Χωρίς άμυνες στους μετρ του πλαστού

Χωρίς άμυνες στους μετρ του πλαστού

Η πρόσφατη εξάρθρωση κυκλωμάτων «ψευδεπίγραφων» έργων τέχνης έδειξε για μία ακόμη φορά το θεσμικό κενό στη δυνατότητα ελέγχου της γνησιότητας σε υποθέσεις ιδιωτών στην Ελλάδα

8' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν είχε αυταπάτες. Και μόνο από τη χαμηλή τιμή του έργου –μόλις 1.500 ευρώ, ενώ η αξία του θα έπρεπε να είναι πολλαπλάσια– μυρίστηκε ότι ήταν «αμφίβολης προέλευσης». Ο πίνακας αποδιδόταν σε Ελληνα καλλιτέχνη και υποτίθεται ότι είχε ζωγραφιστεί την περίοδο που εκείνος βρισκόταν στη Γαλλία. Στο πίσω μέρος έφερε χειρόγραφη πιστοποίηση αυθεντικότητας, χρονολογούμενη από το 1989, με την υπογραφή και τη σφραγίδα γνωστού ιστορικού τέχνης, ο οποίος όμως πλέον δεν βρισκόταν στη ζωή για να γίνει αντιπαραβολή. Σε μια κίνηση που παρέπεμπε σε τζογαδόρο, ο συλλέκτης αποφάσισε να το αγοράσει.

«Συνήθως ξέρεις, αλλά παίρνεις το ρίσκο», λέει στην «Κ» υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Είναι δύσκολο και χρονοβόρο να ελέγξεις τη γνησιότητα. Μπορεί να ήμουν υποψιασμένος, η λογική να υπαγορεύει ότι είναι πλαστό, αλλά υπάρχουν και πιθανότητες να μην είναι».

Ο τρόπος με τον οποίο κινείται κάποιος στον κόσμο της αγοράς έργων τέχνης μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το κίνητρο, το αισθητικό κριτήριο και την οικονομική δυνατότητα. Ο συγκεκριμένος συλλέκτης λέει ότι τον καθοδηγεί το πάθος του. «Προσπαθώ να βρίσκω ευκαιρίες. Δεν αγοράζω από οίκους ή γκαλερί, αλλά απευθείας από ιδιώτες ή παλαιοπωλεία. Αυτό αυξάνει το ρίσκο της πλαστότητας», υποστηρίζει. Οσο παράδοξο κι αν φαίνεται, επιλέγει αυτή την προσέγγιση ακόμη και εάν υποπτεύεται ότι ο εκάστοτε πωλητής ενδεχομένως επιχειρεί να τον εξαπατήσει.

Δύο κυκλώματα

Τους τελευταίους τρεις μήνες οι αστυνομικές αρχές εξάρθρωσαν δύο κυκλώματα πώλησης πλαστών έργων τέχνης με πολυετή δράση. Στην πιο πρόσφατη υπόθεση, μία από τις ιστορίες που είχαν σκαρφιστεί οι πλαστογράφοι για να διακινήσουν τους πίνακές τους ενέπλεκε το όνομα ενός συνεργάτη του γκαλερίστα Ιόλα. Αυτός υποτίθεται ότι τους είχε πουλήσει ένα μπλοκ με σχέδια του Καντίνσκι και έναν πίνακα του Πικάσο. Η «Κ» επικοινώνησε μαζί του και εκείνος διέψευσε κατηγορηματικά οποιαδήποτε αγοραπωλησία. «Δεν είχα ποτέ στην κατοχή μου αυτά τα έργα», είπε.

Οι δύο υποθέσεις πλαστογραφίας, όμως, φέρνουν ξανά στο προσκήνιο ένα ζήτημα που παραμένει άλυτο στη χώρα μας: το θεσμικό κενό όταν κάποιος ιδιώτης θελήσει να πιστοποιήσει τη γνησιότητα ενός έργου τέχνης. Η «Κ» μίλησε με συλλέκτες, εμπόρους και ιστορικούς τέχνης. Αρκετοί είτε αρνήθηκαν να τοποθετηθούν, φοβούμενοι μήπως παρερμηνευθούν οι δηλώσεις στον χώρο τους, είτε προτίμησαν να μη δημοσιευθούν τα στοιχεία τους. Το θέμα των πλαστών, παρότι απασχολεί εδώ και δεκαετίες, παραμένει ευαίσθητο. Δύσκολα κάποιος αγοραστής παραδέχεται δημοσίως ότι εξαπατήθηκε.

Η Μαριλένα Κασιμάτη, ιστορικός τέχνης και πρώην επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, λέει ότι επί χρόνια παρουσιάζονταν στην Πινακοθήκη έργα προς έλεγχο, αλλά δεν δίνονταν γραπτές γνωματεύσεις για να αποφευχθούν πιθανές δικαστικές περιπέτειες. Οι ειδικοί της Πινακοθήκης καλούνται βάσει και της νομοθεσίας να πιστοποιήσουν ένα έργο μόνο εάν τους ζητηθεί ως συνδρομή από τις αστυνομικές, εισαγγελικές ή δικαστικές αρχές. Από την Πινακοθήκη αναφέρουν ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, ο θεσμοθετημένος ρόλος του εκτιμητή που θα περνάει από σχετική εκπαίδευση, θα ελέγχεται από το υπουργείο Δικαιοσύνης και θα επιλύει θέματα ιδιωτών.

Η κ. Κασιμάτη θυμάται ότι στην καριέρα της έχει ακούσει «παραμύθια ασύλληπτης φαντασίας» από εμφανιζόμενους ως κατόχους έργων οι οποίοι προσπαθούσαν να χτίσουν ένα αληθοφανές ιστορικό συλλογής. Σε μια από αυτές τις περιπτώσεις ισχυρίζονταν ότι ήταν πειστήριο γνησιότητας ακόμη και το αποτύπωμα που είχε αφήσει ένας πίνακας στον τοίχο του σπιτιού τους μετά το ξεκρέμασμά του, «γιατί βρισκόταν εκεί για δεκαετίες». Αλλη φορά είχε παρουσιαστεί μια γυναίκα με ένα σχέδιο στα χέρια της. Συστήθηκε ως παλιά οικιακή βοηθός του Παρθένη. Υποστήριξε ότι το έργο τής είχε δοθεί από τον καλλιτέχνη ως χριστουγεννιάτικο δώρο και ήταν μεγάλης χρηματικής αξίας. Επρόκειτο όμως για αναπαραγωγή σχεδίου το οποίο ήταν ευρέως διαδεδομένο. Οταν την ενημέρωσε η ιστορικός τέχνης, η γυναίκα την απείλησε. «Μπορεί να αισθάνθηκε ότι κατέρρευσε το όνειρό της», λέει η κ. Κασιμάτη.

Τα μισά ύποπτα

«Δεν υπάρχει κάποιος θεσμός στην Ελλάδα, μια επίσημη αρχή, όπως σε άλλες χώρες, που να πιστοποιεί τη γνησιότητα», λέει στην «Κ» έμπορος έργων τέχνης με μεγάλη εμπειρία στον χώρο. «Θεωρώ ότι εάν ο αγοραστής πάρει ένα έργο από μια δημοπρασία ή έναν καταξιωμένο έμπορο που θεωρείται έμπιστος, μειώνει τις πιθανότητες να εξαπατηθεί και αυξάνει τις πιθανότητες, αν θεωρεί ότι εξαπατήθηκε, να λάβει τα χρήματά του πίσω». Οπως επισημαίνει ο ίδιος, ένα στα δύο έργα που έφταναν στο γραφείο του τα επέστρεφε είτε γιατί ήταν εξόφθαλμα πλαστά είτε γιατί υπήρχαν αμφιβολίες.

«Σε πολλές περιπτώσεις το έργο μιλάει από μόνο του. Ξεφυλλίζουμε τη βιβλιογραφία και υπάρχει μια διασφάλιση εάν βρούμε δημοσιευμένο το ιστορικό του», λέει. Ο έλεγχος γίνεται ακόμη πιο ενδελεχής για τα έργα που εμφανίζονται από το πουθενά, αρκετές φορές συνοδευόμενα από την αφήγηση ότι κάποια γηραιά κυρία τα είχε στην κατοχή της και ανακαλύφθηκαν από συγγενείς μετά τον θάνατό της.

«Προσπαθώ να βρίσκω ευκαιρίες. Δεν αγοράζω από οίκους ή γκαλερί, αλλά απευθείας από ιδιώτες ή παλαιοπωλεία. Αυτό αυξάνει το ρίσκο της πλαστότητας», λέει συλλέκτης υπό τον όρο της ανωνυμίας.

Ο συλλέκτης –και ειδικός στο έργο του Γιάννη Σπυρόπουλου– Μανόλης Πλατσιδάκης εξηγεί ότι μετά τη συμβουλή κάποιου ιστορικού τέχνης, άλλος σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα της πιστοποίησης είναι ένας επιστημονικά καταρτισμένος συντηρητής με σωστά εξοπλισμένο εργαστήριο. Μπορεί να εξετάσει την παλαιότητα των χρωμάτων, την τεχνική, τον καμβά, ακόμη και εάν η υπογραφή μπήκε εκ των υστέρων. Δεν φαίνεται πως αρκεί, όμως, μόνο αυτό. «Μπορεί να πιστοποιήσει εάν ένα έργο είναι πλαστό, αλλά δεν μπορεί να διευκρινίσει ποιος κρατούσε το πινέλο», λέει ο κ. Πλατσιδάκης.

Υπάρχει ακόμη ένας σημαντικός κρίκος. Πρόκειται για κάποιον ερευνητή –όχι απαραίτητα συλλέκτη– ο οποίος έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Δεν ασχολείται μόνο με την πινελιά του ζωγράφου, αλλά γνωρίζει ποιοι είχαν αγοράσει τα έργα του, ποιοι ήταν οι συλλέκτες, από πού και ποιους είχαν διακινηθεί, πού εξετέθησαν, με ποιο τίτλο και ποιες διαστάσεις. Αλλη σημαντική πηγή ενημέρωσης για την αυθεντικότητα μπορεί να είναι το οικογενειακό περιβάλλον κάποιου καλλιτέχνη.

Η οδύσσεια

Πριν από 20 χρόνια ο κ. Πλατσιδάκης προσπάθησε να ερευνήσει έναν πίνακα των αρχών του 19ου αιώνα, την αυτοπροσωπογραφία ενός Γάλλου ζωγράφου. Κατά τη διάρκεια επαγγελματικού ταξιδιού στη Μασσαλία, γενέτειρα του καλλιτέχνη, εντόπισε δύο ειδικούς στο έργο του, έναν γκαλερίστα και ένα δικηγόρο, καθώς και δύο τόμους με τα δημιουργήματά του. Οι ειδικοί τού επιβεβαίωσαν την αυθεντικότητα και την αισθητική και καλλιτεχνική αξία του πίνακα. Αυτός όμως δεν συμπεριλαμβανόταν στον κριτικό κατάλογο με τα έργα του ζωγράφου. Ελειπε η συλλεκτική ιστορία του πίνακα.

Προσπάθησε να συνθέσει το παζλ μόνος του. Βρήκε ότι το συγκεκριμένο έργο είχε πωληθεί το 1932 στο Παρίσι έναντι 15.000 γαλλικών φράγκων. Η πληροφορία είχε γραφτεί με μολύβι σε αντίγραφο του καταλόγου δημοπρασίας τον οποίο εντόπισε στα αρχεία του Ινστιτούτου Ερευνών του Μουσείου Getty στις ΗΠΑ.

Επειτα ανακάλυψε ότι το 1939 το ίδιο έργο εμφανίστηκε σε έκθεση περίφημης γκαλερί του Αμστερνταμ και αγοράστηκε από ένα ζεύγος Ολλανδών, οι οποίοι το κράτησαν στην κατοχή τους μέχρι τον θάνατό τους το 2003. Συνέλεξε όλες τις σχετικές πληροφορίες από το Ολλανδικό Ινστιτούτο Ιστορίας της Τέχνης. Σήμερα ο πίνακας βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή της Αθήνας, συνοδευόμενος από τα σχετικά ντοκουμέντα και ένα απόκομμα ολλανδικής εφημερίδας του 1939, στο οποίο γίνεται αναφορά στην έκθεση εκείνης της χρονιάς μαζί με τη φωτογραφία του.

Οπως διαπιστώνει ο κ. Πλατσιδάκης, στις μέρες μας αυτό το ερευνητικό ταξίδι μπορεί να γίνει ακόμη πιο δύσκολο, καθώς και οι διεθνείς οίκοι δημοπρασιών δεν παραθέτουν πλήρες ιστορικό συλλογής, επικαλούμενοι την υποχρέωση εμπιστευτικότητας του δημοπράτη προς τον πωλητή.

«Ξεφούρνιζε» κόπιες

Σε μια από τις υποθέσεις πλαστογραφίας που αποκαλύφθηκε τον περασμένο Νοέμβριο στην Ελλάδα, ένας εκ των εμπλεκομένων φέρεται να φιλοτεχνούσε τους πίνακες έχοντας μελετήσει σε βάθος την ιστορία των καλλιτεχνών στους οποίους έπειτα αποδίδονταν τα έργα. Κατά την αστυνομία, προμηθευόταν υλικά από παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι και τοποθετούσε τα έργα σε φούρνους προσπαθώντας να προσδώσει στοιχεία γήρανσης.

Η συστηματική μελέτη του έργου ενός καλλιτέχνη είναι βασική πρακτική ενός δεινού πλαστογράφου. Αυτό έκανε επί δεκαετίες και ο Γερμανός Βόλφγκανγκ Μπελτράκι, δημιουργώντας πίνακες τους οποίους απέδιδε μεταξύ άλλων στον Μαξ Ερνστ και στον Φερνάν Λεζέ. Είχε καταφέρει να εξαπατήσει διεθνείς οίκους και ειδικούς παρουσιάζοντας τα έργα μαζί με τη γυναίκα του συνήθως ως μέρος κάποιας κρυφής συλλογής. Το 2011 ομολόγησε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι ετών. Το 2022 η ψυχαναλύτρια και συγγραφέας Ζανέτ Φίσερ δημοσίευσε ένα βιβλίο βασισμένο σε συνομιλίες που είχε με τον Μπελτράκι και τη σύζυγό του. Οπως λέει στην «Κ», συναντήθηκε μαζί τους εννιά φορές και κάθε συζήτηση κράτησε από δύο έως τέσσερις ώρες.

Την ενδιέφερε να διαπιστώσει πώς σε βάθος χρόνου ο συγκεκριμένος πλαστογράφος, ένας αδιαμφισβήτητα ικανός καλλιτέχνης με σχετικές σπουδές, εξαφάνισε τη δική του υπογραφή, μιμούμενος επί δεκαετίες την τεχνική άλλων. Διευκρινίζει ότι προσέγγισε το ζεύγος ψυχαναλυτικά και όχι για να προχωρήσει σε κρίσεις νομικών ή ηθικών ζητημάτων. «Η καριέρα του στην πλαστογραφία δεν προέκυψε γιατί απέτυχε ο ίδιος ως ζωγράφος ή γιατί φοβόταν πώς θα γινόταν αποδεκτή η τέχνη του. Για εκείνον δεν ήταν αρκετό να είναι μόνο καλλιτέχνης. », λέει στην «Κ» η συγγραφέας. «Πλαστογραφούσε την υπογραφή ενός ζωγράφου και φιλοτεχνούσε πίνακες τους οποίους εκείνοι θα μπορούσαν να είχαν δημιουργήσει».

Οπως εξηγεί η Φίσερ, ο Μπελτράκι μαζί με τη σύζυγό του αφιέρωναν μήνες στην έρευνα των ζωγράφων, αναζητούσαν με ποιους ανθρώπους είχαν επαφές, ποιες ήταν οι γυναίκες τους, οι φίλοι και τα μέλη της οικογένειάς τους, τι έγραφαν για εκείνους οι εφημερίδες της εποχής, ποιες παραστάσεις παίζονταν στα θέατρα τότε. Εμβαθύναν ψάχνοντας κάθε δυνατή πληροφορία για να κατασκευάσουν έπειτα μια πειστική ιστορία.

Η Φίσερ λέει ότι για εκείνους κίνητρο ήταν τα χρήματα και η αδρεναλίνη, η προσπάθειά τους να ξεφύγουν και να μη γίνουν αντιληπτοί. Επισημαίνει, όπως έχει υποστηρίξει πολλές φορές το ζευγάρι, ότι δεν εξαπατούσαν ιδιώτες, αλλά ιδρύματα και διεθνείς οίκους. «Δεν κέρδιζαν την εμπιστοσύνη ιδιωτών, γιατί απευθύνονταν σε οίκους δημοπρασιών και ειδικούς. Ηταν ζήτημα δύναμης και χρημάτων, όχι εμπιστοσύνης», τονίζει. 

Στην Αθήνα ο συλλέκτης Μανόλης Πλατσιδάκης ανησυχεί για τις παράπλευρες συνέπειες από τις υποθέσεις πλαστογραφίας. «Αλλοιώνεται η πραγματική εικαστική παραγωγή του καλλιτέχνη και κατ’ επέκταση η πολιτιστική κληρονομιά, αυτή είναι η μεγάλη ζημιά», λέει. «Ο κίνδυνος είναι να συνηθίσει το μάτι κυρίως νέων συλλεκτών στο ψεύτικο τόσο πολύ που όταν κάποιος επιχειρήσει να πουλήσει έναν αυθεντικό πίνακα, να πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή