Ενα συνταγματικό κείμενο, είτε αφορά στον τρόπο της αναθεώρησής του είτε στην επιτακτικότητα των ρυθμίσεών του, μπορεί να είναι, είτε αυστηρό, να αλλάζει δηλαδή μέσα από σύνθετες ενέργειες –συχνά και αποκαλυπτικές μιας διάχυτης δυσπιστίας ανάμεσα στην κοινωνία και την εξουσία– είτε ήπιο, ώστε ευχερέστερα να τροποποιείται.
Κατά πόσο, όμως, υπάρχει ανάγκη αναθεωρήσεων, αυτό εξαρτάται από το αν οι μεταβολές που συντελούνται σε μια κοινωνία –και που δεν είναι ανεξάρτητες και από τα διεθνώς συμβαινόμενα– απαιτούν πράγματι την εναρμόνιση του συνταγματικού κειμένου προς αυτές. Μπορεί δηλαδή ένα συνταγματικό κείμενο να μην είναι, ούτε τόσο «ένοχο», όσο καταγγέλλεται, ούτε τόσο «παραβιαζόμενο», όσο υποτίθεται. Δεν αποκλείεται, συνεπώς, μια αναθεώρηση, είτε ως εξαγγελία, είτε ως περιεχόμενο, να αποτελεί επικοινωνιακή επιλογή και να λειτουργεί ως διασωστικός μύθος.
Συνεπώς, τότε μόνο δικαιολογείται μια συνταγματική αναθεώρηση, όταν οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις, τόσο τελεολογικά όσο και λειτουργικά, δείχνουν να έχουν κοινωνικοπολιτικά «απονομιμοποιηθεί» (αποδικαιοποιηθεί κατ’ ακρίβεια).
Ας σταθούμε σ’ αυτό με ένα παράδειγμα.
Από πάντα, σχεδόν, τα διακηρυκτικά κείμενα αυτής της πανηγυρικής τάξης (Συντάγματα, Χάρτες, Βασικοί Νόμοι) ιεροποιούντο. Επωφελούντο, όμως, από αυτήν τη συμβολική αυτοπροστασία και διατάξεις ήσσονος διακηρυκτικότητας, οι οποίες, λιγότερο «θρησκειοποιημένες» από άλλες, δεν είχαν λόγο να εφαρμόζονται κατά γράμμα. Και έτσι να παρεμποδίζεται η εναρμόνισή τους προς τις νέες πραγματικότητες.
Οι σύγχρονες κοινωνίες «ζουν» σ’ ένα καθεστώς, του οποίου ο ρυθμός επικαθορίζεται από τεχνολογικές επινοήσεις και ταχύτητες από τις οποίες επηρεάζονται αντιλήψεις, ιεραρχήσεις και προοπτικές. Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη, όλες, κατ’ αρχήν, οι διατάξεις ενός συνταγματικού κειμένου υψηλής ή χαμηλής διακηρυκτικότητας να διαθέτουν εκείνη τη δημιουργική πλαστικότητα που θα τους επιτρέπει να παρακολουθούν τη «ζωντανή ζωή». Σε αυτήν την περίπτωση, μη ούσες ερμηνευτικά αυστηρές, θα μπορούν να υποδέχονται τις αλλαγές.
Ομως μια τέτοια υποδοχή για να είναι «επιχειρησιακή», εξαρτάται και από κάτι άλλο: από το κατά πόσον υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι διαθέτουν την πολιτική ποιότητα, τη γνώση και, σήμερα πια, τον αναγκαίο, όσο γίνεται, διεπιστημονικό τρόπο σκέψης. Αλλά και παιδεία.
Αυτή η υποχρέωση μορφωτικής συμμετρίας ανάμεσα στα πρόσωπα και τα πράγματα διαπιστώνεται ως διεθνές πρόβλημα και αναρτάται κυρίως ως αίτημα ενίσχυσης της εκτελεστικής, αλλά και της κυβερνητικής εξουσίας ειδικότερα. Ενδεικτικά, η ανάγκη ενίσχυσής της απεικονίζεται σε συμπεριφορές αποκλίνουσες από την αρχή της συλλογικότητας ως δημοκρατικής προϋπόθεσης της κυβερνητικής δράσης. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν τα φαινόμενα της πρωθυπουργικοκεντρικότητας (systèmes primo-ministeriels), όπως και οι «υπεξαιρέσεις» νομοθετικής ύλης από κατώτερες προς τις προβλεπόμενες πηγές δικαίου (délocalisations de la loi). Αυτές οι διαπιστώσεις οδηγούν στο διερώτημα για το κατά πόσο σε μια προσεχή αναθεώρηση η εκτελεστική εξουσία δεν θα έπρεπε να εξέλθει συνταγματικά, τυπικά, ενισχυμένη. Επειδή όμως κάθε εξουσία, ακόμα και η πιο δημοκρατική, έχει την τάση –επικαλούμενη αποτελεσματικότητα και επείγον– να «αξιοποιεί» κάθε ευκαιρία για να υποκαθίσταται στη νομοθετική, απαιτείται προσοχή.
Οποιαδήποτε, συνεπώς, διεύρυνση της κυβερνητικής δράσης δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί χωρίς την τήρηση των όρων διασφάλισης του δικαιοδοτικού ελέγχου της συνταγματικότητας και της νομιμότητας των αποφάσεών της. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να εμποδίζεται από διατάξεις χαρακτηριζόμενες ως «θεμελιώδεις».
Η θεμελιώδης διάταξη έχει μια ρητορική ηχηρότητα, η οποία παραπέμπει σε προστασία αξιών, που δεν πρέπει να διακυβευθούν. Ομως οι μόνες αξίες –απεικονιζόμενες σε διάφορες διατάξεις και όχι μόνο στις θεμελιώδεις– και οι οποίες δεν επιτρέπεται να αναθεωρηθούν, είναι οι υπερκείμενες. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως αρχή, το κράτος δικαίου και οι ατομικές ελευθερίες δεν μπορούν, συνεπώς, να περιορισθούν. Αυτές οι αξίες δεν πρέπει να θεωρούνται μόνο ως δυτικά προνόμια. Πρέπει να προστατεύονται αποτελεσματικά και στο πλαίσιο μιας διεθνοποιημένης συνταγματικής τάξης, ώστε να ελέγχεται ο σεβασμός τους και να ενθαρρύνεται η διεκδίκησή τους.
Η διεθνής συνταγματική νομιμότητα έχει ως υπόβαθρο τον ουμανισμό και τον ορθό λόγο, όσο σχετικός και αν είναι αυτός ο τελευταίος. Πρόκειται για τα δύο προτάγματα με τα οποία συγκροτείται, νομίζω, το ηθικοπολιτικό υπερδιατακτικό σύστημα ενός ενιαίου πολιτικού πολιτισμού. Και αυτά δεν μπορούν να αμφισβητούνται.
Στο ερώτημα, συνεπώς, αν ένα συνταγματικό κείμενο πρέπει να αλλάζει εύκολα ή δύσκολα, η απάντηση μπορεί να είναι ότι όλα γίνονται. Για κάποια όμως απαιτείται πολλή περίσκεψη αν θα πρέπει ή όχι να αλλάζουν.
Η ζωή δεν αντέχει τη στάση, αλλά ούτε και την προσβολή των υπερκείμενων αξιών που τη συνοδεύουν.
* Ο κ. Γιάννης Μεταξάς, επίτιμος καθηγητής πανεπιστημίων, είναι τακτικό μέλος της Académie Européenne Interdisciplinaire des Sciences (Fondation de la Maison des Sciences de l’Homme).