Ποια εικόνα της Ελλάδας εκπέμπει το «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι; – Η «Κ» ανοίγει τον διάλογο

Ποια εικόνα της Ελλάδας εκπέμπει το «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι; – Η «Κ» ανοίγει τον διάλογο

Λευκή κάλτσα, Ζορμπάς και μαγνητάκια - Ο καθηγητής Βασίλης Βαμβακάς και η συγγραφέας Βασιλική Πέτσα σχολιάζουν την απεικόνιση της Ελλάδας στο «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι

4' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι παλιά υπόθεση ο σχολιασμός του σύγχρονου πολιτισμικού μας μείγματος στην ποπ κουλτούρα. Ενδεικτικά, ας θυμηθούμε τον Χάρρυ Κλυνν να χορεύει ντίσκο με φουστανέλα στο «Αλαλούμ» (1982), τον Τζίμη Πανούση να τραγουδάει για τον «Νεοέλληνα» (1993) που μπερδεύει το τζουκ μποξ με τη λατέρνα, αλλά και τον εθνικά παρηγορητικό στίχο «τη μια μας παίζουν ροκ, την άλλη τσιφτετέλι, παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη», που ερμήνευε η Καίτη Γαρμπή στη Eurovision του 1993. Και βέβαια, μην ξεχνάμε το Ντάτσουν, που ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είχε την αντίληψη να εντάξει στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.

Τι συμβαίνει όμως με το «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι, που θα μας εκπροσωπήσει στη φετινή Eurovision; Στο τραγούδι και στο βιντεοκλίπ του εντοπίζονται επιρροές από μουσικές της Ελλάδας, των Βαλκανίων και της Ινδίας, μέχρι ρεγκετόν και τραπ, όλα τραγουδισμένα με ελληνικό κυρίως στίχο και βέβαια συνδυασμένα με εικόνες που περιλαμβάνουν από Παρθενώνα, Ηρώδειο και Καλλιμάρμαρο, μέχρι σουβλάκια, τσαρούχια, μαγνητάκια, σανδαλοφόρους τουρίστες, εικονοστάσια και «παντιλίκια» στον Λυκαβηττό. Εγινε και εδώ λόγος για ελληνική ετερογένεια ή υβρίδιο. Ακούστηκαν όμως και όροι όπως «αχταρμάς» και «διάσπαση προσοχής».

Αραγε, καλλιτεχνική πρόθεση είναι εδώ η παρωδία, η αποδοχή ή τίποτε από αυτά; Σε ένα τόσο ετερόκλητο και ήδη πολυσυζητημένο έργο, σημασία έχει και τι εισπράττει κανείς τελικά. Ποια Ελλάδα βλέπει να απεικονίζεται και πώς.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΜΒΑΚΑΣ
Καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας, ΑΠΘ
Αποδομώντας την Ελλάδα του Ζορμπά

Μία ακόμη απόδειξη ότι η Ελλάδα έχει μπει σε κύκλο «κανονικότητας» παρά τη γενικευμένη αστάθεια της περιόδου, είναι οι έντονες αντιπαραθέσεις που προκλήθηκαν –διαδικτυακά και όχι μόνο– για το νέο τραγούδι που θα σταλεί στη Γιουροβίζιον. Το «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι ξεσήκωσε διαφωνίες και προβληματισμό που είχαμε να δούμε από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν μεγάλοι σταρ της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας επιχορηγούνταν αδρά από τη δημόσια τηλεόραση για να «σηκώσουν το τιμημένο» βραβείο. Υστερα από χρόνια αποστολής κατά βάσιν αδιάφορων τραγουδιών και σχεδόν άγνωστων τραγουδιστών, φέτος αποφασίστηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα μια αρκετά αναγνωρίσιμη και ιδιαίτερη μουσικός.

Το «Ζάρι» προκάλεσε και προκαλεί αντιδράσεις είτε μεγάλου ενθουσιασμού είτε απόλυτης αποδοκιμασίας. Η ανάμειξη πολλών διαφορετικών ρευμάτων της σύγχρονης δημοφιλούς μουσικής και η κυριαρχία του ελληνικού στίχου, αποτελούν από μόνα τους ένα ενδιαφέρον πείραμα. Μια καινοτομία που άλλοι είδαν ως μια ξεχωριστή πρόκληση, άλλοι ως μια απόδειξη της παρακμιακής μουσικής που επικρατεί στα εγχώρια και διεθνή δημοφιλή στάνταρ. Αν και το «εκλογικό σώμα» που θα κρίνει εάν είναι επιτυχημένο ή όχι το πείραμα της Σάττι δεν είναι το ελληνικό (οι ειδικοί YouTubers που επηρεάζουν τη διεθνή κοινότητα των φαν της Γιουροβίζιον φαίνεται να το υποδέχονται πολύ θετικά), έχει ενδιαφέρον να δει κανείς γιατί προκάλεσε τόσο μεγάλη συζήτηση το τραγούδι.

Πέρα από το καθαρά μουσικό κομμάτι που ξενίζει με τη σύνθεση ανατολίτικων-ινδικών ή τσιγγάνικων στοιχείων, παραδοσιακών κλαρίνων με «τραπικές» ρίμες και ρυθμικότητα, η αρνητική αντίδραση προκλήθηκε ακόμη περισσότερο από το βιντεοκλίπ που για κάποιους αυστηρούς κριτές επιβεβαίωνε τη διάθεση του τραγουδιού για φολκλόρ προβολή της τουριστικής ελληνικής πραγματικότητας. Αυτή την πραγματικότητα όμως το βιντεοκλίπ ουσιαστικά παρωδούσε χωρίς να την αρνείται ή να την καταδικάζει ξεκάθαρα. Το «Ζάρι» χρησιμοποιεί τουλάχιστον στο οπτικό μέρος τον τουριστικό και λαογραφικό εξωτισμό της Ελλάδας όχι για να τα εξιδανικεύσει αλλά για να διασκεδάσει μαζί τους με σκωπτικό τρόπο.

Οι υπερασπιστές του τραγουδιού κατάλαβαν και υποστήριξαν το μεταμοντέρνο, τοπικό και ταυτόχρονα παγκοσμιοποιημένο, σύγχρονο και παραδοσιακό πλαίσιο στο οποίο επιχειρεί να κινηθεί και τελικά να απηχήσει. Κατάλαβαν την αποδόμηση της Ελλάδας του Ζορμπά, του μεγαλύτερου διεθνώς ελληνικού ποπ ειδώλου που με θάρρος αναθεωρεί το «Ζάρι». Αποδόμηση που σε έναν κόσμο ιδιαίτερα συγκεχυμένο, υβριδιακό και σίγουρα διακειμενικό, το «τα-τα-τα» διεκδικεί να αποτελέσει ένα ακόμη soundtrack του.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΕΤΣΑ
Συγγραφέας, μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Μετα-ειρωνικά μαθήματα ελληνικής ιστορίας

Ενας ήχος διαστημικός, αποξενωτικός, σαν να περνάς σε άλλη διάσταση. Ελευθέριος Βενιζέλος, αγκαλιές επανασύνδεσης σε slow motion, μπουζούκι σε γλυκερή εκτέλεση. Ενα έθνος που νοσταλγεί ειρωνικά τον εαυτό του, που τον αναγνωρίζει συνεκτικό στον αόριστο χρόνο της φαντασιακής επιστροφής και τον μη τόπο του αεροδρομίου. Πλάνα εμπνευσμένα από την εναρκτήρια σκηνή της ρομαντικής κομεντί «Love Actually». Επί το ελληνικότερο, «Αγάπη μόνο». Cringe, σωστά; Ή μήπως όχι;

Κι έπειτα η άφιξη του μοναχικού Ευρωπαίου (μάρτυρας η λευκή κάλτσα μέσα από την περιπατητική παντόφλα) τουρίστα κι ένα έθνος που χάνει τον βηματισμό του, που ξεκινάει να τραυλίζει (τα-τα-τα) καθώς αρχίζει τη φρενήρη ξενάγηση στο ετερόκλητο αστικό τοπίο, με ήχους ασυνάρτητους. Και, εξίσου ξαφνικά, η αγάπη γίνεται ρίσκο, η ηττοπάθεια εναλλάσσεται απροειδοποίητα, σπασμωδικά, με την αλαζονική αυτοπεποίθηση, η παράκληση με τον θυμό.

Ελλάδα, μαθαίνουμε, είναι κυρίως η Αθήνα. Ξενάγηση στην Ακρόπολη και put your hands up, δηλαδή κινητά υψωμένα, η οπτική, όπως και κάθε άλλη, εμπειρία διαμεσολαβημένη. Οι κορνιζαρισμένες Καρυάτιδες στο καφενείο εξίσου αληθινές, όχι περισσότερο κιτς ή μεταμοντέρνες, με τις μνημειακές, ιδωμένες μέσα από την οθόνη του τηλεφώνου. Ο Ευρωπαίος επισκέπτης ακολουθεί, βλοσυρά προσεκτικός: undercover επιτηρητής, που καταγράφει την οδηγική, μεταξύ άλλων, παρανομία, ή αληθινός τουρίστας;

Κι έπειτα η ξέφρενη βόλτα στην αλάνα που θολώνει την όραση, που αποπροσανατολίζει, που παρασέρνει στη δίνη του κενού, και ο τουρίστας-επιτηρητής που χάνει την ασφάλεια της κατά βούληση κίνησης, του σταθερού σημείου επόπτευσης. Που έρχεται, θα έλεγε κανείς, στη θέση μας. Και μόνο έτσι η συμφιλίωση, μόνο μετά τα εικονικά και πραγματικά γατάκια, οι τικ-τοκικές καρδούλες.

Ελλάδα και Ευρώπη, μια σχέση αμφίσημη, μίσους και πάθους. Σκηνοθεσία και αυθορμητισμός, πραγματικότητα και ψηφιακή κατασκευή, πανσπερμία ήχων. Εκούσια ή ακούσια παρώδηση της νεοελληνικής πραγματικότητας; Με άλλα λόγια, πόσο ειρωνική είναι αυτή η ματιά; Μετα-ειρωνεία, η αισθητική του παρόντος: Μετά την αποδόμηση, η αναζήτηση, με αναστοχαστική πρόθεση, μιας αμφίσημης κατάφασης, μιας κάποιας ειλικρίνειας.

Πλην, όμως, εν προκειμένω, ανεπίγνωστα, ανακυκλώνοντας, έστω δημιουργικά, τα κλισέ μιας παρωχημένης εθνικής εικόνας για τουριστικούς σκοπούς, αγνοώντας την παρούσα έκκληση για «ποιοτικό» τουρισμό, την επέλαση του ψηφιακού νομάδα και την κυριλέ μεταμόρφωση του αστικού τοπίου, η ματιά αυτή επιστρέφει στο παρελθόν και ξαναπαίζει, εμμονικά, το δράμα της κρίσης. Μια ματιά, τελικά, θα υπέθετε κανείς, ενός κατά τα λοιπά συμπαθούντος ξένου. Ω, μα τι ειρωνεία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή