Άρθρο της Β. Κιντή: Εποπτεία και σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης στα πανεπιστήμια

Άρθρο της Β. Κιντή: Εποπτεία και σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης στα πανεπιστήμια

Οι παρατυπίες στις εκλογές των καθηγητών και ο ρόλος των διοικητικών υπηρεσιών για την αποκατάσταση της ακαδη-μαϊκής τάξης

3' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εγραφα στις 2/5/2022 στην «Κ» για τους τρόπους που χρησιμοποιούνται στα πανεπιστήμια ώστε να χειραγωγηθούν οι εκλογές των καθηγητών. Ελεγα, μεταξύ άλλων, για τις μεθοδεύσεις στη διατύπωση του γνωστικού αντικειμένου τής υπό προκήρυξη θέσης, στη συγκρότηση του εκλεκτορικού σώματος και της εισηγητικής επιτροπής, αλλά και για τις μεθοδεύσεις ώστε να ενισχυθεί το προφίλ του ευνοούμενου υποψηφίου και να μειωθεί το προφίλ των αντιπάλων του. Πολλά από αυτά τα στοιχεία, όπως έγραφα τότε, τα είχα αντλήσει, πέρα από τη γενικότερη εμπειρία μου, από μία προβληματική εκλογή που έγινε στο δικό μου τμήμα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είχα καταθέσει για την υπόθεση αυτή δύο υπομνήματα, ένα στο πανεπιστήμιο και ένα στο υπουργείο Παιδείας, και έλεγα στο κείμενο ότι «περιμένω ο έλεγχος που θα διενεργήσουν να αποκαταστήσει την ακαδημαϊκή τάξη».

Σήμερα, λοιπόν, γράφω για να αναφέρω ότι το υπουργείο Παιδείας με τις διοικητικές υπηρεσίες του και η υπουργός άσκησαν πράγματι τον εποπτικό τους ρόλο και αποκατέστησαν την ακαδημαϊκή τάξη αναπέμποντας την εκλογή αυτή πίσω στο τμήμα για να γίνει ξανά από το σημείο όπου εντοπίστηκαν οι παρατυπίες. Η αναπομπή αυτή έχει, πιστεύω, ιδιαίτερη και γενικότερη σημασία διότι εγώ δεν ήμουν υποψήφια σε αυτήν την εκλογή, ούτε μέλος της εισηγητικής επιτροπής ούτε καν μέλος του εκλεκτορικού σώματος. Δεν ήξερα κανέναν από τους υποψηφίους. Ημουν απλό μέλος της συνέλευσης του τμήματος στο οποίο έγινε η εκλογή. Συνέταξα και υπέβαλα το υπόμνημα με τις παρατυπίες με γνώμονα την υπεράσπιση της νομιμότητας, της ακαδημαϊκής δεοντολογίας, το συμφέρον του τμήματος και του πανεπιστημίου και το δημόσιο συμφέρον γενικότερα, διότι οι δίκαιες εκλογές, εκτός του ότι σέβονται το δικαίωμα των υποψηφίων για ίση μεταχείριση, φέρνουν στο πανεπιστήμιο τους καλύτερους, κι αυτό βοηθάει τόσο το ίδρυμα και τους φοιτητές όσο και τη χώρα.

Το ότι το υπουργείο δέχθηκε το βάσιμο των επιχειρημάτων μου σημαίνει ότι στο εξής, αν μέλη ΔΕΠ εντοπίζουν παρατυπίες και παρανομίες, μπορούν να προσφεύγουν στο υπουργείο και να ζητούν έλεγχο νομιμότητας με βάσιμες ελπίδες ότι θα εισακουστούν δεδομένου του προηγούμενου της συγκεκριμένης αναπομπής. Η δυνατότητα αυτή είναι πολύ σημαντική καθώς θα λειτουργήσει, πιστεύω, ανασταλτικά γι’ αυτούς που επιδίδονται στις μεθοδεύσεις που αναφέραμε, διότι οι ενέργειες αυτές θα έχουν πλέον κόστος, τόσο για αυτόν που εκλέγεται ευνοιοκρατικά, αφού η εκλογή του θα ακυρώνεται, όσο και για το ίδιο το τμήμα με την καθυστέρηση στη στελέχωσή του. Αρκεί το υπουργείο να συνεχίσει να ασκεί τις εποπτικές του αρμοδιότητες και να τείνει ευήκοον ους στις τεκμηριωμένες ενστάσεις των μελών ΔΕΠ που νοιάζονται για τη νομιμότητα και την αξιοκρατία.

Δυστυχώς, τα πανεπιστήμια δεν μπορούν να παίξουν αυτόν τον ρόλο, παρόλο που έχουν την ευθύνη να διενεργήσουν τον πρώτο έλεγχο νομιμότητας, λόγω των πολλαπλών αλληλοεξαρτήσεων μεταξύ καθηγητών και διοίκησης. Το έργο των διοικητικών υπηρεσιών υποτάσσεται σε διάφορες σκοπιμότητες που επιβάλλονται, με αποτέλεσμα συχνά οι διοικήσεις να κάνουν τα στραβά μάτια σε καταγγελλόμενες παρατυπίες. Στην περίπτωση του δικού μου υπομνήματος, το Πανεπιστήμιο Αθηνών απέφυγε να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας αφήνοντας να παρέλθει η προβλεπόμενη προθεσμία. Και όταν το υπουργείο ζήτησε τον φάκελο της εκλογής για να τον ελέγξει, ο πρύτανης έσπευσε να διορίσει ακριβώς την επόμενη ημέρα, όπως είχε βέβαια δικαίωμα, την υποψήφια που είχε εκλεγεί στην προβληματική εκλογή. Αν είχε παίξει το πανεπιστήμιο εγκαίρως τον εποπτικό του ρόλο, θα ήταν μικρότερο το κόστος τόσο για τους υποψηφίους όσο και για το τμήμα.

Από τον Μάιο που έγραψα το κείμενο στην «Κ» έχω λάβει και εξακολουθώ να λαμβάνω μηνύματα από αγνώστους σε εμένα υποψηφίους και γονείς αλλά, κυρίως, από συναδέλφους για προβληματικές εκλογές. Τα φαινόμενα νεποτισμού, ευνοιοκρατίας και αναξιοκρατίας στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι διαδεδομένα. Ελλείψει οποιασδήποτε άλλης εποπτείας, η άσκηση της εποπτικής αρμοδιότητας από το υπουργείο Παιδείας είναι καλοδεχούμενη παρότι δεν μπορεί παρά να μένει σε τυπικές παραβάσεις της νομοθεσίας. Εκκρεμεί η ουσιαστική εποπτεία της στελέχωσης των ιδρυμάτων που πρέπει να γίνεται από τα ίδια τα πανεπιστήμια. Ομως, όσο διοικήσεις και καθηγητές βρίσκονται σε σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης, αυτό αποκλείεται.

* Η κ. Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή