Οι γέφυρες της προσφυγικής ταυτότητας

Οι γέφυρες της προσφυγικής ταυτότητας

Πώς η μουσική και η γεύση βοήθησαν να απενοχοποιηθεί στη Μεταπολίτευση ο πολιτισμός που εθεωρείτο «ανατολίτικος»

9' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εκατό χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, από την Ανατολική Θράκη και από τον Πόντο, αναρωτιέται κανείς τι απέγινε ο πολιτισμός που έφεραν μαζί τους. Τι απέγιναν τα στοιχεία τα οποία συνέθεταν την ταυτότητά τους, τι τους διαφοροποιούσε από τους γηγενείς Ελληνες, τι κρατούσαν ως ακριβά έθιμα, πώς λάτρευαν τη θρησκεία τους, αλλά και τι αναγκάστηκαν να «κρύβουν», ποια ήταν τα ταμπού που τους ξεχώριζαν από τους ντόπιους. Δηλαδή, τι «ερέθιζε» τους γηγενείς και ξεδιπλωνόταν η βαρβαρότητα και η απαξίωση εις βάρος των προσφύγων. Μάλλον είναι χαμένα αυτά τα άυλα τεκμήρια στο χωνευτήρι της ανάγκης των προσφύγων να αφομοιωθούν προκειμένου να μπορέσουν να εργαστούν ασφαλώς και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Παράλληλα όμως κάποια άλλα, πιο πεισματάρικα, αναπόφευκτα άντεχαν, αφού παρηγορούσαν εν κρυπτώ, δηλαδή στον κλειστό κύκλο της οικογενειακής ζωής, τους πρόσφυγες. Πρόκειται για τους μουσικούς ήχους και τις γεύσεις. Είναι μάλιστα αυτά τα δύο στο πλαίσιο της καθημερινότητας και εκτός λογιοσύνης, που θα γίνουν τελικά, μετά αρκετές δεκαετίες, οι γέφυρες με τους μη προσφυγικούς πληθυσμούς. Είναι τα ζωντανά στοιχεία της λαϊκής μουσικής και της ανατολίτικης (όπως βαφτίστηκε) γεύσης, που θα υποστηρίξουν (ασφαλώς) την προσφυγική λαϊκή ταυτότητα στη σύνθεση των μεγάλων πόλεων της χώρας, στον αστικό ιστό της Αθήνας και του Πειραιά.

Πενήντα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1972, στην πορεία αναζήτησης των νοοτροπιών και των ταυτοτήτων της Ελλάδας, στην ανίχνευση της σύνθεσης και της εξέλιξής τους, ο ποιητής και συνθέτης Διονύσης Σαββόπουλος, κυκλοφορεί τον δίσκο «Βρώμικο ψωμί». Η φωνή της αληθινής ρεμπέτισσας Σωτηρίας Μπέλλου στο τραγούδι «Ζεϊμπέκικο», συνδέει τις δυο Ελλάδες, των προσφύγων και των γηγενών, όταν αναφέρεται στον θεμελιωτή του πειραιώτικου ρεμπέτικου Γιώργο Μπάτη ότι «ήρθε από τη Σμύρνη το εικοσιδυό», ενώ ο Μπάτης ήταν γεννημένος στα Μέθανα. Στη συνέχεια τοποθετεί τον Μπάτη στη δύσκολη διαβίωση των προσφύγων των πρώτων δεκαετιών. Πρωτοπόρα η σκέψη του Σαββόπουλου, που αγωνιά για την αντοχή της ποιοτικής παράδοσης και αναζητά για αυτήν έναν νέο ποταμό, μια νέα κοίτη που θα ορίζεται με τα τραγούδια του. Στόχος, η νεανική ευαισθησία, η έμμεση πολιτικοποίηση και οι ηθικές ανάγκες της εποχής. Το εργαλείο του ήταν η σύνθεση του ροκ, του ρεμπέτικου και της δημοτικής μουσικής.

Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου (1972) κυκλοφορεί και ο δίσκος με τίτλο «Μικρά Ασία». Η μουσική είναι του Απόστολου Καλδάρα και οι στίχοι του Πυθαγόρα. Τραγουδούν οι νεαροί και πολλά υποσχόμενοι, εξαιρετικοί ερμηνευτές ήδη, Χάρις Αλεξίου και Γιώργος Νταλάρας και το άλμπουμ θεωρείται από τα πλέον επιτυχημένα στην Ελλάδα. Τα τραγούδια αναφέρονται στον ξεριζωμό και τη «μαγική» ζωή πριν από αυτόν. Αναφέρονται στην κοινή ζωή των φτωχών Ελλήνων και φτωχών Τούρκων, συνθέτοντας μια νοερή πραγματικότητα που λειτουργεί σαν αποκούμπι και παρηγοριά για την εθνική ευαισθησία αλλά και για τις ψυχικές ανάγκες των ελληνικών οικογενειών, μεικτών γάμων, που είχαν ήδη δημιουργηθεί μεταξύ γηγενών και προσφύγων.

Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί με τη φωνή του διάσημου στην Κρήτη λυράρη Νίκου Ξυλούρη, ο δίσκος «Ιθαγένεια» του Γιάννη Μαρκόπουλου σε στίχους του Κ. Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου). Πρόκειται για σύγχρονη μουσική που οργανώνει με μεγάλες αξιώσεις παραδοσιακά μέσα και μηνύματα και στίχοι που αναζητούν ποιητικά, τα αδιέξοδα των προσφύγων και τη δύσκολη παρουσία τους στην Ελλάδα. Οι παραλληλισμοί με την περίοδο εκείνη της Ελλάδας σαφείς, παρά το συμβολικό της έκφρασής τους.

Για να τοποθετηθεί στο χρονικό πλαίσιο η κυκλοφορία των δίσκων, εκτός από την πενηντάχρονη επέτειο της Καταστροφής, πραγματοποιείται μερικούς μήνες πριν από την πρώτη κατάληψη της Νομικής Σχολής. Βρίσκει δηλαδή την Ελλάδα στη μεσαία φάση της δικτατορίας, όταν το φοιτητικό κίνημα έχει πάρει τη σκυτάλη της αντίστασης και όταν πλέον η ευρεία αποστασιοποίηση από το δικτατορικό καθεστώς γίνεται αμετάκλητη. Κυριαρχεί τότε η Αθήνα της αντιπαροχής και της αστυφιλίας, κυριαρχεί η Αθήνα της διεκδικητικότητας των νέων ανθρώπων, μεταξύ αυτών και των προσφύγων δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Είναι μια περίοδος βαθιάς κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής μετάβασης. Μιας νέας ισχυρής ώσμωσης. Μιας ώσμωσης που θα παρασύρει και άλλα στεγανά, μη συνδεδεμένα άμεσα με την αντιστασιακή πολιτικοποίηση της εποχής.

Τα χρόνια εκείνα, όσοι και όσες ήρθαν ως πρόσφυγες, βρέφη ή μικρά παιδάκια από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο, βρίσκονται πλέον στην ωριμότητά τους, διανύοντας τη δεκαετία της ηλικίας των πενήντα ετών. Ηταν όμως εν ζωή και οι χιλιάδες που γεννήθηκαν και έζησαν εκεί μέρος της ζωής τους. Ολοι τους, είτε σε επαρχιακές πόλεις είτε κυρίως στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη ρίζωσαν έως τότε μέσα σε συνθήκες δύσκολες, υφιστάμενοι την απαξίωση και συχνά την εκμετάλλευση. Ιδρυσαν, τις δεκαετίες που μεσολάβησαν, συλλόγους για να οργανώσουν τη ζωή τους και για να διεκδικήσουν ανθρώπινες συνθήκες εγκατάστασης και διαβίωσης.

Το τραύμα, ως τραύμα ψυχής, ως πικρή και οδυνηρή εμπειρία, ακόμη και ως νοσταλγία δεν συζητιόταν αρχικά μεταξύ τους. Είτε η εμπειρία της εκεί ζωής τους είτε η εμπειρία του εδώ αγώνα της επιβίωσης και της αξιοπρέπειας, ήταν μόνον έμμεσα παρόντα και δεν αποτέλεσαν τη σημαία τους. Προείχαν η νοικοκυροσύνη και η προκοπή μέσα από ένα είδος λήθης, που θα επέτρεπε την οικονομική αυτάρκεια, το μεγάλωμα των παιδιών, τη ζωή μεταξύ τους στις προσφυγικές γειτονιές που τύλιγαν πολεοδομικά την Αθήνα και τον Πειραιά. Η εμπλοκή των νεαρών προσφύγων στην Αριστερά της Κατοχής είχε αφετηρία τη βελτίωση της ζωής τους και όχι την ιδεολογική τους δικαίωση. Είχε βαριές στη συνέχεια συνέπειες διώξεων και εξοριών.

Δύο παράλληλες μνήμες

Για πολλά χρόνια το τραύμα, η οδυνηρή εμπειρία του ξεριζωμού, δεν συζητιόταν μεταξύ των προσφύγων. Προείχαν η νοικοκυροσύνη, η οικονομική αυτάρκεια, το μεγάλωμα των παιδιών.

Μετά το 1922, παράλληλα με τη μνήμη των προσφύγων, «έτρεχε» μια άλλη μνήμη – νοσταλγία, πάλι συνδεδεμένη με τη Μικρά Ασία και αφορούσε την «παλιά» Ελλάδα και την καταστροφή της κρατούσας εθνικής ιδεολογίας, της Μεγάλης Ιδέας. Ηταν μνήμη ισχυρή όσο ισχυρός και ο νεότερος ελληνισμός, μια μνήμη εθνικώς ιδεολογική, που συνέδεε άκριτα τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά με την πυρκαγιά που κατέστρεψε τη Σμύρνη, με κύριο όχημα τα εθνικά οράματα. Αρα κυριαρχούσαν δυο παράλληλες μνήμες μέσα στην ίδια χώρα συνδεδεμένες με τη Μικρά Ασία. Η μια των προσφύγων και των απογόνων τους να αφορά το βαθύ τραύμα του ξεριζωμού και η άλλη των γηγενών να αφορά την κατάρρευση ενός μυθικού παρελθόντος, που ζητούσε ματαίως και ανέφικτα το δίκιο του, στο παρόν των νεοελλήνων. Σαν να απευθυνόταν σε αυτές τις παράλληλες μνήμες ο δίσκος «Μικρά Ασία» με στόχο τη γεφύρωσή τους μέσα από λαϊκά τραγούδια με ανανεωμένα παραδοσιακά ακούσματα, αντίδοτο στα φτηνιάρικα χουντικά τσάμικα των ολετήρων της δημοκρατίας. Φαίνεται όμως ότι η ευαισθησία που καλλιέργησε ο δίσκος γέννησε τον επόμενο χρόνο έναν ακόμη δίσκο αυτής της λογικής, τον «Βυζαντινό Εσπερινό», με μουσική πάλι του Απόστολου Καλδάρα, στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τους ίδιους εξαιρετικούς νεαρούς τραγουδιστές, Χαρούλα Αλεξίου και Γιώργο Νταλάρα.

Οι γέφυρες της προσφυγικής ταυτότητας-1
Το 1972 ο Διονύσης Σαββόπουλος κυκλοφορεί τον δίσκο «Βρώμικο ψωμί» (επάνω). Η φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου στο τραγούδι «Ζεϊμπέκικο» συνδέει τις δύο Ελλάδες, των προσφύγων και των γηγενών. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και ο δίσκος «Μικρά Ασία» (κάτω) σε μουσική Απόστολου Καλδάρα και στίχους Πυθαγόρα.

Οι γέφυρες της προσφυγικής ταυτότητας-2

Συνθετικές, για γηγενείς και πρόσφυγες, οι παραπάνω μουσικές ουσιαστικές προσπάθειες έμμεσης ανασύστασης της δημόσιας μνήμης και απόδοσης τιμής στο δράμα των προσφύγων, στη συμμετοχή τους στη σύγχρονη Ελλάδα. Συμβάλλουν τα τραγούδια αυτά στην παρηγορητική απαντοχή που θα επέτρεπε στο λαϊκό τραγούδι να ζει μέσα από δρόμους ανανεωμένους από μνήμες και νοσταλγία, απέναντι στον ευτελισμό της χούντας σε κάθε τι πολιτισμικό και παραδοσιακό. Σταδιακά, όσο προχωράνε οι γενιές των προσφύγων, έρχεται και η γεύση, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αρχές εκείνης του 1980, να διεκδικήσει ανοιχτά το δίκιο της. Θα υπάρξει κυρίαρχη για δεκαετίες στα μαγειρέματα εντός των προσφυγικών οικογενειακών τειχών με συστατικά αναγκαστικά προσαρμοσμένα σε ό,τι διέθετε ο ελλαδικός χώρος. Δεν θα τιμηθεί όπως της άξιζε η γεύση της ελληνικής Ανατολής, αλλά θα ποινικοποιηθεί και αυτή πολιτισμικά, όπως οι αμανέδες, από το καθεστώς Μεταξά. Θα έχει απέναντί της τις γευστικές ρίζες της «παλιάς» Ελλάδας, ανθεκτικές και αυτές σαν το «καθαρό» ελληνικό παρελθόν, αλλά και σαν άγκυρες νοσταλγίας μέσα στην αστυφιλία. Θα έχει όμως έναν ακόμη αντίπαλο η ανατολίτικη γεύση, τον μαγειρικό εξαστισμό του Νικολάου Τσελεμεντέ. Στον μνημειώδη οδηγό μαγειρικής του 1930, οι συνταγές από την άλλη όχθη του Αιγαίου απουσιάζουν. Τα σμυρναίικα σουτζουκάκια είναι η μόνη αναφορά, ενώ δίπλα στις γευστικότατες –είναι η αλήθεια– σάλτσες ραβιγκό και παγιάρ, η τοπική κουζίνα εκπροσωπείται από μωραΐτικες, όπως γράφει, συνταγές ενώ και η Ζάκυνθος ως δυτικότροπη Ελλάδα έχει και αυτή την τιμητική της. Ο,τι ανατολίτικο χαρακτηρίζεται τουρκικό. Σεβασμός υπάρχει σε συνταγές από την Κωνσταντινούπολη, είτε λόγω της ακμαίας τότε ελληνικής κοινότητας είτε λόγω του ορθόδοξου αυτοκρατορικού παρελθόντος.

Το μεγάλο πολιτισμικό ποτάμι της Μεταπολίτευσης έδωσε ασυλία στις μεγάλες αντιφάσεις και τις έως τότε «ποινικοποιήσεις» της ελληνικής κοινωνίας που είχαν να κάνουν με την Αριστερά, με την επαρχιακή προέλευση και με την ανεκτικότητα σε ήθη. Η μουσική και η γεύση ανοίχτηκαν σε νέα ρεύματα με βαθύτερες αναζητήσεις, υφιστάμενες βέβαια πλήγματα από την ανάπτυξη της στείρας μόδας και της φθηνής κατανάλωσης. Θα χρειαστούν ακόμη αρκετά χρόνια για να «διεκδικηθεί» δημόσια και εκτός των προσφυγικών συλλόγων η ταυτότητα του πρόσφυγα. Είναι οι τελευταίες γενιές απογόνων που, αρκετές δεκαετίες μετά την τραγική άφιξη των οικογενειών τους, θα διατυπώσουν με παρρησία την προσφυγική ταυτότητα-προέλευση, ως κάτι ξεχωριστό, άξιο και ουσιαστικό. Θα βοηθήσει προφανώς η έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και μαζί της η εκλαΐκευση της πολιτικής ζωής που θα πραγματοποιηθεί, ελεύθερα πλέον, στις προσφυγικές περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά, ακόμη και για δυνάμεις αριστερότερα από την τότε κυβέρνηση. Σε εκείνο το πλαίσιο, της ακύρωσης ή εξέλιξης των ταμπού, θα κυκλοφορήσουν πρωτότυπα πλέον σμυρναίικα τραγούδια στους δίσκους της Γλυκερίας, «Σμυρναίικα» (1981) και «Από τη Σμύρνη στον Πειραιά» (1983).

Τη δεκαετία του ’80

Η δεκαετία του 1980 θα δώσει πολιτικό και κοινωνικό αέρα και ανοχή σε κάθε ελληνική καταγωγή και προέλευση. Χωρίς να έχει πραγματική σημασία το ιστορικό βάθος, τα διχαστικά μοντέλα μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, όπως και των προσφύγων με τους γηγενείς, θα αμβλυνθούν. Η διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ θα σηκώσει την πολιτική σύγκρουση και έριδα αφήνοντας την πολιτισμική ένταση να καταλαγιάσει. Η απολιτικοποίηση του προσφυγικού ταμπού θα αποκτήσει συνθήκες άνθησης στην ευρεία κοινωνία, έστω και κατόπιν εορτής. Οι γνήσιοι σμυρναίικοι λαϊκοί ήχοι θα πλεχθούν με τα ρεμπέτικα του Πειραιά στα ρεμπετάδικα της εποχής, τόσο πολύ ώστε να εκλαμβάνονται ως κοινή ρίζα. Στις επόμενες τρεις δεκαετίες έως το σήμερα η προσφυγική ταυτότητα, έχοντας διασώσει πολιτικά τη λαϊκότητά της, δίνει τη δυνατότητα να μελετηθεί από τοπικούς συλλόγους σε πλαίσιο επιστημονικά άρτιο και συνολικό. Μαζί με τις προσφυγικές εφημερίδες που ευτυχώς διασώθηκαν και συντηρήθηκαν και μαρτυρούν μοναδικά τα αδιέξοδα και τις ελπίδες των προσφύγων, έρχονται να προστεθούν διηγήσεις και μαρτυρίες από τη δεύτερη και τρίτη γενιά προσφύγων που καλύπτουν τη ζωή στην Ελλάδα από το 1922 έως τις αρχές του 21ου αιώνα. Ενα είδος λαϊκής ιστορίας για την πατρίδα, όπου με αγώνα ξαναρίζωσαν.

Για τις πρώτες δεκαετίες των προσφύγων μένει η μελέτη της λόγιας προσφυγιάς, έργα γραμμένα έως τη δεκαετία του 1960, που όμως ανανεώνονται στους κύκλους της σκέψης μας σαν μια τέχνη που τα τεκμήριά της ταιριάζουν σε κάθε αναζήτηση για το τι συνέβη το 1922 και μετά.

* Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT