεία της επιστολικής ψήφου –η οποία, ούτως ή άλλως, ισχύει από παλιά σε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ και μάλιστα, σε μερικές, όπως η Καλιφόρνια, το Κολοράντο, η Νεβάδα και άλλες, ως μοναδικός τρόπος ψηφοφορίας!–, αλλά στον πολλαπλασιασμό των εκλογικών τμημάτων και την «early voting», δηλαδή τη δυνατότητα να ψηφίζει κανείς πριν από την ημέρα των εκλογών, με αυτοπρόσωπη προσέλευση σε ειδικά εκλογικά τμήματα. Ηταν ένα μέτρο που εφαρμόστηκε ευρύτατα επί πανδημίας, για να αποφευχθούν οι συνωστισμοί στα εκλογικά τμήματα, το οποίο απέδωσε χειροπιαστά αποτελέσματα (άλλα μέτρα που προτείνει η ίδια έκθεση είναι η συστηματική διοργάνωση δημόσιων ακροάσεων εκλεγμένων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, η ενίσχυση του εθελοντισμού και η εκμετάλλευση των κοινωνικών δικτύων για κοινωφελείς δράσεις).

Παρόμοια συμπεράσματα για την περιορισμένη επίδραση της επιστολικής ψήφου πάνω στη συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές βγαίνουν και από άλλες χώρες, όπου, αν και το μέτρο έχει εισαχθεί από χρόνια, η αποχή παραμένει υψηλή. Στη Γαλλία, εξάλλου, η επιστολική ψήφος έχει καταργηθεί από το 1975 υπέρ ενός άλλου τρόπου ψηφοφορίας, της «κατ’ εξουσιοδότηση» («vote par procuration»), ο οποίος, σημειωτέον, είναι εντελώς ξένος προς τα δικά μας εκλογικά ήθη και δεν τίθεται θέμα μεταφύτευσής του.

Δεν είναι η πανάκεια που θα διαλύσει από τη μια στιγμή στην άλλη τη μελαγχολία που πλήττει τη δημοκρατία μας. Και το κυριότερο, δεν θα μειώσει από μόνη της την αποχή.

Σ’ εμάς, δίχως άλλο, η επιστολική ψήφος θα λειτουργήσει ευεργετικά όχι μόνο για τους ανήμπορους και τους ηλικιωμένους, αλλά προπαντός για τους απόδημους που δεν θα χρειαστεί να μετακινηθούν πολλά χιλιόμετρα για να ψηφίσουν στο πλησιέστερο εκλογικό κέντρο (συνήθως προξενείο), όπως προβλέπει για τις βουλευτικές εκλογές η ισχύουσα νομοθεσία. Η ευκολία είναι επίσης μεγάλη για τους ετεροδημότες αν και, ειδικά γι’ αυτούς, διατηρώ μια επιφύλαξη αφού, με τον περιορισμό των μετακινήσεών τους, η ημέρα των εκλογών, στην κωμόπολη και το χωριό, θα χάσει τελείως τον γιορτινό χαρακτήρα που είχε άλλοτε. Και μόνο γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, δεν μπορεί κανείς παρά να υποστηρίξει την κυβερνητική πρωτοβουλία και απορώ πώς ορισμένοι –και στο ένα και στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος– δεν το αντιλαμβάνονται.

Aλλο αυτό, ωστόσο, και άλλο το να θεωρήσει κανείς ότι η επιστολική ψήφος είναι το γιατρικό για όλες τις ασθένειες. Κάθε χώρα έχει προφανώς τις δικές της ιδιαιτερότητες, που είναι απόρροια διαφορετικών συνταγματικών παραδόσεων και τις οποίες κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Σε μας, αν υπάρχει ένας θεσμός συνυφασμένος με τον χαρακτήρα του λαού μας και τη σχέση του με την πολιτική, αυτός είναι οι εκλογές. Ακόμη και αν παραβλέψει κανείς τις τέσσερις αναμετρήσεις της επαναστατικής περιόδου (1821-1829) –η εγγύτερη μελέτη των οποίων επιφυλάσσει, όπως πιστεύω, μεγάλες εκπλήξεις–, από το 1843, όταν εκλέχθηκε η Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου, έως τον περασμένο Ιούνιο έχουν διεξαχθεί 69 εκλογές, από τις οποίες οι «μη γνήσιες» –είτε λόγω βίας και νοθείας (κυρίως τον 19ο αιώνα), είτε λόγω αποχής της αντιπολίτευσης (στον 20ό)– δεν ξεπερνούν τις 14. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, το αποτέλεσμα καμιάς από τις είκοσι εκλογές της Μεταπολίτευσης, ακόμη και των πιο «πολωμένων», όπως του 1989, του 2012 ή του 2015, δεν αμφισβητήθηκε.

Πρόκειται για σπουδαίο επίτευγμα, η σημασία του οποίου αναδεικνύεται περισσότερο αν το συγκρίνει κανείς με τις πολύ χειρότερες επιδόσεις άλλων χωρών, ακόμη και από τις θεωρούμενες ως συνταγματικά πολύ «ωριμότερες» στην κλίμακα των «σοβαρών» δημοκρατιών, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, ακόμη και η Γαλλία. Χάρη σε αυτό, οι κρίσιμες πολιτικές εναλλαγές του 1981, του 1990, του 2015 και του 2019 ήταν «βελούδινες».

Ωστόσο, δημοκρατία δεν είναι μόνο εκλογές. Αρκεί να δει κανείς από πιο κοντά πώς λειτουργούν οι λεγόμενες «ανελεύθερες» δημοκρατίες του καιρού μας –ας αναφερθώ μόνο στην Ουγγαρία, για να συνεννοούμαστε– για να αντιληφθεί ότι, χωρίς καθημερινή επιβεβαίωση της νομιμοποίησης των κυβερνώντων, χωρίς αναγνώριση των δικαιωμάτων του ανθρώπου –κυρίως των ευάλωτων και των μειονοτήτων– και χωρίς σεβασμό των θεσμικών αντιβάρων (δικαστήρια, ανεξάρτητες αρχές και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών), το 50%+1 των εδρών στο Κοινοβούλιο δεν αρκεί.

Το γιατρικό, με άλλα λόγια, κάθε ώριμης δημοκρατίας είναι, εκτός από τις γνήσιες εκλογές, με την υψηλότερη δυνατή συμμετοχή –κάτι στο οποίο η επιστολική ψήφος δίχως άλλο συμβάλλει–, ο ζωογόνος εμπλουτισμός που μόνον ελεύθερα άτομα και ανεξάρτητοι θεσμοί μπορούν να προσφέρουν.

*Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή