Αρθρο του Γ. Μπαλαμπανίδη στην «Κ»: Η Σάττι και η εθνική μας αυτογνωσία

Αρθρο του Γ. Μπαλαμπανίδη στην «Κ»: Η Σάττι και η εθνική μας αυτογνωσία

Το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι πυροδότησε το πιο πρόσφατο επεισόδιο των καθ’ ημάς πολέμων της κουλτούρας. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα γράφτηκαν όλες οι πιθανές απόψεις, από τις πιο επικριτικές μέχρι τις πιο υμνητικές

3' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι πυροδότησε το πιο πρόσφατο επεισόδιο των καθ’ ημάς πολέμων της κουλτούρας. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα γράφτηκαν όλες οι πιθανές απόψεις, από τις πιο επικριτικές μέχρι τις πιο υμνητικές. Αξίζει, αλήθεια, τόσος ορυμαγδός για ένα ποπ τραγούδι που θα ακουστεί στο ετήσιο ευρωπαϊκό μας «πανηγυράκι»;

Ναι. Ενα τραγούδι που εξάπτει τα πάθη, που δεν μας αφήνει αδιάφορους, μάλλον έχει πετύχει φλέβα. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, κάτι μας λέει. Εξάλλου, έχει παρέλθει η εποχή της αυστηρής διάκρισης ανάμεσα σε υψηλές και ταπεινές μορφές τέχνης. Δεν είναι πρώτη φορά που ένα «μαζικό» ιδίωμα, είτε πρόκειται για ποπ μουσική είτε για αστυνομική λογοτεχνία, για κόμικς, μπορεί να μας δίνει κλειδιά για να συλλάβουμε «κάτι» που βρίσκεται εκεί έξω.

Δεν είμαι φαν της Μαρίνας Σάττι και πιθανόν δεν θα άκουγα το «Ζari» δεύτερη και τρίτη φορά. Ωστόσο, το τραγούδι, αδιαχώριστα από το βίντεο κλιπ που το συνοδεύει, ως κόνσεπτ που λέμε στα ελληνικά, είναι ένα βιτριολικό σχόλιο για την εθνική μας αυτοκατανόηση.

Φυσικά, η ιδέα της παρωδίας του φολκλόρ που στοιχειώνει αυτή τη χώρα δεν είναι καινούργια. Το έχουν κάνει παλαιότερα ο Χάρρυ Κλυνν, ο Τζίμης Πανούσης, ο Παπαϊωάννου στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών του 2004. Το καινούργιο είναι ο τρόπος με τον οποίο η παρωδία αυτή επικαιροποιείται. Σύμφωνοι, όλα έχουν ειπωθεί, αλλά κάθε φορά τα πράγματα λέγονται αλλιώς εάν αλλάζει ο φορέας του μηνύματος, η μορφή που χρησιμοποιεί, το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκφέρεται αυτό που θέλει να πει – ή να τραγουδήσει.

Στην περίπτωσή μας, η ζαριά παίζεται με ένα αθηναϊκό ποπ-(τ)ραπ-Bollywood «πειραγμένο» ιδίωμα, το οποίο μιλάνε και χορεύουν στους δρόμους της μητρόπολης του Νότου παρέες κοριτσιών με υβριδικές καταγωγές και ταυτότητες, σλατίνες με ωδειακή φωνή. Βγάζει στο φως των ποπ προβολέων κάτι ακαθόριστο που κυκλοφορεί ανάμεσά μας χωρίς να το συνειδητοποιούμε, τους μυριάδες μικροσκοπικούς μετασχηματισμούς στη σύνθεση της κοινωνίας μας, στην κουλτούρα, στους κώδικές της. Και όλο αυτό την ώρα που η Αθήνα μετατρέπεται, θέλει δεν θέλει, σε θεματικό πάρκο για τουρίστες και για το νέο ανθρωπολογικό είδος του digital nomad (με τη χαμηλότερη ταχύτητα Ιντερνετ στην Ευρώπη, αλλά με πολύ προσεγμένα χίπστερ καφέ, που σε μεταφέρουν καθησυχαστικά στον αλγόριθμο του Σαν Φρανσίσκο). Ενώ η χώρα υποκύπτει στην αδιάκριτη σαγήνη του υπερτουρισμού, στα μπιτσόμπαρα, στα υπόσκαφα, στα μέγκα πρότζεκτ τουριστικής κατοικίας.

Ομως αυτή η παρωδία δεν γίνεται από τη σκοπιά ενός ελιτισμού που φρικιά με τη μαζικοποίηση του γούστου και την εκπτώχευση της αυθεντικής μας ταυτότητας, αλλά με μια γνήσια σύγχρονη λαϊκότητα. Με τρυφερότητα σχεδόν για την Αθήνα, την πτωχευμένη επαρχιώτισσα με λάτε και τσαρούχια, ακόμη και για τον τουρίστα με τις άσπρες κάλτσες και το σανδάλι που τριγυρνάει σαν χαμένος στην Ομόνοια.

Πιο προκλητικά, μοιάζει να είναι μια αυθάδης κριτική του περίφημου σχήματος περί πολιτισμικού δυισμού, το οποίο αντιπαραθέτει την Ελλάδα που εκσυγχρονίζεται με την Ελλάδα που παραμένει καθηλωμένη στις αρχαϊκότητές της. Η αυθάδεια έγκειται στο ότι χρησιμοποιείται μια δυτική φόρμα, η ποπ, φορτωμένη όμως με ετερόκλιτα «ανατολίτικα» υλικά, για να σαρκάσει τους αρχαϊσμούς μιας δήθεν εκμοντερνισμένης ελληνικότητας και την αδυναμία της χώρας μας να παραγάγει έναν γνήσιο πολιτισμικό εκσυγχρονισμό, ικανό να αναζωογονείται ενσωματώνοντας ό,τι είναι πραγματικά καινούργιο.

Η παρωδία αυτή είναι εκούσια, νομίζω, και το πιστοποιεί η καρτ ποστάλ με την οποία κλείνει το βίντεο κλιπ: στο φόντο της ηλιόλουστης Ακρόπολης η Μαρίνα Σάττι στέλνει φιλιά στην Ευρώπη από τη γενέτειρα της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας, της φιλοξενίας «and a bunch of other long words». Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι η παρωδία εκφέρεται με τους κώδικες των υπαλλήλων κοινωνικών ομάδων, των «αόρατων» που, τελικά, μπορεί και να μιλάνε. Από τα σαρκαστικά παιδιά μιας χώρας ματαιωμένης, που θέλει να πιστεύει ότι σε 10 χρόνια (σε 20, σε 30, τι σημασία έχει από τη σκοπιά του αιώνιου ελληνικού φωτός) θα έχει γίνει ένας τόπος έλξης για ανθρώπους από όλο τον κόσμο που θα έρχονται εδώ να βρουν το νόημα της ζωής. Ενώ ξέρουμε ότι τίποτα τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί.

Κι αν είναι έτσι, δικαιούται άραγε η ΕΡΤ να επιλέξει, με τα χρήματα του φορολογούμενου πολίτη, ένα τραγούδι που θα μας διαπομπεύσει διεθνώς; Οσον αφορά το δικό μου μερίδιο στη φορολογία, θα το επικροτούσα. Διότι τα έθνη με αυτοπεποίθηση είναι αυτά που μπορούν να κάνουν κριτική στον εαυτό τους, να τον παρωδούν, να τον τρολάρουν. Ετσι αποκτάς αυτογνωσία, είτε είσαι έθνος είτε ένας άνθρωπος μόνο.

Ασφαλώς δικαιούται κανείς να πει, παραφράζοντας τη Γερτρούδη Στάιν, ότι ένα τραγούδι είναι ένα τραγούδι. Και ότι, εν πάση περιπτώσει, μια χαρά είναι για τον «ελαφρύ» διαγωνισμό της Eurovision, χωρίς περιττές αναλύσεις, αντεγκλήσεις και φιλοσοφίες. Πόσο βαρετή, όμως, θα ήταν η ζωή μας εάν τα πράγματα ήταν απλώς αυτό που είναι και τίποτα παραπάνω;

Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT