Οι συνέπειες της Διακήρυξης των Αθηνών

Οι συνέπειες της Διακήρυξης των Αθηνών

Η Διακήρυξη των Αθηνών, που υπεγράφη από τον πρόεδρο της Τουρκίας και τον Ελληνα πρωθυπουργό, είναι ένα πολιτικό κείμενο που δεν δεσμεύει νομικά τα δύο μέρη. Αυτό προκύπτει ρητά στο ίδιο το κείμενό της, που τονίζει στην ακροτελεύτια διάταξή της ότι «αυτή η Διακήρυξη δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία δεσμευτική για τα μέρη […]

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Διακήρυξη των Αθηνών, που υπεγράφη από τον πρόεδρο της Τουρκίας και τον Ελληνα πρωθυπουργό, είναι ένα πολιτικό κείμενο που δεν δεσμεύει νομικά τα δύο μέρη. Αυτό προκύπτει ρητά στο ίδιο το κείμενό της, που τονίζει στην ακροτελεύτια διάταξή της ότι «αυτή η Διακήρυξη δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία δεσμευτική για τα μέρη κατά το Διεθνές Δίκαιο. Καμία πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι παράγει δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα μέρη». Κατά συνέπεια, και εφόσον το Διεθνές Δίκαιο είναι συναινετικό (στηρίζεται δηλαδή στη συναίνεση των μερών), οφείλουμε να δεχθούμε ότι τα δύο μέρη δεν επιθυμούσαν να δεσμευτούν στη βάση του Διεθνούς Δικαίου από μια συμφωνία που να παράγει έννομα αποτελέσματα.

Τι σημαίνει αυτός ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας της Διακήρυξης; Οτι, βασικά, δεν μπορεί ένα από τα μέρη (η Ελλάδα ή η Τουρκία) να επικαλεστεί τις διατάξεις της για να ζητήσει τη συμμόρφωση από το άλλο μέρος ούτε να χρησιμοποιηθεί από ένα μέρος για προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, ως βάση δικαιοδοσίας, σε περίπτωση παραβίασης μιας ή περισσοτέρων διατάξεών της.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι ένα περιττό κείμενο μηδαμινής έννομης σημασίας. Το κείμενο της Διακήρυξης περιέχει μείζονες διατάξεις που αφορούν την οικοδόμηση φιλικών δεσμών ανάμεσα στις δυο χώρες, ανάμεσα στις οποίες διακρίνουμε την υπενθύμιση των θεμελιωδών σκοπών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που είναι η διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και η φιλική συνεργασία μεταξύ των κρατών. Παράλληλα συμφωνούν στην καλλιέργεια φιλικών σχέσεων, αμοιβαίο σεβασμό, ειρηνική συνύπαρξη, κατανόηση και την επίλυση των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα και σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Αυτό το τελευταίο, δηλαδή το Διεθνές Δίκαιο, δείχνει πόσο μακριά βρισκόμαστε από την έναρξη των διαφορών (1974), τότε που η Τουρκία θεωρούσε ότι όλες μας οι διαφορές ήταν πολιτικές και πως η μόνη πρέπουσα επίλυση ήταν η πολιτική λύση. Εκείνη δηλαδή που θα επιβαλλόταν με την ισχύ και όχι με το δίκαιο.

Στη βάση του εκτεταμένου προοιμίου, τα δύο μέρη συμφώνησαν στην έναρξη ενός πολιτικού διαλόγου επισημοποιώντας έτσι τον διάλογο που έχει ήδη εκκινήσει ανάμεσα στους δύο υφυπουργούς των Εξωτερικών για την αντιμετώπιση θεμάτων αμοιβαίου ενδιαφέροντος και τις διερευνητικές διαβουλευτικές συνομιλίες. Στην ουσία, ο πολιτικός διάλογος είναι ο κληρονόμος των διερευνητικών επαφών του παρελθόντος, που αναλαμβάνει το βαρύ έργο της λείανσης των διαφορών σε προκριματικά θέματα, πριν από την έναρξη των επίσημων διαπραγματεύσεων για την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Εδώ θα κριθεί η καλή διάθεση και η πίστη της Τουρκίας στην εξεύρεση λύσης για τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης, αλλά και η ετοιμότητα της Ελλάδας για τον τρόπο που θα ανταποκριθεί στο ζεύγμα ανοιχτή θάλασσα και αβλαβής διέλευση στα στενά τμήματα, στο Αιγαίο. Παράλληλα, όμως, αναβαθμίζεται και ο ρόλος του πολιτικού διαλόγου, γιατί δεν περιορίζεται στις διερευνητικές, αλλά επεκτείνεται και σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Σημαίνει αυτό ότι ο πολιτικός διάλογος παίζει τον ρόλο του κατευνασμού κρίσεων που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την ειρήνη και την καλή γειτονία, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του crisis management; Το ερώτημα θα απαντηθεί στο πεδίο, εάν προκύψει τέτοια ανάγκη.

Το κείμενο που υπεγράφη από Μητσοτάκη και Ερντογάν μπορεί να μην είναι δεσμευτικό, ωστόσο δημιουργεί δεσμεύσεις στα δύο κράτη που δεν μπορεί να αγνοηθούν.

Δεύτερος τρόπος εξουδετέρωσης των κινδύνων αιφνίδιας ανάφλεξης είναι τα προβλεπόμενα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που περιλαμβάνουν μέτρα στον στρατιωτικό τομέα, τα οποία θα συνέβαλαν στην εξάλειψη αδικαιολόγητων πηγών έντασης. Υπήρξε και στο άμεσο παρελθόν ανάλογη πρωτοβουλία με περιορισμένα, δυστυχώς, θετικά αποτελέσματα.

Τέλος, προβλέπεται η θετική ατζέντα, που περιλαμβάνει θέματα χαμηλής πολιτικής, αλλά που ενισχύουν την προσέγγιση των δυο κρατών και που αφορούν τους τομείς της οικονομίας, του τουρισμού, των μεταφορών, της ενέργειας, της γεωργίας, της περιβαλλοντικής προστασίας, της εκπαίδευσης, κ.ά. Στο πλαίσιο αυτής της θετικής ατζέντας υπογράφηκαν διεθνείς συμφωνίες ανάμεσα σε υπουργούς των δυο χωρών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται μια συμφωνία για τη χορήγηση επταήμερης βίζας από την πλευρά της Ελλάδας για την επίσκεψη Τούρκων πολιτών στα ακριτικά νησιά μας, έπειτα και από συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η Διακήρυξη των Αθηνών μπορεί να μην είναι δεσμευτικό κείμενο, ωστόσο δημιουργεί δεσμεύσεις στα δυο κράτη που δεν μπορεί να αγνοηθούν. Φυσικά δεν μπορεί να άρει τo τουρκικό casus belli ούτε να υποχρεώσει την Ελλάδα να συμφωνήσει σε ένα καθεστώς αιγιαλίτιδας μικρότερο των 12 ν.μ. Και είναι κρίμα που ένα τέτοιο κρίσιμο κείμενο δεν επενδύθηκε τη μορφή διεθνούς συμφωνίας. Αλλά ας μην παραπονιόμαστε: εκεί που φθάσαμε έχουμε ήδη μια μείζονα επιτυχία, αν αναλογιστούμε τι συνέβαινε λίγους μήνες πριν και πως το 2020 παραλίγο να είχαμε ένοπλη σύρραξη, που θα μπορούσε να καταλήξει σε μια δυσμενή εξέλιξη και για τις δύο χώρες.

*Ο κ. Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή