Με λένε Καράν. Με φωνάζουν Κώστα

Με λένε Καράν. Με φωνάζουν Κώστα

Πώς ζει, πού δουλεύει και πού προσεύχεται η κοινότητα των Ινδών που υποδέχθηκε τον πρωθυπουργό Ν. Μόντι

8' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το κτίριο βρίσκεται στον Ταύρο, κοντά στις γραμμές του τρένου. Ανάμεσα σε αποθήκες, βιοτεχνίες και αλάνες με παρκαρισμένα φορτηγά. Εξωτερικά δεν διαφέρει σε κάτι. Μόνο μια πινακίδα που γράφει στα ινδικά και στα ελληνικά «Πολιτιστικός σύλλογος Ινδών Ελλάδος» σε προϊδεάζει για το τι βρίσκεται μέσα, αλλά και πάλι, δεν καταλαβαίνεις πως πρόκειται για ινδικό ναό των Σιχ – ίσως τον μεγαλύτερο από τους δεκαεπτά που λειτουργούν στην Ελλάδα. Ο άνδρας που βρίσκω τυχαία στην είσοδο δεν μιλάει ελληνικά. Αργότερα μαθαίνω πως είναι δύο χρόνια στην Ελλάδα, κάνει μεροκάματα και μέχρι να σταθεί στα πόδια του φιλοξενείται, μαζί με άλλους που δυσκολεύονται να βρουν στέγη, σε ένα δωμάτιο του πρώτου ορόφου με πολλά στρώματα στο πάτωμα.

Αφού βγάλω τα παπούτσια μου και πλύνω τα πόδια μου, μου καλύπτει τα μαλλιά με μια πορτοκαλιά μπαντάνα και μου δείχνει τις σκάλες που οδηγούν στους επάνω ορόφους. Στον δεύτερο όροφο λειτουργεί η κουζίνα. Δύο άνδρες κόβουν λαχανικά. Ούτε εκείνοι μιλούν ελληνικά, αλλά μου φέρνουν ένα μπουκαλάκι παγωμένο νερό. Καθημερινά, κάποιος μπορεί να βρει εκεί δωρεάν φαγητό. Τις Κυριακές τουλάχιστον 200 άτομα τρώνε μαζί μετά την προσευχή. Στους τοίχους έχει γιρλάντες, φωτογραφίες και ζωγραφιές του Χρυσού Ναού – του κύριου ναού λατρείας των Σιχ στην περιοχή Παντζάμπ απ’ όπου κατάγονται οι περισσότεροι Ινδοί μετανάστες στην Ελλάδα. Στο κτίριο αυτό πρωτομπήκαν το 2005 και μια δεκαετία αργότερα κατάφεραν να το αγοράσουν. Τα μέλη (περίπου 500 οικογένειες) δίνουν κάθε μήνα όσο μπορεί ο καθένας για να αποπληρώνεται η δόση του δανείου.

Με λένε Καράν. Με φωνάζουν Κώστα-1
Ο μικρός Σεχάζ ζήτησε να φωτογραφηθεί με τον Ναρέντρα Μόντι και ο πρωθυπουργός της Ινδίας δεν του χάλασε το χατίρι.

Από τη δεκαετία του ’70

Ανεβαίνω στον τρίτο όροφο όπου βρίσκεται ο χώρος θρησκευτικής λατρείας. Από τα ηχεία ακούγονται προσευχές και μουσική, ένας άνδρας προσκυνά γονατισμένος και ένας άλλος στο βάθος της αίθουσας διπλώνει με γρήγορες αλλά προσεκτικές κινήσεις άσπρα υφάσματα που έχει μόλις σιδερώσει. Είναι ο 60χρονος Καράν ή Κώστας, όπως τον «βάφτισαν» Ελληνες συνάδελφοί του. «Ακούω και στα δύο ονόματα», λέει γελώντας. Δεν έκανε ποτέ μαθήματα ελληνικών αλλά μιλάει πλέον καλά τη γλώσσα. Εκείνο το απόγευμα, τελειώνοντας από τη δουλειά του στον Ασπρόπυργο –σε επιχείρηση με είδη κουζίνας– πέρασε για λίγο από τον ναό για να βοηθήσει. Είναι κουρασμένος και βιάζεται να πάει σπίτι, αλλά δέχεται να μιλήσουμε. Ξυπόλυτοι, καθόμαστε στο πάτωμα, το οποίο είναι όλο ντυμένο με μαλακά λευκά σεντόνια. Μου αφηγείται πως οι πρώτοι Ινδοί είχαν φτάσει στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ετσι, όταν εκείνος έφτασε το 1985 υπήρχε κόσμος που τον βοήθησε να προσαρμοστεί (τότε ήταν περίπου 1.500 άτομα, τώρα υπολογίζει πως είναι τουλάχιστον 12.000). «Τον πρώτο καιρό όλοι δουλεύαμε στα καράβια ή σε χωράφια. Εγώ ξεκίνησα σε κάτι κτήματα στον Αυλώνα, στη συνέχεια σε ένα εργοστάσιο επίπλων και από το ’98 δουλεύω στην ίδια εταιρεία στον Ασπρόπυργο».

Οπως οι περισσότεροι συμπατριώτες του, επέστρεψε νέος στην Ινδία για να παντρευτεί αλλά για χρόνια δυσκολευόταν να βγάλει χαρτιά και να φέρει τη σύζυγο και την πρωτότοκη κόρη τους στην Ελλάδα. Οταν τα κατάφερε, γεννήθηκαν εδώ άλλα δύο παιδιά. Με τη γυναίκα του άνοιξαν ένα μίνι μάρκετ το οποίο «έτρεχε» εκείνη, αλλά με την κρίση αναγκάστηκαν να το κλείσουν. «Ηταν χρόνια δύσκολα, πολλοί αναγκάστηκαν να φύγουν. Αλλοι για τη Γερμανία, άλλοι επέστρεψαν στην Ινδία. Εμείς επιβιώσαμε, ίσως ήταν και καλύτερα έτσι, γιατί η γυναίκα μου αφιερώθηκε στο μεγάλωμα των παιδιών. Φροντιστήρια, δραστηριότητες». Λέει με περηφάνια πως ο γιος του σπουδάζει ηλεκτρολόγος μηχανικός στον Καναδά όπου έχουν συγγενείς και η κόρη του μόλις τελείωσε εγκληματολογία στο Πάντειο. «Αγαπάμε την Ελλάδα. Για εμένα είναι η 2η πατρίδα μου. Για τα παιδιά μου, η πρώτη. Η ζωή εδώ μπορεί να μην είναι εύκολη, αλλά τα παιδιά είχαν ευκαιρίες που δεν θα μπορούσαν να έχουν στην Ινδία», λέει.

Οι περισσότεροι Ινδοί στη χώρα μας είναι από την περιοχή Παντζάμπ. Στους τοίχους του χώρου λατρείας υπάρχουν φωτογραφίες του Χρυσού Ναού, ιερού τόπου των Σιχ.

Ακριβώς έξω από το κτίριο είναι ένα σταματημένο ταξί με αλάρμ. Τον οδηγό τον λένε Καραντίπ, είναι και αυτός Ινδός Σιχ. Γεννήθηκε στην Ελλάδα το 2002, αλλά έξι ετών επέστρεψε στην Ινδία με τη μητέρα του. «Οι γονείς μου δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα και ο πατέρας αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερο να μεγαλώσω εκεί. Μου έλειπαν. Και ο πατέρας μου και η Ελλάδα, αλλά ήξερα πως μετά το σχολείο θα επέστρεφα εδώ για να δουλέψω», εξηγεί. Εβγαλε επαγγελματικό δίπλωμα και ανέλαβε το ταξί που για χρόνια μοιραζόταν ο πατέρας του με έναν Ινδό συνεταίρο. Σήμερα, δουλεύει 8ωρα αλλά όταν έχει κίνηση μπορεί να μείνει και 12 ώρες στον δρόμο. «Εχει τύχει να μου κάνουν νόημα να σταματήσω και με το που δουν το τουρμπάνι, να μην μπουν. Τις πρώτες φορές με ενόχλησε λίγο, αλλά τι να κάνεις; Πας παρακάτω. Πάντως πλέον δουλεύω αποκλειστικά με εφαρμογές και με συμπατριώτες μου», λέει. Ο Ινδός πελάτης του, εκείνο το απόγευμα, πήγαινε στο αεροδρόμιο. Είχε δουλέψει σε εστιατόρια στην Αθήνα, αλλά του είπαν πως οι συνθήκες είναι καλύτερες στη Βαρκελώνη και αποφάσισε να το δοκιμάσει. Θα μείνει τις πρώτες ημέρες σε ένα ξενοδοχείο, αλλά είναι ήδη σε επαφή με την εκεί κοινότητα και θα τον βοηθήσουν σε ό,τι χρειαστεί.

Φεύγοντας, ακολουθώ τις οδηγίες που μου δίνουν και φτάνω σε ένα μίνι μάρκετ. Ο Σατνάμ, ο ιδιοκτήτης του, είχε έρθει στην Ελλάδα πριν από 27 χρόνια για να βρει τον μεγαλύτερο αδελφό του που ήδη δούλευε εδώ. Οταν αποταμίευσε κάποια χρήματα άνοιξε με τον αδελφό του το RΑM market, ένα μικρό παντοπωλείο κοντά στον «ναό» του Ταύρου, με ελληνικά αλλά κυρίως ινδικά προϊόντα (τα οποία πλέον εισάγει ο ίδιος και για άλλα παντοπωλεία στην Ελλάδα). «Εχω καλούς πελάτες, Ινδούς και Ελληνες. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι στη γειτονιά που δεν έρχονται μην τυχόν στηρίξουν την προσπάθεια ενός μετανάστη. Το ξέρω. Με στενοχωρεί, κυρίως γιατί δεν θέλω να νιώσουν ποτέ τα παιδιά μου ανεπιθύμητα. Το συζητάμε όμως και μου λένε πως παρότι έχουν βιώσει ρατσισμό, δεν τους αγγίζει. Αυτό προσπαθώ και εγώ», λέει. Το μαγαζί το ανοίγει κάθε πρωί στις 8, κλείνει στις 11 το βράδυ. Πριν πέσει για ύπνο, περπατάει για μια ώρα για να καθαρίσει το μυαλό του. Οποτε χρειαστεί κρατάει το μαγαζί η γυναίκα του. Οπως εκείνο το βράδυ που ετοιμαζόταν να πάει να πάρει τη δεκαεννιάχρονη κόρη του από την καφετέρια που δουλεύει για να βγάλει χαρτζιλίκι όσο σπουδάζει ψυχολογία. «Δεν νιώθω άνετα να κυκλοφορεί μόνη της τα βράδια», εξηγεί.

Με λένε Καράν. Με φωνάζουν Κώστα-2
«Αγαπάμε την Ελλάδα. Για εμένα είναι η 2η πατρίδα μου. Για τα παιδιά μου, η πρώτη. Η ζωή εδώ μπορεί να μην είναι εύκολη, αλλά τα παιδιά είχαν ευκαιρίες που δεν θα μπορούσαν να έχουν στην Ινδία», λέει σε πολύ καλά ελληνικά ο 60χρονος Καράν ή Κώστας, όπως τον «βάφτισαν» οι συνάδελφοί του.

Γνωριμία με τη θάλασσα

Εκεί, στο μίνι μάρκετ, γνώρισα και την οικογένεια Παραμζίτ. Οι γονείς είχαν πιάσει κουβέντα με άλλους Ινδούς και στο μαγαζί μπαινόβγαιναν τα δύο αγόρια 6 και 12 ετών γιατί ο Σατνάμ τους κερνούσε συνεχώς λιχουδιές. Ο 12χρονος Σεχάζ αγαπάει το σχολείο, αν και όταν ήταν μικρότερος κάποιοι συμμαθητές του τον κορόιδευαν για τα μακριά του μαλλιά. «Μου τα τραβούσαν και με έλεγαν κορίτσι. Δεν σκέφτηκα όμως ποτέ να τα κουρέψω. Είμαι περήφανος για τη θρησκεία και την καταγωγή μου», λέει. Στην Ελλάδα, ήρθε όταν ήταν πέντε ετών και είδε πράγματα που δεν τα φανταζόταν όσο μεγάλωνε στην Ινδία. «Οπως οι διακοπές στη θάλασσα. Το ότι έμαθα μια νέα γλώσσα ή ότι έχω φίλους από τόσες διαφορετικές χώρες».

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν εμφανίστηκε ο αδελφός του Σατνάμ, ο Νταλζίτ. Προσπαθεί να βγάλει άκρη με έναν υπέρογκο λογαριασμό της ΔΕΗ (563 ευρώ), ενώ μιλάει ταυτόχρονα και με ανθρώπους της πρεσβείας της Ινδίας στην Αθήνα. Εχει αναλάβει να τους βοηθήσει ενόψει της συνάντησης του Ινδού πρωθυπουργού με μέλη της κοινότητας. Ο μικρός Σεχάζ τον ρωτάει επίμονα για το πρόγραμμα και τον δικό του ρόλο. Οταν βρεθήκαμε, στα μέσα της περασμένης εβδομάδας, ήξεραν ελάχιστες λεπτομέρειες. Μόνο ότι ο μικρός είχε επιλεγεί να είναι επί της υποδοχής τα ξημερώματα της Παρασκευής και πως θα ακουμπούσε στο κεφάλι του Ναρέντρα Μόντι ένα στεφάνι – ίσως με λουλούδια αλλά το πιθανότερο με κλαδιά ελιάς. «Θα με δουν στην τηλεόραση σε όλη την Ινδία», έλεγε ο Σεχάζ ενθουσιασμένος. Το απόγευμα της Παρασκευής ήταν προγραμματισμένο να συναντήσουν τον πρωθυπουργό και οι γονείς του μαζί με άλλα μέλη της κοινότητας. «Τι θέλετε να του πείτε;» ρωτάω την παρέα των Ινδών. «Θα ζητήσουμε τη βοήθειά του για τις άδειες παραμονής και την απόκτηση ιθαγένειας εδώ στην Ελλάδα. Εμείς οι παλαιότεροι έχουμε συνηθίσει στη γραφειοκρατία, στα παράλογα της διαδικασίας και το κόστος. Αλλά τα παιδιά μας τα πληγώνει να μην αναγνωρίζονται ως πολίτες της χώρας που νιώθουν πατρίδα τους».

Με λένε Καράν. Με φωνάζουν Κώστα-3
Στον ναό όλοι συνεισφέρουν όπως μπορούν. Δύο άνδρες κόβουν λαχανικά. Τις Κυριακές τουλάχιστον 200 άτομα τρώνε μαζί μετά την προσευχή.

Η πρώτη επίσκεψη μετά την Ιντιρα Γκάντι

H επίσκεψη του Ινδού πρωθυπουργού Μόντι ήταν η πρώτη ύστερα από 40 χρόνια. Ηταν Σεπτέμβριος του 1983 όταν η Ιντιρα Γκάντι είχε φτάσει στην Αθήνα. Ο Δημήτρης Βασιλειάδης σπούδαζε τότε στην Ινδία και θυμάται να διαβάζει με ενθουσιασμό στα τοπικά μέσα κάθε λεπτομέρεια εκείνου του ταξιδιού. Από πολύ μικρός είχε δείξει ενδιαφέρον για την ανατολική φιλοσοφία. Δεν τον είχε μυήσει κάποιος, κάτι τον τραβούσε – θεωρεί πως είναι το «κάρμα». Οταν τέλειωσε τις σπουδές του και τον στρατό, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ινδία. Εμαθε τη γλώσσα, έκανε διδακτορικό και όταν επέστρεψε συνέχισε την ενασχόλησή του με τη χώρα. Το 2003 ίδρυσε την Ελληνο-Ινδική Εταιρεία Πολιτισμού και Ανάπτυξης με μέλη κυρίως Ελληνες και σε συνεργασία με την πρεσβεία της Ινδίας στην Ελλάδα, διοργανώνει πολιτιστικές κυρίως εκδηλώσεις. Ετσι, βρίσκεται σε άμεση επαφή με την κοινότητα εδώ, παρακολουθεί στενά την ανάπτυξη της Ινδίας και τις προοπτικές. 

«Στην Ελλάδα, υπάρχουν μετανάστες που έχουν καταφέρει να φτιάξουν εστιατόρια, τουριστικά γραφεία, μικρές επιχειρήσεις. Τα τελευταία χρόνια όμως βλέπουμε Ινδούς που επιλέγουν συνειδητά στην Ελλάδα για επενδύσεις. Εχουν φτιάξει Airbnb, ξενοδοχεία, έχουν μπει μέτοχοι σε μεγάλες ελληνικές εταιρείες (όπως ο όμιλος Switz Group του Ινδού Κορακιγουάλα) και βέβαια έχουμε τη συμμετοχή ινδικής κοινοπραξίας στην κατασκευή του αεροδρομίου στην Κρήτη». Οταν μιλήσαμε, ετοιμαζόταν και εκείνος για τη συνάντησή του με τον Ινδό πρωθυπουργό. Σκόπευε να του κάνει δώρο το λεξικό ελληνικών- Χίντι που έχει εκδώσει και να του μιλήσει για τον καημό του: Το τμήμα ασιατικών σπουδών. «Είχα βοηθήσει να το στήσουν, βγήκε προεδρικό διάταγμα αλλά με μια αλλαγή της κυβέρνησης αποφασίστηκε να μεταφερθεί στην Κέρκυρα και τελικά δεν έγινε ποτέ. Δεν μπορείς να αναπτύξεις επιχειρηματικές σχέσεις με μια χώρα χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να σπουδάσεις τη γλώσσα και τον πολιτισμό της», τονίζει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT