Εμπρός για ακόμα θερμότερες νύχτες! Δεν αποτελεί παραλλαγή συνθήματος από παλιές προεκλογικές εκστρατείες, αλλά υπαρκτή όσο και ανεπιθύμητη τάση που επιδρά στη ζωή των κατοίκων της Αθήνας αλλά και γενικότερα των μεγαλουπόλεων, επιδεινώνοντας τις συνθήκες ζωής και κάνοντας αφόρητα πολλά από τα καλοκαιρινά βράδια. Oπως δείχνουν έρευνες Eλλήνων επιστημόνων, διευρύνεται πολύ το χρονικό διάστημα όπου εμφανίζονται νυχτερινές θερμοκρασίες στην Αθήνα άνω των 26 βαθμών Κελσίου (ακόμα μία έκφραση της κλιματικής αλλαγής), τάση που επιτείνεται από την ύπαρξη των αστικών θερμικών νησίδων και τη συνέργειά τους με εκδηλώσεις καύσωνα.
Oταν έχουμε φαινόμενα καύσωνα, μεγάλη σημασία δεν έχουν μόνον οι ανώτερες θερμοκρασίες κατά τις μεσημεριανές ώρες, εάν δηλαδή το θερμόμετρο θα πιάσει σαραντάρια, αλλά και πόσο θα πέσει η θερμοκρασία το βράδυ, έτσι ώστε να μπορέσουν οι οργανισμοί να ανακάμψουν. «Η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία θεωρεί πως έχουμε καύσωνα όταν η υψηλότερη θερμοκρασία είναι άνω των 39 βαθμών Κελσίου και η ελάχιστη δεν πέσει τη νύχτα κάτω από τους 26 βαθμούς. Δυστυχώς, σε περιπτώσεις θερμών κυμάτων οι μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα, υποφέρουν από υψηλές νυχτερινές θερμοκρασίες, οι οποίες μπορεί να φτάνουν και τους 30° C», λέει στην «Κ» η δρ Δήμητρα Φουντά, κύρια ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. «Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μην μπορεί να αποβάλει το ημερήσιο θερμικό στρες, να καταπονείται και δημιουργούνται απειλές για την υγεία του», συμπληρώνει.
Τις τελευταίες δεκαετίες όμως διευρύνθηκε πολύ στην Αθήνα η χρονική περίοδος που εμφανίζονται νύχτες στις οποίες η θερμοκρασία δεν πέφτει κάτω των 26° C. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με μελέτη των στοιχείων των ετών 1975-2015 από Ελληνες ερευνητές (Δ. Φουντά, Κ. Βαρώτσος, Φ. Πιέρρος, Χρ. Γιαννακόπουλος), σε κάθε δεκαετία προστίθενται 15 μέρες στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αποτέλεσμα; Σήμερα έχουν προστεθεί δύο μήνες στη θερινή περίοδο που μπορεί να εμφανίζονται «καυτές» και ανυπόφορες νύχτες!
Η θερμή αυτή «κατάληψη» των βραδινών ωρών ενισχύεται και από το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας (ΑΣΘ), που εμφανίζεται στην Αθήνα. «Οι αστικές θερμικές νησίδες προκαλούν σοβαρή επιδείνωση στο ήδη μεγάλο πρόβλημα των υψηλών θερμοκρασιών και της συχνότερης εμφάνισης κυμάτων καύσωνα, που επιτείνει η κλιματική αλλαγή. Ως αστική θερμική νησίδα αναφέρουμε το φαινόμενο κατά το οποίο η θερμοκρασία σε μια πυκνοδομημένη περιοχή είναι μεγαλύτερη από γειτονικές περιοχές. Η ένταση της ΑΣΘ είναι η διαφορά αυτών των δύο θερμοκρασιών», εξηγεί η δρ Φουντά. Στην Αθήνα ειδικά τα στοιχεία είναι συγκλονιστικά, καθώς τσιμεντοποιημένες γειτονιές του κέντρου μπορεί να έχουν από 7-8° C έως και πάνω από 10° C υψηλότερη θερμοκρασία από περιοχές κοντά σε πράσινο ή στη θάλασσα. Η επιπλέον θερμική επιβάρυνση όχι μόνο πλήττει την ποιότητα ζωής, αλλά υποσκάπτει την υγεία και αυξάνει τον κίνδυνο θερμοπληξίας.
Πού οφείλονται οι αστικές θερμικές νησίδες; «Το δομημένο περιβάλλον απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία αναπτύσσοντας πολύ υψηλές θερμοκρασίες, καθώς δεν λειτουργεί το φαινόμενο της εξατμισοδιαπνοής λόγω πρασίνου και βλάστησης, άρα δεν υπάρχει δροσισμός. Επιπλέον, οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες, όπως τα αυτοκίνητα, ο κλιματισμός κ.λπ., εκπέμπουν κι αυτές θερμότητα, αυξάνοντας το πρόβλημα», απαντά η ερευνήτρια του Αστεροσκοπείου.
Μια παλαιότερη έρευνα
Η μεγάλη διαφορά των θερμοκρασιών που αναπτύσσονται στις αστικές θερμικές νησίδες σε σχέση με παραθαλάσσιες περιοχές αποτυπώθηκε σε έρευνα που πραγματοποίησε παλαιότερα η δρ Φουντά σε συνεργασία με τον καθηγητή Ματθαίο Σανταμούρη. «Μελετήσαμε ειδικά τη συνέργεια των φαινομένων της αστικής θερμικής νησίδας με αυτή του καύσωνα και είδαμε “απογείωση” της έντασής της, δηλαδή μεγάλο άνοιγμα της ψαλίδας των θερμοκρασιών. Συγκρίναμε τις θερμοκρασίες που καταγράφονταν στον μετεωρολογικό σταθμό του Αστεροσκοπείου στο Θησείο με αυτές τεσσάρων παραλιακών σταθμών, σε Φάληρο, Ανάβυσσο, Λαύριο και Νέα Μάκρη», σημειώνει στην «Κ» η δρ Φουντά. Σύμφωνα με τη δημοσίευση, όταν υπάρχει καύσωνας και ειδικά με νότιους ανέμους, τότε η θερμοκρασία στο Θησείο είναι υψηλότερη έως και 5,5° C από το Φάληρο (από περίπου 4,3° C σε κανονικές για την εποχή συνθήκες), έως 6,5° C από την Ανάβυσσο (από περίπου 4,8° C), έως 5° C από τη Νέα Μάκρη (από περίπου 4,9° C) και έως 7,5° C από το Λαύριο (από περίπου 4,2° C).
Σε ανάλογη μελέτη-σύγκριση των θερμοκρασιών στον σταθμό του Θησείου με σταθμό στην ύπαιθρο και στην ενδοχώρα καταγράφηκε ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα. «Οταν έχουμε καύσωνα, η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ πόλης και υπαίθρου σχεδόν εκμηδενίζεται την ημέρα, αφού και οι δύο περιοχές πιάνουν πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Τη νύχτα όμως στην ύπαιθρο υπάρχει δροσισμός, ενώ στην πόλη όχι. Η διαφορά θερμοκρασίας το βράδυ γίνεται πολύ μεγάλη, μπορεί και να διπλασιαστεί ή και περισσότερο. Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήξαμε σε έρευνα στην οποία δεν χρησιμοποιήσαμε μόνο τις θερμοκρασίες, αλλά βιοκλιματικούς δείκτες για το θερμικό στρες στην πόλη. Αυτό σημαίνει πως οι κάτοικοι της υπαίθρου μπορούν να ανακάμψουν, ενώ της πόλης όχι».
Βεβαίως, όπως σημειώνει η δρ Φουντά, σε μια μεγάλη πόλη όπως η Αθήνα υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις, ανάλογα τόσο με τα καιρικά φαινόμενα όσο και με τη διαμόρφωση του χώρου. «Εάν φυσάει, για παράδειγμα, υπάρχει τάση να εξομοιώνονται οι θερμοκρασίες, ενώ στην περίπτωση της άπνοιας η ένταση της αστικής θερμικής νησίδας μεγαλώνει. Από κει και πέρα στην Αθήνα υπάρχουν πολλά μικροκλίματα. Υπάρχουν πιο δροσερά κομμάτια, δίπλα σε πάρκα, σε δέντρα, στα όρια της πόλης και βέβαια κοντά στη θάλασσα. Μοιάζει με παζλ».
Η εικόνα αυτή μας δίνει και τις αναγκαίες απαντήσεις για να βελτιώσουμε την κατάσταση στην πόλη: δενδροφύτευση παντού, διατήρηση, ανάκτηση και αξιοποίηση ως πράσινου «πνεύμονα» κάθε αδόμητου χώρου, πράσινες ταράτσες, χώμα και νερό όσο περισσότερο μπορούμε, χρήση «ψυχρών υλικών» στις κατασκευές, σε δρόμους και πεζοδρόμια, βιοκλιματικός δροσισμός των κατοικιών και όχι υπερβολική χρήση κλιματιστικών, μείωση των Ι.Χ. και αύξηση των ηλεκτροκίνητων μέσων σταθερής τροχιάς και γενικά των μέσων μαζικής μεταφοράς.