Γιάννης Διακογιάννης: Ασπρόμαυρος δέκτης, πολύχρωμη φωνή

Γιάννης Διακογιάννης: Ασπρόμαυρος δέκτης, πολύχρωμη φωνή

Ο Γιάννης Διακογιάννης σημάδεψε την ελληνική τηλεόραση και τη δημοσιογραφία, με το ταλέντο του να ομορφαίνει τα πάντα

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πρώτη φορά που άκουσα τη φωνή του, ήταν ένα απόγευμα Σαββάτου. 11 Απριλίου του 1970. Η ελληνική τηλεόραση μετέδιδε για πρώτη φορά, ζωντανά, ποδοσφαιρικό αγώνα. Τελικός Κυπέλλου Αγγλίας, η βασίλισσα στην εξέδρα με το καπελάκι της, η Λιντς με τα λευκά, η Τσέλσι με τα μαύρα (μπλε ήταν, αλλά στην ασπρόμαυρη τηλεόραση φαινόταν μαύρο). Το ματς έληξε ισόπαλο, ο τελικός επανελήφθη – δεν υπήρχε τότε παράταση και πέναλτι. Πολλά χρόνια αργότερα, διάβαζα ότι αυτός θεωρείται ένας από τους πιο σκληρούς και άτεχνους τελικούς. Παράξενο. Εγώ είχα την εντύπωση ότι είχα δει μια υπέροχη χορογραφία επί (λασπωμένου) χόρτου. Hταν, ίσως, επειδή ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ποδόσφαιρο στη μικρή οθόνη. Ή ίσως ήταν η φωνή του. Που είχε τη χάρη να εξευγενίζει, να ομορφαίνει ό,τι περιέγραφε.

Ο Γιάννης Διακογιάννης ήταν μια παράξενη, μοναχική φιγούρα στη μιντιακή πανίδα. Eνας άνθρωπος που σπούδασε μουσική στο Παρίσι και μετέδιδε ποδοσφαιρικούς αγώνες στην ελληνική τηλεόραση. Eνας άνθρωπος που επένδυε με τη σπάνια ευρυμάθεια και καλλιέργειά του όχι μόνον τις υψηλού επιπέδου παραστάσεις του Πελέ ή του Κρόιφ, αλλά και τα στιγμιότυπα από την τιτανομαχία Φωστήρα – Προοδευτικής, στην «Αθλητική Κυριακή». Που μπορούσε να χωρέσει σε μια περιγραφή ποδοσφαιρικού αγώνα, χωρίς να ακούγεται παράξενο ή εξεζητημένο, μια μικρή αναφορά σε κάποια όπερα ή σε κάποιον λογοτεχνικό ήρωα.

Και αυτή, νομίζω, ήταν η μεγάλη του προσφορά. Με τον αυθεντικό κοσμοπολιτισμό του, ήταν, για τις γενιές πριν από το Ιντερνετ και τη δορυφορική τηλεόραση, το μοναδικό και πολύτιμο παράθυρο στον έξω κόσμο. Στον κόσμο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και των μεγάλων μορφών του. Στον κόσμο του στίβου, προπάντων, του μεγάλου αθλητισμού. Το ποδόσφαιρο, έλεγε, είναι παιχνίδι. Αθλητισμός είναι ο στίβος. «Δώσε μου να μεταδώσω έναν τελικό 100 μέτρων σε Ολυμπιακούς Αγώνες και πάρε μου όλους τους τελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών».

«Δώσε μου να μεταδώσω έναν τελικό 100 μέτρων σε Ολυμπιακούς Αγώνες και πάρε μου όλους τους τελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλη- τριών», έλεγε. Διότι «το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι. Αθλητισμός είναι ο στίβος».

Κι όμως, τον Διακογιάννη θα τον θυμόμαστε, όσοι μεγαλώσαμε με τη φωνή του, προπάντων επειδή έντυνε με το ίδιο πάθος και την ίδια ευγένεια τη μετάδοση ενός αγώνα όπου πρωταγωνιστούσαν ο Πίρι και ο Αμάνθιο της αγαπημένης του Ρεάλ και την περιγραφή μιας φτωχής ποδοσφαιρικής Κυριακής, όπου ο Κούδας, ο Γραμμός ή ο Μποτίνος είχαν επιβιώσει κάποιας κλωτσοπατινάδας σε κάποιο άχαρο ελληνικό γήπεδο. Κάπως έτσι όρισε, για μια ολόκληρη εποχή, τόσο την αθλητική δημοσιογραφία (τη δημοσιογραφία γενικά, θα έλεγα) όσο και τη σχέση της χώρας με τον αθλητισμό. Εβαλε ένα σημάδι στον τοίχο, που μένει εκεί. Και όλο και θα βρίσκεται κάποιος που θα προσπαθεί να το φθάσει.

Του αναγνωρίζουν όλοι πως υπήρξε ο άνθρωπος που ίδρυσε και όρισε το sportcasting στην Ελλάδα. Αλλά υπήρξε κάτι περισσότερο: ένας από τους θεμέλιους λίθους της ελληνικής τηλεόρασης. Η πρώτη φορά που η φωνή του έντυσε αγώνα στην τηλεόραση ήταν το καλοκαίρι του 1966. Το ΕΙΡ μετέδιδε αγώνες από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας. Ηταν αγώνες σε κονσέρβα, της προηγούμενης ημέρας, που ο Διακογιάννης έβλεπε, βέβαια, πρώτη φορά και περιέγραφε «ζωντανά» από το στούντιο του Ζαππείου και οι θεατές παρακολουθούσαν, συνήθως, όρθιοι στο πεζοδρόμιο, στη βιτρίνα κάποιου καταστήματος ηλεκτρικών ειδών. Εκείνη την εποχή αντιστοιχούσε 1,5 συσκευή τηλεόρασης ανά 1.000 κατοίκους, ενώ –μέτρο σύγκρισης– κυκλοφορούσε ένα αυτοκίνητο ανά 45 κατοίκους. Ηταν ακόμη η προϊστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Η ιστορία της αρχίζει το 1970. Η μετάδοση του τελικού του Κυπέλλου Αγγλίας, η μετάδοση του τελικού Μίλαν – Αγιαξ, αμέσως μετά (από τον Διακογιάννη, φυσικά) και προπάντων η μετάδοση του Μουντιάλ του Μεξικού, του Μουντιάλ του Πελέ, έβαλε την τηλεόραση στη ζωή όλων. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς λειτουργούσαν πια πάνω από μισό εκατομμύριο συσκευές. Του Διακογιάννη η φωνή έντυσε την ενηλικίωση της ελληνικής τηλεόρασης. Μακάρι να είχε κρατήσει κάτι περισσότερο από το παράδειγμά του, καθώς μεγάλωνε.

Η είδηση του θανάτου του, χθες, ένωσε πολλούς από εμάς σε ένα κύμα νοσταλγίας. Οσων, ιδίως, οι ζωές διασταυρώθηκαν με τη δική του όχι μόνο με ενδιάμεσο το γυαλί της τηλεόρασης, μας ένωσε ένα κύμα αληθινής συγκίνησης. Ηταν ένας από τους πιο ευγενείς ανθρώπους που συνάντησα σε γραφείο εφημερίδας, σε ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό στούντιο. «Κάθε φορά που σε συναντώ είναι γιορτή», του είπα κάποτε. Με ρώτησε, γιατί. Ντράπηκα να του πω. Ας το ομολογήσω τώρα. Γιατί κάθε φορά αντηχούσε στα αυτιά μου η φωνή του να περιγράφει «το γκολ του Καμάρα, το γκολ του Αριστείδη του Καμάρα…», το τρίτο γκολ στον ημιτελικό με τον Ερυθρό Αστέρα. Να τώρα, την ακούω ξανά…

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή