Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Οι δύο όψεις μιας ιστορικής μετάβασης

Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Οι δύο όψεις μιας ιστορικής μετάβασης

Το 1974 ήταν ένα πολιτικό -συνταγματικό επίτευγμα, αλλά και καταλύτης για έναν ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό της χώρας, με ανάμεικτο απολογισμό. Ποιες είναι τώρα οι προκλήσεις για τους θεσμούς που αποδείχθηκαν ανθεκτικοί επί μισό αιώνα

16' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ας ξεκινήσουμε με την ίδια τη λέξη: και ας θυμηθούμε ότι η πρώτη Mεταπολίτευση είχε ήδη πραγματοποιηθεί πριν από την πτώση της χούντας, το 1973. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε χαιρετίσει, σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα, την «επαναστατικήν μεταπολίτευσιν της 1ης Ιουνίου [όπου]… αρχίζει νέα φάσις εις την εθνικήν και την πολιτικήν ιστορίαν της Ελλάδος». Με αυτόν τον τρόπο ανακοίνωσε την κατάργηση της μοναρχίας από τη χούντα, και τη δική του –τελικά ανεπιτυχή– προσπάθεια φιλελευθεροποίησης. Ενα χρόνο αργότερα, ο κόσμος άρχισε να χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη αναφερόμενος στην πτώση της χούντας. Οταν, το φθινόπωρο του 1974, ο Καραμανλής μίλησε για την «στιγμήν της μεταπολιτεύσεως», η λέξη είχε ξεκάθαρα θετική έννοια. Ωστόσο, ένα κύριο άρθρο του «Ριζοσπάστη» περίπου την ίδια εποχή, ανέφερε ότι «στο δίμηνο της Mεταπολίτευσης φάνηκε καθαρά ότι οι αντιδραστικές δυνάμεις καταφέρνουν να προσαρμόζονται» – που σημαίνει ότι δεν υπήρχε πραγματική ανατροπή του παλαιού καθεστώτος: ήταν μόνο μια Mεταπολίτευση. Ο όρος διέθετε έτσι εξαρχής μια εγγενή αμφισημία.

Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Οι δύο όψεις μιας ιστορικής μετάβασης-1
Ο Λάμπρος Ευταξίας, φίλος και πολιτικό στήριγμα του Καραμανλή, από το 1932 μέχρι τον ερχομό της χούντας, κατείχε την ίδια βουλευτική έδρα στη Φθιώτιδα που είχε και ο θείος του από τη δεκαετία του 1880! Ο πραγματικός πυρήνας της ιδεολογίας του δεν ήταν ούτε η μοναρχία ούτε ο αντικομμουνισμός, αλλά κυρίως, η προστασία του αστικού καθεστώτος.

Για πολλούς, ανέκαθεν σήμαινε συγκεκριμένα τη μετάβαση του 1974-75. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, το εύρος και το τέλος της μετατοπίζονταν. Σχολιαστές του στρατοπέδου του ΠΑΣΟΚ, τη δεκαετία του ’80, έβλεπαν τη Mεταπολίτευση να τελειώνει με την ιστορική νίκη τους το 1981, ωσάν ο θρίαμβος του Ανδρέα να ήταν η επιβεβαίωση του τέλους μιας διφορούμενης μετάβασης. Μεταγενέστεροι γράφοντες υποστήριξαν ότι τελείωσε το 1989, ή το 2004, ή το 2015 – ή ίσως και να μην τελείωσε ποτέ. Σήμερα γιορτάζουμε τα Πενήντα Χρόνια Mεταπολίτευσης. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό: μισός αιώνας Mεταπολίτευσης ή από τη Mεταπολίτευση; Η ασάφεια συνεχίζεται, αντανακλώντας τον υποσυνείδητο δισταγμό μας να εκφράσουμε υπερβολική βεβαιότητα σχετικά με την καθιέρωση της δημοκρατίας, να την θεωρήσουμε πιο εδραιωμένη από ό,τι πραγματικά είναι, ιδίως καθώς το μέλλον της παγκοσμίως μοιάζει να απειλείται.

Πόσο άλλαξαν τα πράγματα

Από την αρχή, μια μειοψηφούσα άποψη υποστήριζε ότι η πτώση της χούντας δεν είχε φέρει καμία αλλαγή – ή, όπως είχε γράψει ο Γάλλος δημοσιογράφος του 19ου αιώνα, Αλφόνς Καρ, μετά τις επαναστάσεις του 1848: «plus ça change, plus c’est la même chose» (Οσο πιο πολύ αλλάζουν τα πράγματα, τόσο πιο ίδια μένουν). Η άποψη αυτή συνδέθηκε ιδιαίτερα με την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Μετά τη δολοφονία του σταθμάρχη της CIA Ρίτσαρντ Γουέλς, η «17 Νοέμβρη», στην προκήρυξή της, υποστήριζε ότι δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στον «φασισμό» της χούντας και «τον νέο φασισμό με κοινοβουλευτικό μανδύα» του 1975. Αρχικά, πολλοί στην Αριστερά είχαν παρόμοιες υποψίες, απογοητευμένοι από την πολιτική σταδιακών αλλαγών του Καραμανλή και από την περιορισμένη κάθαρση των υποστηρικτών της χούντας. Ομως παρόλο που η επαναστατική μαρξιστική κριτική του κοινοβουλευτισμού δεν εξαφανίστηκε ποτέ, η απήχησή της μειώθηκε καθώς οι ελεύθερες εκλογές διαδέχονταν η μία την άλλη.

Αξίζει, ωστόσο, να ασχοληθούμε με την άποψη αυτή, αν και μόνο επειδή είναι αλήθεια ότι καμία μεταβολή στην πολιτική δεν είναι ποτέ ολοκληρωτική. Μια ένσταση στην άποψη αυτή είναι ότι, εφόσον υπονοεί ότι η μεταβίβαση της εξουσίας ήταν κάποιο είδος συνωμοσίας, τότε αντιστρέφει την ακολουθία των γεγονότων: πράγματι, υπήρξε συνωμοσία, αλλά συνέβη στο ξεκίνημα της χούντας, όχι στο τέλος της. Μια δεύτερη ένσταση είναι ότι λανθασμένα περιγράφει τη χούντα ως φασιστική: περισσότερο ήταν αποτέλεσμα και έκφραση της αυταρχικής κουλτούρας του σώματος των αξιωματικών του στρατού, και ίσως λόγω αυτού δεν εξελίχθηκε ποτέ σε μονοκομματικό ολοκληρωτισμό όπως ο ιταλικός Φασισμός το 1926 ή το Τρίτο Ράιχ γύρω στο 1934. Επίσης, η χούντα υπήρξε συγκριτικά βραχύβια –μόλις 7 χρόνια στην εξουσία σε σύγκριση με τις δύο δεκαετίες του Μπενίτο Μουσολίνι ή τις τρεις και πλέον δεκαετίες του στρατηγού Φράνκο– και αντιμετώπισε διεθνείς αντιδράσεις διότι εμφανίστηκε σε μια εποχή που η μνήμη του πολέμου κατά του φασισμού παρέμενε νωπή σε όλη την Ευρώπη. Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν είχε ακόμη καταφέρει, το 1974, να θέσει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, δεν ανατράπηκε εύκολα (σπάνια γίνεται άλλωστε αυτό με τις δικτατορίες) και η πτώση της ήρθε –όπως και για το Τρίτο Ράιχ και τον ιταλικό Φασισμό– μόνο μέσω της ήττας στον πόλεμο.

Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Οι δύο όψεις μιας ιστορικής μετάβασης-2
Τεθωρακισμένο άρμα μάχης κινείται έξω από το ξενοδοχείο Χίλτον την 21η Απριλίου 1967. Εξι χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1973, λίγες μέρες μετά το Κίνημα του Ναυτικού, η χούντα κατήργησε τη Βασιλεία με τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο να μιλάει, σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα, για «επαναστατικήν μεταπολίτευσιν», υποστηρίζοντας πως «αρχίζει νέα φάσις εις την εθνικήν και την πολιτικήν ιστορίαν της Ελλάδος». Με Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον ίδιο. [A.P. Photo]

Κατά τη γνώμη μου, το καλοκαίρι του 1974 είχε επέλθει μια πραγματική πολιτική κρίση με την κλασική –αν μπορεί να ειπωθεί αυτό– έννοια: ήταν δηλαδή μια εποχή όπου οι πολιτικές αποφάσεις είχαν σημασία και είχαν και διαρκή αποτελέσματα. Ομως δεν είχε φτάσει η ώρα μηδέν και η μετάβαση είχε μεγαλύτερη διάρκεια απ’ ό,τι, λόγου χάρη, στη Γερμανία το 1945. Οι συνταγματάρχες από την αρχή έβλεπαν τον εαυτό τους ως παρένθεση και έτσι το ζήτημα της μετάβασης είχε τεθεί εξαρχής. Ακόμα κι αν δεν άντεχαν να παραδώσουν την εξουσία ή να ορίσουν μια ημερομηνία απόσυρσης του στρατού, ήταν ταυτόχρονα απρόθυμοι να δηλώσουν τη δική τους μονιμότητα. Το αποτυχημένο Σύνταγμά τους του 1968 δεν εφαρμόστηκε ποτέ φυσικά. Ωστόσο θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε γιατί αισθάνθηκαν την ανάγκη να το θεσπίσουν. Οσο για τη δημοκρατική τους Mεταπολίτευση του 1973, ήταν μια ενέργεια που ο Καραμανλής ήταν διατεθειμένος να αποδεχτεί. Γι’ αυτό και όταν, με τη Συντακτική πράξη της 1ης Αυγούστου 1974, επανέφερε προσωρινά το Σύνταγμα του 1952, υπήρχε η εξαίρεση της μορφής του πολιτεύματος, δηλαδή της Βασιλευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Στα απομνημονεύματά του, ο άλλος Κωνσταντίνος περιγράφει το σοκ που υπέστη όταν έμαθε στην εξορία για την «ξεκάθαρη συνταγματική εκτροπή [του Καραμανλή] ακριβώς πάνω στα χνάρια της χούντας», όπως την χαρακτήρισε. Με την αυστηρά νομική έννοια, δεν είχε άδικο.

Αδίστακτος πραγματισμός

Η απόφαση του Καραμανλή, επιστρέφοντας από το Παρίσι, να επιτρέψει την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργού από τον τελευταίο πρόεδρο της χούντας, αντικατόπτριζε συνεπώς έναν σχετικά αδίστακτο πραγματισμό: ίσως να υποδήλωνε μια ονομαστική αποδοχή της συνταγματικής νομιμότητας της χούντας, ωστόσο ο στρατηγός Γκιζίκης ήταν, σε τελική ανάλυση, ένας άνδρας υπό παραίτηση, άρα διακοσμητικός, και αυτό τον έκανε ανεκτό. Ωστόσο, πίσω από αυτόν τον πραγματισμό βρισκόταν η κατανόηση του Καραμανλή –εδώ διαισθάνεται κανείς τη σημασία της εξορίας ως κρίσιμης εμπειρίας μάθησης για τον ίδιο, καθώς και για άλλους πολιτικούς ηγέτες της Mεταπολίτευσης– για το πόσο ριζικά είχε αλλάξει το πολιτικό τοπίο της Ελλάδας και απαιτούσε αναδιαμόρφωση. Διότι δεν ήταν σαφώς μόνο η χούντα της οποίας η επταετής κληρονομιά έπρεπε να θαφτεί. Η χώρα ζούσε για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε μια διαβλητή συνταγματική τάξη, η οποία βασιζόταν στη βασιλική αυλή, στον στρατό, στους Αμερικανούς και σε έναν κλειστό κύκλο «εθνικοφρόνων» πολιτικών. Απόδειξη ότι ο Καραμανλής το συνειδητοποίησε αυτό, ήταν ότι εγκατέλειψε το παλιό του κόμμα, την ΕΡΕ, για να δώσει τη μάχη των εκλογών του Νοεμβρίου υπό το λάβαρο της συμβολικά αποκαλούμενης Νέας Δημοκρατίας.

Σίγουρα δεν ήταν πάντα θέμα επιδεξιότητας ή πολιτικής ιδιοφυΐας. Εκείνοι που ανέλαβαν την αποκατάσταση της Δημοκρατίας είχαν και κάποια τύχη, κυρίως με τα αποτελέσματα της κάλπης: οι αδιαμφισβήτητες και συντριπτικές πλειοψηφίες στα τέλη του 1974, τόσο στις εθνικές εκλογές για τη Νέα Δημοκρατία, όσο και στο δημοψήφισμα κατά της επιστροφής του βασιλιά, αποκατέστησαν την αξιοπιστία της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης και άνοιξαν τον δρόμο για το νέο δημοκρατικό σύνταγμα τον επόμενο χρόνο. Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις για ένα ριζικά αλλαγμένο πολιτικό περιβάλλον: ο στρατός επέστρεψε στους στρατώνες, ο βασιλιάς πέρασε στην ιστορία και η Αριστερά επανήλθε στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής. Ο θρίαμβος του ΠΑΣΟΚ, το 1981, ήταν ίσως η απόλυτη απεικόνιση της έκτασης της αλλαγής και η στιγμή που πολλοί στην Αριστερά άρχισαν να πιστεύουν ότι ήταν πραγματική.

Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Οι δύο όψεις μιας ιστορικής μετάβασης-3
Μοιάζει με φάρσα, αλλά δεν είναι: το σύνθημα «Ζήτω η Δημοκρατία» στην παλαιά αγορά της Ρόδου με… επιστέγασμα τον «Φοίνικα» της δικτατορίας. Την Κυριακή 29 Ιουλίου 1973 η χούντα κάλεσε τους πολίτες να εγκρίνουν με δημοψήφισμα την αλλαγή του πολιτεύματος από Βασιλευομένη σε Προεδρική Δημοκρατία. Ολα αυτά έμελλε να αποκτήσουν υπόσταση ακριβώς ένα χρόνο αργότερα με τραγικό τρόπο. [A.P. Photo/Aristotle Saris]

Από τη στιγμή που το ΚΚΕ είχε νομιμοποιηθεί, ούτε ο αντικομμουνισμός ούτε η βασιλοφροσύνη έπαιζαν τον ρόλο που είχαν κάποτε στη Δεξιά: η φύση της Δεξιάς άλλαξε έτσι ριζικά. Αλλά το ίδιο συνέβη και με την Αριστερά. Ο μαρξισμός ως γλώσσα και κουλτούρα πολιτικής κινητοποίησης κέρδισε έδαφος μετά το 1974 πολύ περισσότερο από ό,τι ο ίδιος ο κομμουνισμός: δεν ήταν το ΚΚΕ που κέρδισε από αυτό, αλλά το ΠΑΣΟΚ, ένα κόμμα που δεν ήταν ιστορικά τόσο συνδεδεμένο με τη μία πλευρά του εμφυλίου πολέμου, αλλά υποσχόταν μια πιο περιεκτική κοινωνική επανένταξη. Οι αλλαγές στο πεδίο της πολιτικής συμφιλίωσης που επέφερε αυτή η ευρύτερη Αριστερά διαρκούν μέχρι και σήμερα, μαζί με τη μεταμόρφωση του αστικού και οικογενειακού δικαίου, την εδραίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την επέκταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τη δημιουργία ενός εθνικού συστήματος υγείας. Στα χρόνια αυτά σημειώθηκε επίσης μια εξαιρετική πολιτιστική και πνευματική άνθηση στις τέχνες, το θέατρο, τις εκδόσεις και τα πανεπιστήμια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Ελλάδα ήταν μια χώρα που, κατά κάποιο τρόπο, «σκεφτόταν με την ιστορία» προκειμένου να συζητήσει και να ξεπεράσει τις διαιρέσεις της δεκαετίας του ’40, με έναν τρόπο που απλώς δεν ήταν εφικτός νωρίτερα. Εν ολίγοις, η χώρα ξεπέρασε τις πολώσεις του παρελθόντος της, κατά τη διάρκεια της Mεταπολίτευσης.

Σχολιαστές του στρατοπέδου του ΠΑΣΟΚ, τη δεκαετία του ’80, έβλεπαν τη Mεταπολίτευση να τελειώνει με την ιστορική νίκη τους το 1981. Μεταγενέστεροι γράφοντες υποστήριξαν ότι τελείωσε το 1989, ή το 2004, ή το 2015 – ή ίσως και να μην τελείωσε ποτέ.

Τον τελευταίο μισό αιώνα, η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μια δημοκρατική πολιτική που σε γενικές γραμμές λειτουργεί σε όλο το ιδεολογικό φάσμα, και παράγει γενικά ανθεκτικές κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων. Η βάση της σύγκρισής μου δεν είναι κάποιο θεωρητικό όραμα πολιτικού μοντερνισμού, αλλά ο κόσμος γύρω μας, όπως είναι τώρα, και όπως ήταν στην Ελλάδα στο παρελθόν. Η κοινοβουλευτική παράδοση της Ελλάδας, όπως μας υπενθύμισε εύστοχα ο Νίκος Αλιβιζάτος, χρονολογείται από τη δεκαετία του 1840. Ωστόσο, αυτός ο μισός αιώνας υπήρξε η πρώτη περίοδος στην ιστορία της κατά την οποία η μέση διάρκεια ζωής μιας κυβέρνησης ξεπέρασε τα δύο έτη. (Για μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα διαρκούσαν λιγότερο από ένα χρόνο). Υπήρξε ένας μετασχηματισμός στις σχέσεις μεταξύ πολιτών και στρατού ο οποίος δεν είναι δυνατόν, για διάφορους λόγους, να αντιστραφεί εύκολα. Το ζήτημα της μοναρχίας θεωρείται πλέον λήξαν. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προώθησαν σίγουρα αυτή τη διαδικασία εκδημοκρατισμού. Ομως, συνολικά, θεωρώ ότι η εδραίωση των νέων πολιτικών κανόνων μετά το 1974 είναι κυρίως αποτέλεσμα των συζητήσεων και των αποφάσεων που ελήφθησαν στην Ελλάδα.

Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Οι δύο όψεις μιας ιστορικής μετάβασης-4
Νέοι με σημαίες και φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή πανηγυρίζουν στο σιντριβάνι της Ομόνοιας, τη νύχτα της 24ης Ιουλίου 1974. Επειτα από επτά χρόνια δικτατορίας, η Ελλάδα επέστρεφε στην πολιτική ομαλότητα ταυτόχρονα με την επιστροφή του πρώην πρωθυπουργού από το Παρίσι όπου ζούσε από το 1963. Εκείνο το βράδυ η κραυγή «ε-ε-έρχεται» δονούσε την Αθήνα, που προσπαθούσε να τινάξει από πάνω της και το μικρότερο ίχνος «γύψου».

Οι διεθνείς και παγκόσμιες δυνάμεις είχαν πολύ καθοριστικότερο αντίκτυπο στο πεδίο των κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, αν και νομίζω ότι αυτό ίσχυε παντού από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Στη μεταπολεμική δυτική Ευρώπη, η εδραίωση των κρατών πρόνοιας προηγήθηκε της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας κατά αρκετές δεκαετίες. Ωστόσο, μόνο από τη δεκαετία του ’70 άρχισε η Ελλάδα να διευρύνει σημαντικά τον δημόσιο τομέα, αρχικά με τη Νέα Δημοκρατία και στη συνέχεια με επιταχυνόμενο ρυθμό υπό το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η διεύρυνση περιλάμβανε την κρατικοποίηση βιομηχανιών, τη δημιουργία εθνικού συστήματος υγείας και την ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης. Αυτές οι τάσεις ανταποκρίνονταν στις κοινωνικές προσδοκίες, αλλά επέσπευσαν επίσης και συνοδεύτηκαν από πελατειακές σχέσεις πρωτοφανούς κλίμακας: δεν είναι τυχαίο ότι ο αριθμός των μελών των κύριων πολιτικών κομμάτων αυξήθηκε εκθετικά εκείνα ακριβώς τα χρόνια. Οι θεωρίες που αντιλαμβάνονται την Ελλάδα ως ένα κλασικό παράδειγμα πελατειακών σχέσεων από τα μέσα του 19ου αιώνα, ενδέχεται να μας οδηγήσουν να παραβλέψουμε την εκθετική αύξηση της αλληλοδιείσδυσης κράτους και πολιτικών κομμάτων που έλαβε χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και έπειτα. Τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν σημαντικά, όμως η αύξηση των δημόσιων δαπανών ξεπέρασε κατά πολύ τα έσοδα: τα θεμελιώδη μεγέθη είναι γνωστά σε όλους.

Τον τελευταίο μισό αιώνα, η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μια δημοκρατική πολιτική που σε γενικές γραμμές λειτουργεί σε όλο το ιδεολογικό φάσμα, και παράγει γενικά ανθεκτικές κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων.

Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις θα ήταν προβληματικές, στην καλύτερη περίπτωση. Ομως, σαν να μην έφτανε αυτό, αυτές οι τάσεις συνέβαιναν ακριβώς την περίοδο που η χώρα συμμετείχε όλο και βαθύτερα στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αν βρισκόμασταν στη δεκαετία του ’50 ή του ’60, ίσως να είχε λιγότερη σημασία, και η δραχμή να είχε αντέξει περισσότερο την πίεση. Πάντως, από τη δεκαετία του ’80, οι ηγέτες της Ευρώπης έδιναν προτεραιότητα στη νομισματική εναρμόνιση ως μέσο για τη στενότερη ένωση, και απαιτούσαν μια πρωτοφανή δημοσιονομική πειθαρχία. Και στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η παγκοσμιοποίηση είχε αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού. Το 2010, καθώς η κρίση χρέους επιδεινωνόταν, οι επιπτώσεις έγιναν σαφείς. Η Ελλάδα θα μπορούσε θεωρητικά να είχε επιλέξει να εγκαταλείψει το ευρωπαϊκό όχημα, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπήρχε το θάρρος στο εκλογικό της σώμα για κάτι τέτοιο.

Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Οι δύο όψεις μιας ιστορικής μετάβασης-5
Τούρκοι στρατιώτες σε θέσεις μάχης, περίπου 400 μέτρα μακριά από τους υπερασπιστές του αεροδρομίου της Λευκωσίας. Η εισβολή στην Κύπρο ως επακόλουθο του πραξικοπήματος εναντίον του Μακαρίου, ανάγκασε τη χούντα να εγκαταλείψει την εξουσία. Αυτό που έμεινε πίσω ήταν η τουρκική κατοχή. Και μια «εκκρεμότητα» με το πολιτειακό ζήτημα που τακτοποίησε προσωρινά ο Καραμανλής με τη Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974. [A.P. Photo/Max Nash]

Ετσι, φτάνουμε στις δύο βασικές ερμηνείες της Mεταπολίτευσης: [α] ως ένα στενά πολιτικό-συνταγματικό επίτευγμα, το οποίο γενικά (και εύλογα) θεωρείται ιδιαίτερα θετικό και [β] ως ο καταλύτης για έναν ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό της χώρας, όπου ο απολογισμός υπήρξε πιο ανάμεικτος.

Δύο βιογραφίες, μία χώρα

Τώρα, όμως, ας κάνουμε ένα βήμα πίσω. Η Ελλάδα υπάρχει λίγο καιρό ως ανεξάρτητο κράτος: πράγματι, μπορούμε να καλύψουμε ολόκληρο το εύρος της ιστορίας της μέσα σε μόλις δύο ζωές. Ο Απόστολος Μαυρογένης ήταν ένας γιατρός, μέλος της επιφανούς οικογένειας των Φαναριωτών, ο οποίος γεννήθηκε στην Πάρο γύρω στο 1792. Πολέμησε το 1821, και, όταν πέθανε σε βαθιά γεράματα, το 1906, φέρεται να ήταν ο τελευταίος επιζών αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Τη χρονιά πριν από τον θάνατο του Μαυρογένη, γεννιόταν σε πλούσια αθηναϊκή οικογένεια ο μετέπειτα πολιτικός Λάμπρος Ευταξίας: φίλος του Καραμανλή πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και πολιτικό στήριγμά του στη συνέχεια, ο Ευταξίας πέθανε και αυτός σε μεγάλη ηλικία, το 1996. Οι ζωές του Μαυρογένη και του Ευταξία αρκούν για να μας μεταφέρουν από την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι τις μέρες μας.

Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Οι δύο όψεις μιας ιστορικής μετάβασης-6
Ο Απόστολος Μαυρογένης ήταν γιατρός από την Πάρο με φαναριώτικη καταγωγή. Οταν γεννήθηκε, το 1792, δεν υπήρχε ούτε Ελλάδα, ούτε καν πολιτική με τη σύγχρονη έννοια. Πολέμησε στην Επανάσταση και πέθανε σε βαθιά γεράματα, σε ηλικία 113 ετών, το 1905. Η Ελλάδα ήταν πλέον μια εδραιωμένη ανεξάρτητη πολιτεία που διεύρυνε συνεχώς τα σύνορά της.

Οταν γεννήθηκε ο Μαυρογένης, δεν υπήρχε Ελλάδα και δεν υπήρχε καθόλου πολιτική με τη σύγχρονη έννοια: η ίδια η ιδέα του έθνους-κράτους ήταν άγνωστη και η Αθήνα ήταν μια οθωμανική κωμόπολη. Την εποχή του θανάτου του, η Ελλάδα ήταν πλέον μια εδραιωμένη ανεξάρτητη πολιτεία, τα σύνορα της οποίας διευρύνονταν συνεχώς μέσω του πολέμου. Την εποχή του Μαυρογένη, οι εδαφικές συγκρούσεις θεωρούνταν κάτι φυσιολογικό και μάλιστα θετικό, διότι χωρίς τις μάχες, η Ελλάδα –και πολλές άλλες χώρες– δεν θα είχαν ποτέ δημιουργηθεί. Αυτή η νοοτροπία, που εξηγεί το κύρος του σώματος των αξιωματικών και τη σημασία του στρατού στην πολιτική, δεν άλλαξε αμέσως μετά τον θάνατο του Μαυρογένη, ούτε καν –πιστεύω– μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σίγουρα, ένα κρίσιμο στοιχείο του 1974, είναι ασφαλώς ότι σηματοδότησε την οριστική λήξη της πολύ μακράς παράδοσης αλυτρωτισμού στην Ελλάδα – μια κληρονομιά που παραμένει ορατή ακόμη και τώρα στη συνεχιζόμενη τραγωδία της Κύπρου. Εν ολίγοις, η Ελλάδα είναι σήμερα, υπό μια βαθιά έννοια, μια μεταπολεμική χώρα.

Ενώ ήταν η γενιά του Καραμανλή που διαχειρίστηκε τη Mεταπολίτευση, η επόμενη γενιά ήταν αυτή που καρπώθηκε τα οφέλη της. Τώρα, αυτή η γενιά δίνει τη θέση της στην επόμενη, ηλικίας από 15 έως 50 ετών, η οποία έχει τις δικές της ανησυχίες και προκλήσεις.

Οταν γεννήθηκε ο Λάμπρος Ευταξίας, το 1905, η Ελλάδα παρέμενε σε μεγάλο βαθμό αγροτική, αναλφάβητη και ανίκανη να καλύψει αυτόνομα τις ανάγκες της σε τροφή. Ωστόσο η Αθήνα, ως εθνική πρωτεύουσα, είχε ήδη μια παράδοση δεκαετιών στην κοινοβουλευτική πολιτική. Τυπικά, βρισκόταν υπό το καθεστώς της μοναρχίας και υπό την κυριαρχία ορισμένων ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων. Στην καθημερινή της, όμως, λειτουργία, η χώρα βρισκόταν στα χέρια μιας συγκεκριμένης ελίτ –ας την ονομάσουμε, ελλείψει καλύτερου όρου, μεγαλοαστική τάξη– τα μέλη της οποίας διοικούσαν βασικούς θεσμούς όπως τα πανεπιστήμια, τις τράπεζες, τα υπουργεία, τα δικαστήρια και τις διπλωματικές υπηρεσίες. Αυτή ήταν η τάξη στην οποία γεννήθηκε ο Ευταξίας, μια τάξη που είχε εμφανιστεί στα μέσα του 19ου αιώνα. Από το 1932 μέχρι τον ερχομό της χούντας, κατείχε την ίδια βουλευτική έδρα στη Φθιώτιδα που είχε και ο θείος του από τη δεκαετία του 1880: παρέμενε έτσι στην οικογένεια για ογδόντα χρόνια. Για τον Ευταξία και ανθρώπους σαν αυτόν, η πολιτική ήταν πρώτα τοπική και οικογενειακή και μετά κομματική υπόθεση. Τόσο στον Εθνικό Διχασμό όσο και στον Εμφύλιο, ήταν ξεκάθαρο με ποια πλευρά ήταν ο Ευταξίας – ταυτόχρονα, ο πραγματικός πυρήνας της ιδεολογίας του, αν έπρεπε να τον συνοψίσω, δεν ήταν ούτε η μοναρχία ούτε ο αντικομμουνισμός, αλλά κυρίως, η προστασία του αστικού καθεστώτος. Διοικούμενη από αυτή την τάξη, με αυτή την προοπτική, η ελληνική πολιτική –κάτω από την ταραχώδη επιφάνειά της– διέθετε έναν εξαιρετικά σταθερό κοινωνιολογικό χαρακτήρα, για μεγάλο μέρος των δύο προηγούμενων αιώνων. Και πάλι – το 1974 ήταν αυτό που σηματοδότησε, για λόγους που νομίζω ότι δεν έχουμε ακόμη κατανοήσει πλήρως, το τέλος της μεγαλοαστικής τάξης ως πολιτικής δύναμης. Συνεπώς, η Mεταπολίτευση δεν άλλαξε μόνο τη σχέση της Ελλάδας με τον πόλεμο – έθεσε επίσης τέλος στο ancien régime (παλαιό καθεστώς) της Ελλάδας. Αυτό που το αντικατέστησε ήταν μια εντελώς νέα μορφή διακυβέρνησης –βασισμένη στη δημόσια ορατότητα παρά στη μυστικότητα– με άκρως συγκεντρωτικούς κομματικούς μηχανισμούς αντί της επιρροής διαφόρων ελίτ.

Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Οι δύο όψεις μιας ιστορικής μετάβασης-7
Ο Μαρκ Μαζάουερ στο βήμα του συνεδρίου «Μεταπολίτευση: 50 χρόνια μετά». Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια αναφέρθηκε στη μετάβαση από τη μοναρχία και τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία και στην πορεία που διέγραψε μέχρι τις μέρες μας. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Οι πολιτικοί θεσμοί της Mεταπολίτευσης αποδείχθηκαν ανθεκτικοί, ικανοί ακόμη και να επιβιώσουν των επαναλαμβανόμενων κρίσεων της τελευταίας δεκαετίας και πλέον. Η μελλοντική τους πρόκληση είναι να αποδείξουν ότι μπορούν όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να αντιμετωπίσουν τα εκτεταμένα δεινά που άφησαν πίσω τους αυτές οι κρίσεις – τις επιπτώσεις τους στην εκπαίδευση, στις προοπτικές, στην υγεία και ίσως πάνω απ’ όλα στο θλιβερό εργασιακό μέλλον των νέων Ελλήνων. Με εντυπωσιάζει όλο και περισσότερο ο γενεαλογικός χαρακτήρας της Mεταπολίτευσης: ενώ ήταν η γενιά του Καραμανλή που την διαχειρίστηκε, η επόμενη γενιά ήταν αυτή που καρπώθηκε τα οφέλη της. Τώρα, αυτή η γενιά δίνει τη θέση της στην επόμενη, ηλικίας από 15 έως 50 ετών, η οποία δεν έχει μνήμες από τα χρόνια της δικτατορίας και έχει τις δικές της ανησυχίες και προκλήσεις: την αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα που απειλεί πολλούς με εξαθλίωση, τις γρήγορες τεχνολογικές εξελίξεις που αποσταθεροποιούν τα εργασιακά πρότυπα, τη μαζική μετανάστευση από την άλλη πλευρά της Μεσογείου που δοκιμάζει τις εθνικιστικές έννοιες της κοινότητας, τις περιφερειακές συγκρούσεις στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή, και ίσως πάνω απ’ όλα, την απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Μια σταθερά από το 1821 μέχρι σήμερα, ήταν η εξαιρετική ικανότητα της ελληνικής κοινωνίας να αντέχει σημαντικές αναταραχές. Ωστόσο δεν θα ήταν συνετό να βασίζεται μόνο σε αυτή την ανθεκτικότητα στο μέλλον. Ας ελπίσουμε ότι οι μελλοντικοί πολιτικοί θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις σημερινές προκλήσεις της Ελλάδας με την ίδια ικανότητα και σοφία, και την αίσθηση της ιστορίας που επέδειξαν οι προκάτοχοί τους πριν από πενήντα χρόνια.

*Ο κ. Μαρκ Μαζάουερ είναι SNF Director του Columbia Institute for Ideas and Imagination.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή