Άρθρο Γιώργου Δελλή στην «Κ»: Το χάρτινο ξίφος της διοικητικής Δικαιοσύνης

Άρθρο Γιώργου Δελλή στην «Κ»: Το χάρτινο ξίφος της διοικητικής Δικαιοσύνης

Συμπληρώνονται 70 χρόνια από την απόφαση Brown vs Board of Education of Topeca (1954), με την οποία το Ανώτατο ∆ικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε αντισυνταγματικό τον φυλετικό διαχωρισμό στα δημόσια σχολεία. Το Ανώτατο ∆ικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταργήσει τις διακρίσεις στον δύστροπο αμερικανικό Νότο […]

3' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συμπληρώνονται 70 χρόνια από την απόφαση Brown vs Board of Education of Topeca (1954), με την οποία το Ανώτατο ∆ικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε αντισυνταγματικό τον φυλετικό διαχωρισμό στα δημόσια σχολεία. Το Ανώτατο ∆ικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταργήσει τις διακρίσεις στον δύστροπο αμερικανικό Νότο εάν δεν διέθετε την εξουσία να επιβάλει έμπρακτα τη δικανική του κρίση: εξέδωσε «διαταγές», καθορίζοντας το ίδιο ακόμη και τα δρομολόγια των σχολικών λεωφορείων για τη συλλογή των μαθητών από «λευκές» και «μαύρες» συνοικίες.

Εδώ ακριβώς πάσχει το δικό μας δικονομικό σύστημα, ιδίως για τη διοικητική Δικαιοσύνη. Η προσθήκη στο Σύνταγμα διάταξης σύμφωνα με την οποία «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις» (άρθρ. 95, παρ. 5) συνιστά μάλλον παραδοχή αποτυχίας. Χιλιάδες αποφάσεις παραμένουν ανεκτέλεστες – κυρίως στο πεδίο του περιβαλλοντικού, χωροταξικού και πολεοδομικού δικαίου. Οι προβλέψεις για «ευθύνη κάθε αρμοδίου οργάνου» και οι απειλές ποινικού ή πειθαρχικού χαρακτήρα δεν ιδρώνουν κανενός το αυτί. Οι ελάχιστοι –υπάλληλοι, δήμαρχοι ή άλλοι– που υφίστανται διώξεις, γίνονται περισσότερο αδίστακτοι όταν συνειδητοποιούν ότι, τελικά, δεν πρόκειται να πάθουν κάτι.

Το πρόβλημα υπερβαίνει τον άσφαιρο μηχανισμό απόδοσης ευθυνών. Οφείλεται –ίσως και περισσότερο– στην περιθωριακή θέση την οποία κατέχει ο δικαστής αναφορικά με τον σεβασμό των αποφάσεών του. Το ελληνικό δίκαιο παραμένει εγκλωβισμένο σε μια άκαμπτη και πεπαλαιωμένη ανάγνωση της διάκρισης των λειτουργιών. Η εφαρμογή της δικαστικής κρίσης ανήκει στους κρατικούς αποδέκτες της: τον νομοθέτη, την κυβέρνηση και τη διοίκηση. Ο δικαστής απαγορεύεται να τους υποκαταστήσει ακόμη και όταν εκείνοι τον αγνοούν. Αντίστοιχα, ο ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας και στην ακύρωση των παράνομων διοικητικών πράξεων, κατά το γαλλικό πρότυπο· τι θα γίνει στη συνέχεια, δεν είναι δική του δουλειά. Μόνο που οι Γάλλοι έχουν αντιληφθεί τους αναχρονισμούς του μοντέλου τους. Εξοπλίζουν τα δικαστήριά τους με σοβαρά εργαλεία εξαναγκασμού σε συμμόρφωση. Πρόσφατα (2022), το Conseil d’Etat καταδίκασε το γαλλικό δημόσιο να καταβάλει 10 εκατ. ευρώ σε περιβαλλοντικές οργανώσεις, για κάθε εξάμηνο μη τήρησης προηγούμενης δικαστικής απόφασης η οποία επέβαλε τη λήψη μέτρων για τη μείωση της αέριας ρύπανσης.

Η προσθήκη στο Σύνταγμα διάταξης σύμφωνα με την οποία «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις» (άρθρ. 95, παρ. 5) συνιστά μάλλον παραδοχή αποτυχίας.

Στην Ελλάδα, δεν φαίνεται να υπάρχει η ίδια ευαισθησία, τόσο από την πλευρά του νομοθέτη όσο και από εκείνη του δικαστή. Ο ν. 3068/2002 «για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις» αποτελεί μάλλον ξεδοντιασμένη αντιγραφή εισαγόμενων ρυθμίσεων. Ο έλεγχος ανατίθεται σε «τριμελές συμβούλιο» ανά δικαστήριο, το οποίο «διαπιστώνει» την αδικαιολόγητη καθυστέρηση, «καλεί» σε συμμόρφωση, «παρέχει την αναγκαία συνδρομή» ή επιβάλλει «χρηματική κύρωση» στην ανυπότακτη διοικητική αρχή (όχι σε φυσικά πρόσωπα). Ο μηχανισμός χρειάζεται συνολική βελτίωση. Αντί για επιτροπές που επιλαμβάνονται κατόπιν εορτής, το ζήτημα της συμμόρφωσης επιβάλλεται να απασχολεί τους δικαστές ήδη κατά το στάδιο της δικαστικής κρίσης – εκείνοι γνωρίζουν καλύτερα τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης. Είναι παράλογο, μετά από πολυσέλιδο σκεπτικό, το διατακτικό της δικαστικής απόφασης να εξαντλείται στις λέξεις «δέχεται την αίτηση και ακυρώνει». Η περιγραφή του τρόπου επιστροφής στη νομιμότητα θα μείωνε τα περιθώρια παρερμηνείας. Αν οι κρατικοί λειτουργοί συνεχίσουν να κωφεύουν, δικαιολογούνται πιο εκτεταμένες επεμβάσεις του Δικαστηρίου στο έργο τους. Η διάκριση των λειτουργιών κατοχυρώθηκε ως εγγύηση του κράτους δικαίου και όχι για να παρακάμπτεται το δεδικασμένο. Οσο για τις κυρώσεις, καλό θα ήταν να στρέφονται και κατά φυσικών προσώπων –π.χ. τον επικεφαλής της υπηρεσίας ή τον αρμόδιο υπάλληλο– με χρηματικό αλλά και πειθαρχικό περιεχόμενο.

Οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις δεν έχουν αξία εάν δεν αγκαλιάζονται από τους ίδιους τους δικαστές. Εάν εκείνοι δεν αντιλαμβάνονται πως η συμμόρφωση είναι εξίσου σημαντική με τη δικαστική κρίση, ώστε να χρησιμοποιούν κάθε μέσο για τη διασφάλισή της. Το 2023, υπήρξαν κάποια φωτεινά παραδείγματα. Το «τριμελές συμβούλιο» του ΣτΕ απαίτησε με ιδιαίτερα επίμονο τρόπο τον σεβασμό δύο προηγούμενων αποφάσεών του, με τις οποίες ακύρωσε τις άδειες ξενοδοχείου δίπλα στην Ακρόπολη και επέβαλε την επιστροφή των μετοχών της ΕΥΔΑΠ στο κράτος. Αλλά δεν φτάνουν εξάρσεις παρρησίας, όσο ο μέσος λειτουργός της Θέμιδος αρκείται σε χάρτινο ξίφος.

*Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή