Το Ηνωμένο Βασίλειο ως βασιλευόμενη δημοκρατία

Το Ηνωμένο Βασίλειο ως βασιλευόμενη δημοκρατία

Μπορεί κάποιος να έχει αντιμοναρχικές πεποιθήσεις, αλλά να αναγνωρίζει τα απαράμιλλα πλεονεκτήματα που διαθέτει η βασιλευόμενη δημοκρατία. Αυτά ακριβώς ενσάρκωσε και επιβεβαίωσε η Ελισάβετ Β΄

3' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί κάποιος να έχει αντιμοναρχικές πεποιθήσεις, αλλά να αναγνωρίζει τα απαράμιλλα πλεονεκτήματα που διαθέτει η βασιλευόμενη δημοκρατία. Αυτά ακριβώς ενσάρκωσε και επιβεβαίωσε η Ελισάβετ Β΄.

Χρειάζεται όµως πρώτα να ξεπεραστεί η σφοδρή προκατάληψη και η πλήρης άγνοια για το ζήτημα της βασιλείας που επικρατεί στη χώρα μας, έπειτα από συστηματική πλύση εγκεφάλου επί δεκαετίες. Πρόκειται μάλιστα για ανιστόρητη τύφλωση, αφού ο Ελληνισμός έζησε το μεγαλύτερο διάστημα υπό βασιλεία (ομηρική, μακεδονική, ελληνιστική, βυζαντινή), ακόμη και αν εξαιρεθούν οι περίοδοι ξένης κυριαρχίας (ρωμαϊκής, φραγκικής, οθωμανικής). Σε μία διαδρομή τριών χιλιάδων ετών, μοναδικό «φωτεινό διάλειμμα» υπήρξε η εξαφάνιση της βασιλείας για τέσσερις περίπου αιώνες από τις αρχαίες πόλεις-κράτη. Και τότε ακόμη, κραυγαλέα εξαίρεση αποτελούσε η Σπάρτη. Δεν είναι λοιπόν αλήθεια ότι στη Νεότερη Ελλάδα η βασιλεία επιβλήθηκε τάχα από ξένες δυνάμεις σε έναν λαό με δήθεν προαιώνια αντιβασιλικά γονίδια. Αρχικά, η αποδοχή της υπήρξε σχεδόν καθολική.

Χρειάζεται επίσης να διευκρινιστεί και η σχετική ορολογία. Στα ελληνικά, η λέξη «δημοκρατία» έχει δύο εντελώς διακριτές σημασίες: το αβασίλευτο πολίτευμα και το δημοκρατικό πολίτευμα. Στις ξένες γλώσσες, υπάρχει η ευχέρεια αυτά τα δύο πολιτεύματα να αναφέρονται με δύο διαφορετικούς όρους: ως republic (από τα λατινικά) το αβασίλευτο και ως democracy (από τα ελληνικά) το δημοκρατικό.

Το αντίστροφο ακριβώς ισχύει για την ορολογία τη σχετική με τον βασιλικό θεσμό. Στις άλλες γλώσσες, χρησιμοποιείται κατά κανόνα ο ίδιος όρος (monarchy) για δύο ξεχωριστές έννοιες, που στα ελληνικά υπάρχει η ευχέρεια να αποδοθούν με δύο διαφορετικούς όρους: «βασιλεία» και «μοναρχία». Κατά συνέπεια, μπορεί στα ελληνικά να γίνει λόγος για «βασιλευόμενη δημοκρατία», ενώ στις άλλες γλώσσες το ίδιο ακριβώς κοινοβουλευτικό πολίτευμα ονομάζεται «συνταγματική μοναρχία» (constitutional monarchy).

Γιατί επινοήσαµε και καθιερώσαμε στα ελληνικά τον φαινομενικά παράδοξο όρο «βασιλευόμενη δημοκρατία»; Το κάναμε για να χαρακτηρίσουμε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία που είναι ακριβώς σαν τις άλλες, με μόνη διαφορά ότι ο αρχηγός του Κράτους δεν εκλέγεται, αλλά είναι κληρονομικός – δηλαδή και ισόβιος. (Δεν ισχύει ο παραλληλισμός όταν πρόκειται για προεδρικό σύστημα.)

Ως εγγυητής και φύλακας του πολιτεύματος, ένας κληρονομικός αρχηγός του Κράτους αποδεικνύεται κατά κανόνα αποτελεσματικότερος από έναν αιρετό – για διάφορους λόγους.

Τα πλεονεκτήματα της βασιλευόμενης δημοκρατίας φαίνονται πιο πολύ στο συμβολικό επίπεδο. Κανένας εκλεγμένος πρόεδρος δεν μπορεί να ενσαρκώσει καλύτερα από έναν κληρονομικό βασιλέα (ή βασίλισσα) την υπόσταση, την ιστορική συνέχεια και την ενότητα του κράτους και κατ’ επέκταση του έθνους – αν το κράτος είναι εθνικό. Αυτή η υπεροχή εξηγείται προπαντός από τη διάρκεια που εξασφαλίζει η ισοβιότητα, σε αντίθεση με τις περιορισμένες σε χρόνο και αριθμό προεδρικές θητείες.

Aφησα τελευταίο το σπουδαιότερο πρακτικό πλεονέκτημα της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Ως εγγυητής και φύλακας του πολιτεύματος, ένας κληρονομικός αρχηγός του Κράτους αποδεικνύεται κατά κανόνα αποτελεσματικότερος από έναν αιρετό – για διάφορους λόγους. Eνας από αυτούς είναι ότι ιστορικά οι στρατιωτικοί ορκίζονται και τηρούν πίστη προσωπικά στον βασιλέα ή τη βασίλισσα – κάτι που δεν ισχύει για την εκάστοτε ή τον εκάστοτε πρόεδρο της δημοκρατίας.

Αρκεί να συγκρίνουμε τη βρετανική ιστορική εμπειρία με εκείνη άλλων δυτικών χωρών. Η Αγγλία εύλογα θεωρείται «μητέρα» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αυτό όμως σημαίνει επίσης ότι οι Aγγλοι έκαναν πρώτοι τη δική τους επανάσταση. Γνώρισαν πρώτοι εμφύλιο πόλεμο, αβασίλευτο πολίτευμα και στρατιωτική δικτατορία, με επικεφαλής τον Oλιβερ Κρόμγουελ. Σε όλα αυτά προηγήθηκαν και από τους Αμερικανούς και από τους Γάλλους. Από το 1688, ωστόσο, οι στρατιωτικοί ουδέποτε διανοήθηκαν να παραβούν τον όρκο τους. Ουδέποτε απειλήθηκε κατάληψη της εξουσίας με τα όπλα.

Από την άλλη πλευρά, υπήρχε επίσης μία ουσιώδης συμπληρωματική προϋπόθεση. Δεν έλειψε από τους βασιλείς και τις βασίλισσες το θάρρος, ως ελάχιστη απαραίτητη και κυριολεκτικά «βασιλική» αρετή. Κατεξοχήν ίσχυσε αυτό για την Ελισάβετ Β΄. Εκείνη ουδέποτε θα είχε πτοηθεί και συνεργαστεί με επίορκους πραξικοπηματίες, όπως συνέβη όταν απέτυχε οριστικά και αμετάκλητα η βασιλεία στη χώρα μας το 1967 (βλ. «Κ» 28.11.2021).

* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή