Περί πρυτάνεων, συμβουλίων και άλλων κύκλων που δεν ταράττονται

Περί πρυτάνεων, συμβουλίων και άλλων κύκλων που δεν ταράττονται

Η κριτική στο νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ έχει καταλήξει τελικά να εστιάζει στο περίφημο Συμβούλιο Διοίκησης, με αποτέλεσμα να χάνονται τα πολλά εξαιρετικά σημαντικά και θετικά που εισαγάγει για τις σπουδές.

5' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η κριτική στο νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ έχει καταλήξει τελικά να εστιάζει στο περίφημο Συμβούλιο Διοίκησης, με αποτέλεσμα να χάνονται τα πολλά εξαιρετικά σημαντικά και θετικά που εισαγάγει για τις σπουδές. Κρίμα.

Ας δεχθούμε, όμως, χάριν του διαλόγου, ότι τα θεσμικά της διοίκησης των πανεπιστημίων (Συμβούλιο, πρύτανης, διαδικασίες λήψης αποφάσεων) είναι κεντρικά και κυρίαρχα για την ποιότητα λειτουργίας τους (καταθέτω αμέσως την άποψη ότι ο ρόλος των φοιτητικών παρατάξεων, της λειτουργίας και ποιότητας του ακαδημαϊκού προσωπικού και της δομής των προγραμμάτων σπουδών είναι πολύ σημαντικότερος, αρνητικά, αλλά το προσπερνώ για να προχωρήσει ο διάλογος).

Η κριτική που γίνεται είναι διπλή: πρώτον, γιατί δεν επαναφέρεται το Συμβούλιο του νόμου Διαμαντοπούλου και δεύτερον, ο πρύτανης γίνεται απόλυτος κυρίαρχος, ελέγχων και ελεγχόμενος ο ίδιος.

Στο πρώτο η απάντηση είναι απλή: γιατί το Συμβούλιο Διαμαντοπούλου δεν έγινε αποδεκτό και εν καιρώ καταργήθηκε. Καμία από τις δυνάμεις που το πολέμησαν και πέτυχαν την κατάργησή του δεν έπαψε να δρα δυναμικά στο σημερινό πανεπιστήμιο. Ούτε οι φοιτητικές παρατάξεις ούτε οι συντεχνίες των καθηγητών ούτε η θεσμική καταπίεση του υπουργείου Παιδείας.

Ποιος πραγματικά πιστεύει ότι το Συμβούλιο Διαμαντοπούλου – Κεραμέως θα είχε καλύτερη τύχη; Γιατί; Ποιος θα το υποστήριζε; Οσοι το πολέμησαν λυσσαλέα τότε, τώρα μετανιωμένοι θα είναι υπέρμαχοι; Ή μήπως οι λίγοι που το στήριξαν τότε είναι τώρα ισχυρότεροι και αυτή τη φορά θα το καταφέρουν;

Πιστεύω πως και στα δύο η απάντηση είναι, δυστυχώς, αρνητική. Επειδή όμως πράγματι ο θεσμός ενός Συμβουλίου Διοίκησης είναι εξαιρετικά θετικός, γι’ αυτό σωστά, κατά τη γνώμη μου, το νομοσχέδιο προσπαθεί να το περάσει με κάπως διαφορετική δομή και ρόλο. Ισως με μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας, σε συνδυασμό με άλλες σημαντικές σχετικές διατάξεις.

Στο σημείο αυτό οφείλω να συνεισφέρω κάποιες σκέψεις και στο συνακόλουθο επιχείρημα: γιατί στο Πανεπιστήμιο Κύπρου λειτουργεί με επιτυχία Συμβούλιο;

Το Πανεπιστήμιο Κύπρου φτιάχτηκε in vitro. Το υπουργείο Παιδείας όρισε συμβουλευτική επιτροπή από διακεκριμένους Ελληνοκύπριους ακαδημαϊκούς της διασποράς (στους οποίους είχα την τιμή να συμμετέχω), οι οποίοι πρότειναν στη Βουλή το αρχικό σχέδιο νόμου. Προφανώς αντιγράφοντας, ορθώς, όλα τα θετικά από τις προσωπικές τους εμπειρίες, ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Αμερικής. Φυσικά, σχεδόν όλα έγιναν αποδεκτά – εκτός από τα δίδακτρα με υποτροφίες που απερρίφθησαν, αφού η Βουλή σύσσωμη θεώρησε την κατάργηση της «δωρεάν παιδείας» πολιτικό έγκλημα.

Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του πανεπιστημίου, ρόλο Συμβουλίου και Συγκλήτου έπαιζε ταυτόχρονα η Επιτροπή, ελλείψει καθηγητών. Οταν άρχισαν οι πρώτες εκλογές καθηγητών και ιδιαίτερα όταν το καθηγητικό σώμα επιδίωξε την αυτοδυναμία του, άρχισαν και οι προστριβές με το Συμβούλιο. Που σε πολλές περιπτώσεις έφθασαν και σε κομματικές αντιπαραθέσεις στην κυπριακή Βουλή. Πάντως, με τα χρόνια, προφανώς επετεύχθη ισορροπία ανάμεσα στο Συμβούλιο και τον πρύτανη – Σύγκλητο.

Το βασικό δίδαγμα είναι πως οτιδήποτε πέτυχε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου (αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα ΑΕΙ, δημόσια και ιδιωτικά, του νησιού) οφείλεται στην αρχική έλλειψη «παρελθόντος», στην απουσία συμφερόντων και ομαδοποιήσεων, ακόμη και στην απουσία, για τα πρώτα χρόνια, φοιτητών. Είναι υπερβολικά αφελές να παρουσιάζουμε αυτή την εμπειρία ως παράδειγμα (paradigm) για την ελληνική πολιτική ανώτατης Παιδείας το 2022, με όλα τα δεδομένα και «αμαρτήματα» που αυτή κουβαλάει.

Ως προς το δεύτερο σημείο κριτικής, στο να προεδρεύει ο πρύτανης και των δύο σωμάτων, θα ήθελα να κάνω τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

Η μέθοδος εκλογής πρύτανη, η θεσμική υπόσταση και η σύνθεση του Συμβουλίου είναι σημαντικά μεν θέματα, αλλά ανεπαρκή και αδύναμα στο να αναδιαρθρώσουν και να βελτιώσουν το ελληνικό πανεπιστήμιο σήμερα.

Στο σχέδιο νόμου Σύγκλητος και Συμβούλιο είναι δύο χωριστά και παράλληλα σώματα. Η Σύγκλητος είναι αρμόδια για όλα τα ακαδημαϊκά θέματα, γι’ αυτό και η σύνθεσή της είναι αποκλειστικά από το ακαδημαϊκό προσωπικό του Ιδρύματος. Ενώ το Συμβούλιο είναι αρμόδιο για τα οικονομικά, αναπτυξιακά, ερευνητικά και επιχειρησιακά θέματα και σε αυτό συμμετέχουν και εξωτερικά μέλη, ακόμη και μη ακαδημαϊκά.

Δεν έχουμε ιεραρχία σωμάτων, με το Συμβούλιο να εποπτεύει τη Σύγκλητο, η οποία εποπτεύει τον πρύτανη (όπως στον νόμο Διαμαντοπούλου ή στην Κύπρο). Εχουμε δύο παράλληλα και συναφή εκτελεστικά σώματα, με καθορισμένες χωριστές αρμοδιότητες.

Είναι ορθό το Συμβούλιο να εκλέγει τον πρόεδρό του, τον πρύτανη, ο οποίος θα πρέπει να προεδρεύει και της Συγκλήτου, ώστε να υπάρχει συντονισμός και παράλληλη πορεία των δύο σωμάτων. Αν είχαν χωριστούς προέδρους, αυτό θα ήταν σίγουρη συνταγή έριδων, προσωπικών ανταγωνισμών και, εν τέλει, ακυβερνησίας του ιδρύματος.

Επιτρέψτε μου μία επιπλέον σκέψη: κρίνω ορθό να εκλέγεται ο πρύτανης από τα εσωτερικά μέλη του Συμβουλίου (τα οποία ούτως ή άλλως έχουν όλα προηγουμένως εκλεγεί από το σώμα των καθηγητών). Αυτό τον αναδεικνύει primum inter pares. Αντίθετα, εάν ο πρύτανης εκλεγόταν κατευθείαν «από τη βάση», θα διεκδικούσε πολύ μεγαλύτερη νομιμοποίηση και από το Συμβούλιο, ακόμη και από τη Σύγκλητο. Οι υπέρμαχοι του θεσμού του Συμβουλίου γιατί δεν αναφέρουν το γεγονός ότι π.χ. στο Χάρβαρντ ο πρύτανης επιλέγεται – διορίζεται από το Συμβούλιο; Βλέπουμε πόσο δύσκολο είναι να αντιγράφουμε θεσμούς άκριτα και ανιστόρητα.

Συμπερασματικά, κατά τη γνώμη μου, η μέθοδος εκλογής πρύτανη, η θεσμική υπόσταση και η σύνθεση του Συμβουλίου είναι σημαντικά μεν θέματα, αλλά ανεπαρκή και αδύναμα στο να αναδιαρθρώσουν και να βελτιώσουν το ελληνικό πανεπιστήμιο σήμερα.

Θα αναφέρω επιγραμματικά τρεις άλλους παράγοντες που θεωρώ σαφώς σημαντικότερους και ουσιωδέστερους, ως αντικείμενα αλλαγής σε μια πολιτική βελτίωσης του ελληνικού πανεπιστημίου. Μια διευρυμένη και σε βάθος συζήτηση ίσως μπορέσει να τα καλύψει:

• Η παρουσία και ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων στο πανεπιστήμιο.

• Η συστηματική εμπλοκή του υπουργείου Παιδείας σε όλες τις λεπτομέρειες λειτουργίας του και η κατάκτηση της αυτονομίας του.

• Ο σημερινός ακαδημαϊκός πολιτισμός των καθηγητών, με την παρουσία τους, το έργο τους, τις απόψεις για τον ρόλο τους, τις επιλογές τους. Υπάρχουν τεράστια κενά και δυσλειτουργίες, που φυσικά οφείλονται σε σωρεία ιστορικών και εξωγενών παραγόντων, με αποτέλεσμα η κοινωνική εικόνα του «καθηγητή πανεπιστημίου» στην Ελλάδα σήμερα να είναι μη ικανοποιητική.

Πιστεύω ότι στα πρώτα δύο το νομοσχέδιο Κεραμέως κάνει σημαντικά βήματα στη σωστή κατεύθυνση. Το τρίτο και κυρίαρχο θέμα είναι αδύνατον να διορθωθεί με νόμους και θεσμούς. Μόνο με τεράστια προσπάθεια και με τον «ακαδημαϊκό πατριωτισμό» ικανού αριθμού καθηγητών, που υπάρχουν και ασφυκτιούν κάτω από τη «σιωπηλή πλειοψηφία», έχουμε ελπίδες για ένα νέο πανεπιστήμιο, που σίγουρα θα μας εκπροσωπεί και θα μας αξίζει.

* Ο κ. Νίκος Πολυδωρίδης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT