Ανταμ Τουζ: Το έτος που η Ευρωζώνη απέτυχε να προχωρήσει

Ανταμ Τουζ: Το έτος που η Ευρωζώνη απέτυχε να προχωρήσει

4' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H EE κλείνει το 2019 σε βαθιά πολιτική αναστάτωση. Στα πρωτοσέλιδα κυριαρχούν οι πολιτικές κρίσεις που βρίσκονται υπό εξέλιξη σε όλα τα μεγάλα κράτη-μέλη: το Brexit, το αποσχιστικό κίνημα στην Καταλονία, η αντισυστημική κυβέρνηση στην Ιταλία, η αναδιοργάνωση του γερμανικού πολιτικού συστήματος. Την προηγούμενη χρονιά, η Ευρώπη κρατούσε την ανάσα της για το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Η νίκη του Μακρόν έμοιαζε να βάζει τέλος σε αυτή την αβεβαιότητα.

Αλλά η νηνεμία αποδείχθηκε απατηλή. Η χρονιά τελειώνει με μάχες στους δρόμους μεταξύ της γαλλικής αστυνομίας και των «κίτρινων γιλέκων».

Αντί να αποκαταστήσει την τάξη διά της βίας, ο Μακρόν έκανε παραχωρήσεις: προσωρινή μεταστροφή στο θέμα του φόρου καυσίμων, αύξηση του κατώτατου μισθού και των συντάξεων, χαμηλότεροι φόροι στην υπερωριακή εργασία.

Ως αποτέλεσμα, εκτός από τον ιταλικό προϋπολογισμό, θα βρεθεί υπό το μικροσκόπιο της ΕΕ και ο γαλλικός. Οι συντηρητικοί στη Γερμανία, πάντα καχύποπτοι απέναντι στο Παρίσι, έχουν ήδη αποφανθεί ότι ο Μακρόν δεν είναι πια «ένας εταίρος για τη διάσωση του ευρώ και της Ευρώπης», αλλά ένας «παράγοντας κινδύνου» (Die Welt).

Εν τω μεταξύ, οι Βρυξέλλες, μέσω του επιτρόπου Μοσκοβισί, προσπαθούν απεγνωσμένα να διαχωρίσουν τις περιπτώσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας. Ο Μοσκοβισί επιμένει ότι τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση, ότι η υπέρβαση του ορίου του ελλείμματος μπορεί να γίνει ανεκτή λόγω των έκτακτων περιστάσεων.

Υπάρχουν χωρίς αμφιβολία σημαντικές διαφορές μεταξύ της Ιταλίας και της Γαλλίας, κυρίως σχετικά με τις προοπτικές της ανάπτυξης. Αλλά η απόπειρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να υποβαθμίσει τη σημασία της πολιτικής κρίσης στη Γαλλία και να διατηρήσει την πίεση προς τη Ρώμη δεν είναι καθόλου πειστική. Το πρωτογενές ισοζύγιο στην Ιταλία είναι θετικό, στη Γαλλία είναι αρνητικό. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της Γαλλίας και της Ιταλίας, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο Μοσκοβισί, αφορά το επίπεδο του χρέους. Αλλά εκείνοι που κυβερνούν σήμερα την Ιταλία ευθύνονται εξίσου λίγο γι’ αυτό το χρέος όσο αυτοί που κυβερνούν σήμερα την Ελλάδα. Τα χρέη συσσωρεύθηκαν προ δεκαετιών από κόμματα που σήμερα δεν υπάρχουν πια. Η πραγματική διαφορά μεταξύ των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Ιταλίας είναι πολιτική. Το Παρίσι, σε αντίθεση με τη Ρώμη, δεν θέλει να αμφισβητήσει τους δημοσιονομικούς θεσμούς της ΕΕ. Αυτή ακριβώς είναι η πηγή αδυναμίας του Μακρόν.

Το 2017, ως υποψήφιος, υιοθέτησε μια φιλοευρωπαϊκή ατζέντα. Ως πρόεδρος, προώθησε τολμηρές αλλαγές στην ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση και αποφασιστικά βήματα προς βαθύτερη ενοποίηση. Το Βερολίνο αρχικά δεν ανταποκρίθηκε και στη συνέχεια σκότωσε τις προτάσεις του Μακρόν μέσω διαπραγμάτευσης. Η πρόσφατη σύνοδος κορυφής (14.12), όπου απορρίφθηκαν μείζονες πρωτοβουλίες για τον προϋπολογισμό της Ευρωζώνης, την αναβάθμιση του ESM και την εγγύηση καταθέσεων, ήταν η ταφή του οράματος του Μακρόν.

Με αυτό ως δεδομένο, είναι κρίμα που ο Γάλλος πρόεδρος δεν τήρησε εξαρχής μια πιο συγκρουσιακή στάση. Αυτό θα προϋπέθετε να μην είναι ο τεχνοκράτης που είναι και να έλθει σε ρήξη με την παράδοση δημοσιονομικού συντηρητισμού των Γάλλων Σοσιαλιστών (όπως ο Μοσκοβισί), που έχει τις απαρχές του στη δεκαετία του ’80. Αντ’ αυτού ο Μακρόν, αντιμέτωπος με ψηφοφόρους που είχαν δείξει στις εκλογές του 2017 πόσο οργισμένοι είναι, προώθησε σημαντικές μειώσεις στη φορολογία των πλουσιότερων Γάλλων. Οι συνέπειες ήταν προβλέψιμες. Σύμφωνα με κάποιες πρώτες δημοσκοπήσεις, το 35% των «κίτρινων γιλέκων» ψήφισε τη Λεπέν στον πρώτο γύρο το 2017, το 27% απείχε και το 20% υποστήριξε τον Μελανσόν. Αν αυτές οι διαμαρτυρίες αποτέλεσαν έκπληξη, αυτό απλώς αποδεικνύει τον πολιτικό εφησυχασμό της ευρωπαϊκής ελίτ. Οι παραχωρήσεις του Μακρόν αποτελούν ένδειξη της αδυναμίας αυτής της ελίτ και της ανικανότητάς της σε επίπεδο τακτικής. Θα μπορούσαν να είχαν δοθεί μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών στον Μακρόν; Αναμφίβολα η σιωπή της Μέρκελ δεν βοήθησε. Αλλά το ναυάγιο των ιδεών του δεν οφείλεται αποκλειστικά στη Γερμανία. Ακόμα και η ιδέα του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς για ένα πανευρωπαϊκό επίδομα ανεργίας βυθίστηκε από τις ίδιες δυνάμεις που αντιστάθηκαν στις προτάσεις του Γάλλου προέδρου. Ο εκτελεστής αμφότερων των πρωτοβουλιών ήταν η ολλανδική κυβέρνηση του Μαρκ Ρούτε. Αυτό είναι ειρωνικό, δεδομένου του ότι η νίκη του Ρούτε στις ολλανδικές εκλογές του Μαρτίου του 2017 επί του εθνικιστή Χέερτ Βίλντερς χαιρετήθηκε ευρέως ως θρίαμβος της Ευρώπης. Αλλά ο Ρούτε τελικά υιοθέτησε μια στάση στενού εθνικού εγωισμού, που αποτελεί σήμερα μείζον εμπόδιο για περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Τον Σεπτέμβριο του 2015, με την Ευρώπη να συνέρχεται από τη σύγκρουση με την Αθήνα, ο Μακρόν, ως υπουργός Οικονομίας του Ολάντ, ήταν σαφής: «Αν δεν κινηθούμε προς τα εμπρός, αποφασίζουμε να διαλύσουμε την Ευρωζώνη». Το 2018, η Ευρωζώνη δεν κατάφερε να προχωρήσει προς τα εμπρός. Επειδή το οικονομικό κλίμα είναι σχετικά καλό, οι συνέπειες αυτής της αποτυχίας δεν έχουν γίνει ακόμα αισθητές. Η ΕΚΤ συνέχισε να δρα σταθεροποιητικά στην αγορά ομολόγων. Η ιταλική κρίση ξεθύμανε. Αλλά όταν το κλίμα επιδεινωθεί ξανά, όπως είναι αναπόφευκτο, ο φόβος πλέον είναι ότι θα θυμόμαστε τη χρονιά που φεύγει ως ένα ιστορικό έτος καμπής κατά το οποίο η Ευρωζώνη απέτυχε να κάνει την αναγκαία στροφή.

*O Άνταμ Τουζ είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Columbia

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή