«Ποιος άνθρωπος μπορεί να πουλήσει το παιδί του;»

«Ποιος άνθρωπος μπορεί να πουλήσει το παιδί του;»

Η απόρριψη για οποιαδήποτε αιτία από τη βιολογική μητέρα είναι ένα συνεχόμενο τραύμα. Οι ιστορίες του Μιχάλη , της Μαρίας – Φωτεινής και του A.J. που αναζήτησαν τις ρίζες τους

ποιος-άνθρωπος-μπορεί-να-πουλήσει-το-562887163

Ο Μιχάλης πουλήθηκε από την οικογένειά του όταν ήταν μωρό. Τέσσερις δεκαετίες μετά έψαξε και βρήκε τη βιολογική του μητέρα για να τη ρωτήσει «ποιος άνθρωπος μπορεί να πουλήσει το παιδί του». Η Μαρία – Φωτεινή εδώ και τέσσερις δεκαετίες δεν το βάζει κάτω: αναζητά από την άλλη άκρη του Ατλαντικού τα ίχνη της οικογένειας που την εγκατέλειψε στο Παίδων, όταν ήταν δύο μηνών. Ο Α.J. αφού βρήκε τη βιολογική του μητέρα στην Ελλάδα, έζησε για δεύτερη φορά το τραύμα της μητρικής απόρριψης. Τρεις ιστορίες υιοθεσίας που διασταυρώνονται στην ανάγκη των υιοθετημένων να αναζητήσουν τις ρίζες τους. 

«Εμαθα ότι ήμουν “προϊόν” αγοραπωλησίας»

«Πέρασαν 45 ολόκληρα χρόνια για να μάθω την αλήθεια. Εμαθα όχι μόνο ότι δεν είμαι μοναχοπαίδι, αλλά ότι έχω άλλα πέντε αδέλφια, ότι η καταγωγή μου δεν είναι από την Κρήτη, αλλά από την Κεφαλλονιά και ότι δεν με λένε Κανακουσάκη», αφηγείται στην «Κ» ο 46χρονος, σήμερα, Μιχάλης Κανακουσάκης. 

Πάει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που έμαθε το πολύ καλά κρυμμένο μυστικό της οικογένειάς του. Η θετή του μητέρα, ύστερα από 46 μέρες στην εντατική και με τον φόβο ότι ο γιος της δεν θα προλάβει ποτέ να μάθει ποιος είναι, του είπε όλη την αλήθεια: το 1978 εκείνη και ο άντρας της τον είχαν υιοθετήσει από μια οικογένεια πληρώνοντας μάλιστα το ποσό που τους είχε ζητηθεί για να προχωρήσει η υιοθεσία. 

«Ποιος άνθρωπος μπορεί να πουλήσει το παιδί του;»-1«Ηταν τεράστιο το σοκ. Επρεπε να διαχειριστώ τη νέα κατάσταση έχοντας μόλις μάθει ότι ήμουν “προϊόν” αγοραπωλησίας, ότι η βιολογική μου μητέρα ήθελε να με ξεφορτωθεί. Ενιωσα σαν να ήμουν επί 45 χρόνια ηθοποιός σε ένα θέατρο και ξαφνικά πετάχτηκε κάποιος και είπε “τελευταία παράσταση σήμερα, κλείνουμε τα φώτα, πέφτει η αυλαία”. Και άφησα τον Μιχάλη και έπρεπε να πάρω τον ρόλο κάποιου άλλου, που είμαι στην πραγματικότητα», αφηγείται. 

Ο Μιχάλης μεγάλωσε στη Δάφνη, ενώ πριν από 20 χρόνια μετακόμισε στον Αγιο Νικόλαο της Κρήτης. Οι θετοί γονείς του φρόντισαν όλα τα χρόνια να μην του λείψει τίποτα. Είχαν χάσει τα δύο τους παιδιά όταν αυτά ήταν 8 και 9 ετών από μία ανίατη τότε ασθένεια και ο Μιχάλης ήταν για εκείνους ο λόγος για να συνεχίσουν να ζουν.

«Μεγάλωσα με αξιοπρέπεια, με δύο πολύ καλούς και ευγενικούς θετούς γονείς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχαμε ποτέ προβλήματα, όπως έχουν όλες οι οικογένειες. Ο πατέρας μου έπινε πολύ και πέθανε από το ποτό όταν ήμουν μικρός», λέει.

Δεν κρύβει ότι το συγκλονιστικό νέο έχει επηρεάσει τη σημερινή σχέση του με τη θετή του μητέρα. «Σε μια νοητή σκακιέρα, η μητέρα μου ήταν πάντοτε στο διπλανό τετράγωνο. Από τη μέρα που μου το εκμυστηρεύθηκε, τη νιώθω πιο μακριά μου. Τη βλέπω 2-3 τετράγωνα πιο πίσω. Δεν της έχω βάλει “Χ” ούτε την έχω κατηγορήσει για κάτι, αλλά το μυστικό της με έχει κλονίσει».

Αμέσως, ζήτησε να μάθει όλες τις λεπτομέρειες για τη βιολογική του οικογένεια. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως την Πάτρα για να τους συναντήσει. «Ενιωθα σαν φτερό στον άνεμο. Ο άνθρωπος θέλει να γνωρίζει τις ρίζες του και εγώ ήθελα να ξέρω από πού προέρχομαι, να μάθω τον λόγο που με έδωσαν», θυμάται. Βρήκε τη μητέρα του και δύο από τα αδέλφια του που ζουν ακόμη μαζί της. Τα άλλα τρία, όπως και εκείνος, είχαν δοθεί σε άγνωστες οικογένειες, με οικονομικό αντάλλαγμα. 

«Τη συνάντησα, έμαθα ποια είναι, αλλά οπωσδήποτε δεν είναι το πρότυπο μητέρας που θα ήθελα να έχω στη ζωή μου. Δεν θέλω καμία άλλη επαφή μαζί της. Είναι μια μητέρα που πούλησε τέσσερα παιδιά», ξεκαθαρίζει, προσθέτοντας ωστόσο ότι επέλεξε να κρατήσει μια επαφή με την αδερφή του και ότι προτίθεται να αναζητήσει και τα άλλα τέσσερα αδέλφια του. «Θέλω να τους γνωρίσω όλους, να βρεθούμε όλοι μαζί, να μάθω πού πήγαν και αν έχουν περάσει καλά στη ζωή τους», σημειώνει. 

Στο ερώτημα αν είναι το DNA αυτό που μάς διαμορφώνει ή το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουμε, ο Μιχάλης λέει πως έχει την απάντηση. «Από μικρό παιδί, ήμουν ευαίσθητος. Αγαπούσα πολύ τα ζώα και τη φύση. Και όταν έμαθα την αλήθεια, σκέφτηκα “καλά, ποιοι άνθρωποι πούλησαν εμένα και άλλα τρία παιδιά; Με τι καρδιά το έκαναν;” Εγώ έχω μία κόρη πέντε χρονών και πονάω που την αφήνω για λίγο στο σπίτι. Τι άνθρωποι ήταν αυτοί που μπόρεσαν να δώσουν έτσι τα παιδιά τους; Ηταν το περιβάλλον που μεγάλωσα το οποίο με έκανε να γίνω αυτός που είμαι σήμερα» καταλήγει με βεβαιότητα.

«Εγώ σε ποιον μοιάζω;»

«Στις 15/3/1962 δύο άτομα φερόμενοι ως γονείς σας, οι οποίοι έδωσαν ψευδή και ανακριβή στοιχεία όσον αφορά την ταυτότητα και τη διεύθυνσή τους, σας παρέδωσαν στο νοσοκομείο Παίδων Αγία Σοφία για νοσηλεία και δεν ξαναεμφανίστηκαν. Η ηλικία σας τότε προσδιορίζεται ότι ήταν δύο μηνών. Προσπάθειες αναζήτησης των γονιών σας έγιναν πολλές και από το νοσοκομείο και από το ΠΙΚΠΑ χωρίς όμως αποτέλεσμα».

Το έγγραφο με το συγκεκριμένο απόσπασμα εστάλη από το ΠΙΚΠΑ στις 16 Οκτωβρίου 2002 στη Μαρία – Φωτεινή Λάμπρου, στην Ατλάντα των ΗΠΑ όπου ζει εδώ και πολλά χρόνια με την οικογένειά της. Ηταν 40 ετών εκείνη την περίοδο και αναζητούσε τους γονείς της –το άγνωστο ζευγάρι που ένα βράδυ την εγκατέλειψε στο Παίδων με εγκαύματα τρίτου βαθμού. Ακόμη και σήμερα, στα 62 της χρόνια, ελπίζει πως κάποιος θα βρεθεί να της πει αν ζουν, αν η ίδια έχει αδέλφια, ποια μέρα μπορεί επιτέλους να αρχίσει να γιορτάζει τα γενέθλιά της. 

«Ποιος άνθρωπος μπορεί να πουλήσει το παιδί του;»-2«Υιοθετήθηκα όταν ήμουν περίπου δυόμισι ετών. Μέχρι τότε με φιλοξενούσε μία ανάδοχη οικογένεια που είχε ακόμη έναν γιο και δυο κόρες. Οταν ύστερα από πολλά χρόνια κατάφερα να βρω την ανάδοχη μητέρα μου, την Ελβίρα, μου είπε ότι κάποια μέρα με πήγαν στο Χίλτον και με παρέδωσαν στους θετούς γονείς μου. Ηταν Ελληνες που ζούσαν στην Αμερική», αφηγείται στην «Κ» η 62χρονη Μαρία – Φωτεινή.

Παρά την οικονομική άνεση που είχαν οι θετοί γονείς της, τα χρόνια που πέρασε μαζί τους τόσο η ίδια, όσο κι ένα ακόμη κορίτσι που είχαν υιοθετήσει, τα περιγράφει ως δύσκολα. «Ηταν σκληροί γονείς. Πώς τα ζήσαμε και τα ξεπεράσαμε, ακόμη δεν ξέρω», λέει. Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφάσισε να παντρευτεί από την ηλικία των 18 στην Αμερική. Τρία χρόνια αργότερα, έμαθε εντελώς τυχαία ότι ήταν υιοθετημένη, αφού οι γονείς της είχαν επιλέξει να της το κρατήσουν κρυφό. 

Μήπως ήταν νέοι και έγινε κάτι που τους φόβισε; Ολα αυτά τα εγκαύματα, οι πληγές στο σώμα μου. Σκέφτομαι μήπως τους φόβισαν και έφυγαν. 

«Πάντα έβλεπα ότι δεν έμοιαζα σε κανέναν, αλλά μου έλεγαν ότι έμοιαζα στους παππούδες και τις γιαγιάδες μου, που ήταν Ελληνες», θυμάται. Ακολούθησαν τρία τεστ DNA και κάποιες εμφανίσεις σε ελληνικές τηλεοπτικές εκπομπές με σκοπό να εντοπίσει τους γονείς ή έστω κάποιους άλλους συγγενείς. Καμία από τις προσπάθειες, μέσα στα χρόνια, δεν απέδωσε. Δεν σταμάτησε, όμως, ποτέ και να ελπίζει. «Θέλω να ξέρω από πού προέρχομαι. Βλέπω τον γιο και την κόρη μου που μου μοιάζουν. Τα εγγόνια μου το ίδιο. Εγώ σε ποιον μοιάζω;» αναρωτιέται.

Με τον Αμερικανό άντρα της, η Μαρία – Φωτεινή μετράει σήμερα 44 ευτυχισμένα χρόνια γάμου, τα οποία έχουν καταφέρει να επουλώσουν πολλές από τις πληγές της. Κάθε χρόνο, στις 15 Ιανουαρίου όλη η οικογένεια συγκεντρώνεται στο σπίτι για να γιορτάσει τα γενέθλιά της. Η ημερομηνία είναι τυχαία, και βασίζεται στους υπολογισμούς των γιατρών του νοσοκομείου Παίδων, αφού οι βιολογικοί γονείς δεν άφησαν ποτέ κάποιο πιστοποιητικό γέννησης. Η ίδια πάντως όλα αυτά τα χρόνια έμαθε να τους δικαιολογεί.

«Μήπως ήταν νέοι και έγινε κάτι που τους φόβισε; Ολα αυτά τα εγκαύματα, οι πληγές στο σώμα μου. Σκέφτομαι μήπως τους φόβισαν και έφυγαν». 

Το τραύμα της δεύτερης απόρριψης

Ο A.J. υιοθετήθηκε όταν ήταν δύο χρονών από ένα ίδρυμα στην Ελλάδα. Αφηγείται την ιστορία του στην «Κ» μέσω κάποιων σημειώσεων που έστειλε στο Κέντρο Ερευνών «Ρίζες», από την Ολλανδία, όπου ζει σήμερα. «Μεγαλώνοντας, ήξερα ότι ήμουν υιοθετημένος, ότι κάποια άλλη μάνα με είχε γεννήσει. Το χρώμα, τα σγουρά μαλλιά, τα σκούρα μάτια μου. Ξεχώριζα από τα ανοιχτόχρωμα παιδιά του σχολείου μου. Μου είχαν πει ότι ήμουν από την Ελλάδα και εγώ είχα θυμό μέσα μου. Γιατί να με δώσουν τόσο μακριά; Ποια ήταν αυτή η γυναίκα που με γέννησε και γιατί δεν με κράτησε;» αναρωτιόταν ο A.J. 

Οι θετοί γονείς του, τού έδωσαν όλα τα έγγραφα της υιοθεσίας του, μόλις εκείνος τους τα ζήτησε. Μαθαίνοντας το όνομα της βιολογικής του μητέρας, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να τη συναντήσει, να της πει ποιος είναι, να λύσει όλες τις απορίες του. Εκεί, ο A.J. έζησε το τραύμα της δεύτερης απόρριψης από την ίδια του τη μητέρα. Σε ένα ημερολόγιο που απευθύνεται προς την ίδια, μετά τη συνάντηση, έγραψε: 

Δεν ξέρω αν έκλαψα περισσότερο την ώρα που γεννήθηκα ή χθες που με αρνήθηκες ξανά.

«Πέρασαν πολλά χρόνια για να αποφασίσω να σε αναζητήσω σε μια πατρίδα που δεν ήξερα τη γλώσσα, την κουλτούρα της και τις συνήθειες των ανθρώπων. Οταν το πήρα απόφαση να ταξιδέψω δεν κρατιόμουν, ήθελα να σε δω “εδώ και τώρα”. Είχα τη διεύθυνσή σου, σε βρήκα εύκολα. Χωρίς να ζητήσω βοήθεια χτύπησα την πόρτα σου. Ανυπόμονος, όπως πάντα, έκανα το λάθος να σου μιλήσω, έτσι αναπάντεχα. Σου είπα ποιος είμαι, άλλωστε ήμασταν σαν δυο σταγόνες νερό. “Λυπάμαι”, είπες, “φύγε, δεν είμαι εγώ”. Κι όμως ήσουν εσύ, η πρώτη μητέρα μου. Δεν ξέρω αν έκλαψα περισσότερο την ώρα που γεννήθηκα ή χθες που με αρνήθηκες ξανά».

«Η ανάγκη να δουν τη μορφή της βιολογικής μάνας βρίσκεται συνεχώς μέσα τους. Οταν τη δουν κόβεται ο αόρατος λώρος που τους ενώνει. Μόνο με την επανασύνδεση σταματά η αγωνία της πρώτης ύπαρξης και της ταυτότητας του υιοθετημένου».

Η ιστορία του A. J. έχει καταγραφεί, ανάμεσα σε άλλες, στα αρχεία του Κέντρου Ερευνών «Ρίζες». «Η απόρριψη για οποιαδήποτε αιτία από τη βιολογική μητέρα είναι ένα συνεχόμενο τραύμα», εξηγεί στην «Κ» η Μαίρη Θεοδωροπούλου, ιδρύτρια της οργάνωσης, που από το 1999, έχει αγκαλιάσει εκατοντάδες ενήλικα υιοθετημένα άτομα, τα οποία αναζητούν τις ρίζες τους. 

«Ακούμε με πολλή προσοχή τα αιτήματά τους. Ολοι έχουν την ιστορία τους, τα βιώματά τους, αλλά η ανάγκη να δουν τη μορφή της βιολογικής μάνας βρίσκεται συνεχώς μέσα τους. Οταν τη δουν, κόβεται ο αόρατος λώρος που τους ενώνει. Μόνο με την επανασύνδεση σταματά η αγωνία της πρώτης ύπαρξης και της ταυτότητας του υιοθετημένου», λέει, τονίζοντας πως στις πιο πολλές περιπτώσεις τα παιδιά είναι αυτά που μετά την επανασύνδεση καταλήγουν να απορρίψουν τη βιολογική οικογένεια. 

«Σε κάθε άλλη περίπτωση, όμως, ο πόνος είναι αβάσταχτος. Εμείς βρισκόμαστε δίπλα τους με ειδικούς, που εξειδικεύονται στο τραύμα από την υιοθεσία, τον αποχωρισμό, τον πρώιμο ιδρυματισμό και τη βιολογική αποξένωση», καταλήγει η κ. Θεοδωροπούλου. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή