Πάνω από εκατό ετών ήταν ο Απόστολος Μαυρογένης όταν πέθανε στο τέλος του 1906. Ηταν ο τελευταίος επιζών αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Είχε γεννηθεί στην Πάρο στα τέλη του 18ου αιώνα και αγωνίστηκε μέχρι το τέλος του πολέμου. Οταν έγιναν τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Κολοκοτρώνη επάνω στο άλογο στο Ναύπλιο το 1901, ο Μαυρογένης ήταν εκεί για να μιλήσει για τον άνθρωπο που αποκαλούσε φίλο του. Οταν γεννήθηκε η Αθήνα ήταν μια ασήμαντη οθωμανική πόλη. Οταν πέθανε ήταν εθνική πρωτεύουσα με λεωφόρους και δρόμους με ονόματα, μια πόλη που συνδεόνταν σιδηροδρομικώς με το νέο λιμάνι του Πειραιά και από εκεί με ατμόπλοια με την Ευρώπη μέσω του Ισθμού. Υπήρχαν πανεπιστήμια και φοιτητές, βιβλιοθήκες και εφημερίδες, θέατρα και οίκοι ανοχής, όλα σε μεγάλο βαθμό άγνωστα την εποχή των Οθωμανών. Ο μετασχηματισμός που πραγματοποιήθηκε από την ανεξαρτησία έφτασε σε κάθε τομέα της ζωής.
Υπό την εξουσία του σουλτάνου, διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας κυβερνούνταν με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Μετά την ανεξαρτησία, η διοίκηση έγινε ενιαία και οι Ελληνες σε ολόκληρο το Βασίλειο κυβερνήθηκαν με ομοιόμορφο τρόπο μέσα από ένα νομαρχιακό σύστημα που δημιουργήθηκε από το κεντρικό κράτος. Η κυβέρνηση για πρώτη φορά έγινε αντικείμενο μαζικής πολιτικής. Είναι αλήθεια ότι στην οθωμανική Πελοπόννησο υπήρχε ένα είδος πολιτικής φατριών όπου συμμετείχαν οι ισχυρές οικογένειες. Αλλά μόνο μετά την επανάσταση, η πολιτική –με κόμματα, Τύπο και ένα σύστημα διακυβέρνησης με δικαιώματα και συντάγματα που προέρχονταν από την Ευρώπη– κυριάρχησε μεταξύ των Ελλήνων.
Η ανεξαρτησία διευκόλυνε επίσης τη σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία. Δεν ήταν τυχαίο ότι μερικοί από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες είχαν συμβάλει στην εξασφάλιση του πρώτου εθνικού δανείου το 1824: το διεθνές χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, η ανάληψη χρέους και ο αγώνας για την πολιτική ελευθερία συνδέονταν στενά. Για πρώτη φορά ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας λειτούργησε μέσα σε ένα νομικό πλαίσιο που προστάτεψε την ιδιωτική περιουσία, επιτρέποντας εκτεταμένες επενδύσεις στη γη, στα ακίνητα και –με πιο αργό ρυθμό– στη βιομηχανία. Παρά την παρουσία της μοναρχίας, η Επανάσταση δημιούργησε μια κοινωνία με στοιχεία εντυπωσιακής ισότητας στην οποία οι πρώην Φαναριώτες πρίγκιπες αποκαλούνταν ως «Κύριοι». Ηταν επίσης, με εξαίρεση τα χρόνια της βαυαρικής αντιβασιλείας, μια κοινωνία εξαιρετικά δημοκρατική και μια νέα ελίτ προήλθε από τους γάμους ανάμεσα στις μεγάλες οικογένειες που κατείχαν γη στον Μοριά με τους Φαναριώτες και τους απογόνους των ηρώων του πολέμου. Υπήρχαν φυσικά νικητές και ηττημένοι. Οι τραπεζίτες τα πήγαν καλά. Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας πέθαναν φτωχοί. Ενώ η Αθήνα μεγάλωσε γρήγορα, η ζωή στην Τριπολιτσά παρέμεινε η ζωή μιας μικρής επαρχιακής πόλης. Η Σύρος και ο Πειραιάς σημείωσαν άνθηση, ενώ η Μάνη και η Υδρα –τα ισχυρά κέντρα της Επανάστασης– εισήλθαν σε εποχή παρακμής.
Διαβάστε επίσης:
• «Σκέψεις πάνω στο 1821» με τον Μαρκ Μαζάουερ
• Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Είστε λαός που ξέρει τι θα πει υπομονή
• Ιστορίες ανθεκτικότητας από το 1821
Οι Ελληνες είχαν δίκιο να θεωρήσουν ότι η εξέγερσή τους ήταν επανάσταση, αφού αυτό που έκαναν ήταν να εξαλείψουν όχι μόνο την εξουσία του οθωμανικού κράτους επάνω στη γη τους, αλλά και μια ολόκληρη φιλοσοφία διακυβέρνησης καθώς και τους θεσμούς που την υποστήριξαν. Το έθνος, ο Χριστιανισμός, ο καπιταλισμός και η συνταγματική εκπροσώπηση ήταν οι λέξεις-κλειδιά αυτής της νέας τάξης που πλέον δεν αντλούσε νομιμοποίηση από τις δυναστείες. Η θεμελιώδης αρχή, όπως έγραψε το 1862 ο Λόρδος Ακτον στο δοκίμιό του για την «Εθνικότητα» («Nationality»), ήταν ότι «τα έθνη δεν θα κυβερνώνται από ξένους»: ήταν αυτή η αρχή που διαφοροποίησε τον ελληνικό πόλεμο από τις άλλες επαναστάσεις της νότιας Ευρώπης γύρω στο 1820 και συμβάλλει στην εξήγηση γιατί η Ελληνική Επανάσταση διατηρήθηκε και διαδόθηκε, αλλά και γιατί ήταν ασυνήθιστα σκληρή και βίαιη. Μέλη άλλων καταπιεσμένων λαών –Ιταλοί, Πολωνοί, Γερμανοί και άλλοι– έσπευσαν για να συμμετάσχουν στον αγώνα, βλέποντας στην επιτυχία των Ελλήνων μια υπόσχεση για το δικό τους μέλλον. Και είχαν δίκιο, παρόλο που χρειάστηκε περισσότερος χρόνος για να έρθει αυτό το μέλλον από ό,τι περίμεναν πολλοί από αυτούς.
Η Ελληνική Επανάσταση, έγραψε ένας οικονομολόγος το 1910, ήταν «η πρώτη εκδήλωση αυτής της θεωρίας των εθνικοτήτων που θα κυριαρχούσε τον 19ο αιώνα». Και τον εικοστό αιώνα, επίσης: οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι μοναρχίες και οι ηπειρωτικές αυτοκρατορίες –μερικές από τις οποίες διήρκεσαν σχεδόν όσο οι Οθωμανοί– έδωσαν τη θέση τους σε νέα κράτη βασισμένα στις ίδιες αρχές της εθνικής ομοιογένειας και της δημοκρατικής διακυβέρνησης που είχαν εμφανιστεί στην Ελλάδα. Αυτός ήταν ο κόσμος των εθνών-κρατών, ο κόσμος στον οποίο ζούμε, ο οποίος έχει επιβιώσει ακόμη και της παγκοσμιοποίησης του τέλους του 20ού αιώνα. Στα βασικά του χαρακτηριστικά, αυτός ο κόσμος είναι εκείνος που άφησε πίσω του ο Απόστολος Μαυρογένης όταν πέθανε. Ο κόσμος όπως ήταν όταν γεννήθηκε έχει φύγει για πάντα.
* Ο κ. Μαρκ Μαζάουερ είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Το νέο του βιβλίο για την Ελληνική Επανάσταση θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».
Περισσότερα άρθρα του αφιερώματος της «Κ» με τίτλο: «Ελλάδα του ’21, του σήμερα και του αύριο»