1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Ήταν αναπόφευκτη η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού;

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Ήταν αναπόφευκτη η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού;

Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οπότε αναγκάστηκε βίαια να εγκαταλείψει την περιοχή, το ελληνικό στοιχείο του Πόντου συμπλήρωνε περίπου 27 αιώνες παρουσίας εκεί. Οι απαρχές της τοποθετούνται στις αρχές του 8ου αι. π.Χ., όταν οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την πρώτη αποικία, τη Σινώπη

15' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οπότε αναγκάστηκε βίαια να εγκαταλείψει την περιοχή, το ελληνικό στοιχείο του Πόντου συμπλήρωνε περίπου 27 αιώνες παρουσίας εκεί. Οι απαρχές της τοποθετούνται στις αρχές του 8ου αι. π.Χ., όταν οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την πρώτη αποικία, τη Σινώπη.

Αιώνες αργότερα, ο Πόντος αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στα χρόνια εκείνα, η περιοχή –ιδιαίτερα η Τραπεζούντα– θα αποκτήσει βαρύνουσα σημασία, ως βορειοανατολικό όριο του βυζαντινού κράτους· αυτό υποδηλώνουν και τα ακριτικά άσματα που γεννήθηκαν εκεί. Κατά τον 9ο-11ο αι., ο Πόντος θα εξελιχθεί σε σημαντικό πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο, ενώ από τον 11ο αι. και έπειτα θα δοκιμαστεί από τις επιθέσεις των Σελτζούκων.

Οι αρχές του 13ου αι. σημαδεύτηκαν από την ίδρυση του πρώτου μουσουλμανικού κρατιδίου (στη Σινώπη) αλλά και από τη δημιουργία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204). Ο Πόντος θα καταληφθεί από τον Μωάμεθ το 1461 και έκτοτε θα αποτελεί τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Λίγες δεκαετίες αργότερα (1520), από τους 250.000 κατοίκους του οι 180.000 ήταν Ελληνες χριστιανοί.

Κατά τον 16ο και 17ο αι. ασκήθηκε μεγάλη πίεση στο ελληνοχριστιανικό στοιχείο για να εξισλαμιστεί, πολλοί όμως κάτοικοι παρέμειναν χριστιανοί στα κρυφά (κρυπτοχριστιανοί). Αρκετοί επίσης αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου, αλλά και στη Ρωσία. Η κατάσταση αντιστράφηκε μετά το διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν (1856), το οποίο έδινε τη δυνατότητα στους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εκτελούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ετσι, αρκετοί εξισλαμισμένοι επέστρεψαν στη χριστιανική εκκλησία. Παράλληλα, τα προνόμια που δόθηκαν στους χριστιανούς ευνόησαν την άνθηση του εμπορίου και της εκπαίδευσης, ενισχύοντας τόσο την οικονομική ευημερία του χριστιανικού στοιχείου όσο και το αίτημα της εθνικής αποκατάστασης – το οποίο εκφράστηκε με διάφορους τρόπους. Συνολικά ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής, από 260.000 το 1865, είχε φτάσει τις 500.000-600.000 στις αρχές του 20ού αιώνα.

Η πορεία αυτή διακόπηκε με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε οι χριστιανοί που διέμεναν σε αρκετές περιοχές του Πόντου διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τις πόλεις και να εγκατασταθούν αλλού, με πρόσχημα ότι θα συμπαρατάσσονταν με τον ρωσικό στρατό. Ακολούθησαν η γενοκτονία των Αρμενίων, η ρωσική κατοχή της περιοχής (1916-1918) και η απόβαση του Κεμάλ στη Σαμψούντα (1919), για να φτάσουμε στην υπογραφή του συμφώνου φιλίας μεταξύ Κεμάλ και σοβιετικής Ρωσίας (1921), στο εξοντωτικό κύμα διώξεων που ακολούθησε (εξορίες, κατάσχεση περιουσιών, θανατώσεις, τάγματα εργασίας κ.λπ.) και στην ανταλλαγή των πληθυσμών, που σηματοδοτούσε το τέλος της παρουσίας του ελληνισμού στον Πόντο.

Εύλογο, συνεπώς, το ερώτημα: Θα μπορούσε η πορεία του ελληνισμού στην περιοχή του Πόντου να έχει διαφορετική κατάληξη;

Καθοριστική η ρωσική κατάληψη και αποχώρηση

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Ήταν αναπόφευκτη η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού;-1

Του Σταύρου Θ. Ανεστίδη

Η πολιτική και πολιτισμική ανάπτυξη του 19ου αιώνα καλλιέργησε στον ελληνισμό του Πόντου την προσδοκία για εθνική αποκατάσταση. Στη συγκυρία των Bαλκανικών Πολέμων, και ιδίως του Πρώτου Παγκοσμίου, κατά την οποία προεικονίζετο η διάσπαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος [Φιλιππίδης], «ο αρχηγός και η διευθύνουσα κεφαλή των Ποντίων», σύμφωνα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αναπροσάρμοσε τον εθνικό του προσανατολισμό στην ιδέα των αυτόνομων πολυεθνοτικών κρατών. Με την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, τον Μάρτιο του 1916, ο διοικητής του βιλαετίου παρέδωσε την πολιτική εξουσία στον μητροπολίτη, ανάγοντάς τον σε πολιτικό ηγέτη της περιοχής. Στα αυτοβιογραφικά του κείμενα ο Χρύσανθος αναφέρεται στη μέριμνά του για την ασφαλή διαβίωση και του μουσουλμανικού στοιχείου. Την ίδια περίοδο επεξεργάζεται το σχέδιο της ίδρυσης αυτόνομου ή ανεξάρτητου κράτους στον Πόντο, προσβλέποντας στη δυνάμει πρωτοκαθεδρία των Ελλήνων.

Μαρτυρία Ευφροσύνης Κιτρίδου, από την Κερασέα Τραπεζούντος (Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Εξοδος»):
«Ανοιξη ήτανε, Απρίλιος, ακόμη το θυμάμαι σαν τώρα, όταν ήρθανε για πρώτη φορά στα χωριά μας οι Ρώσοι. Οταν το ακούσαμε, χαρήκαμε, δεν ξέραμε πως αυτό σήμαινε για μας την καταστροφή μας. Χίλιες φορές να μην έφταναν ποτέ και να μέναμε πάντα με τους Τούρκους στα σπίτια μας ήσυχοι».
Μετά την τουρκική συνθηκολόγηση η πολιτική δράση του Χρυσάνθου έφθασε στο απόγειό της. Το 1919 παρέμεινε επί μακρόν στο Παρίσι, συμμετέχοντας στο Συμβούλιο της Ειρήνης ως αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μεριμνώντας για την προώθηση του σχεδίου για την ίδρυση της «Δημοκρατίας του Πόντου». Απογοητευμένος από τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, επιστρέφοντας από το Παρίσι το φθινόπωρο, εξακολούθησε να εργάζεται για την πρωτοβουλία του, συνομιλώντας στην Κωνσταντινούπολη και με Τούρκους επισήμους, ενώ μετά την επιστροφή του στην Τραπεζούντα πραγματοποίησε επισκέψεις σε Τιφλίδα και Εριβάν, επιδιώκοντας τη διμερή επίλυση του ζητήματος (Οκτώβριος – Νοέμβριος 1919). Στη συγκυρία εκείνη ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί και την πρόταση της ποντοαρμενικής ομοσπονδίας. Αναχώρησε εκ νέου για το Παρίσι και το Λονδίνο τον Ιανουάριο του 1920 επιμένοντας στο σχέδιο για τη «Δημοκρατία του Πόντου», αλλά οι εξελίξεις στη Μικρά Ασία είχαν καταστήσει πλέον ανούσιες τις διαβουλεύσεις. Η περιοχή της Τραπεζούντας περιήλθε σταδιακά υπό τον έλεγχο των κεμαλικών, γεγονός που σήμανε και την αδυναμία πλέον του Χρυσάνθου να επιστρέψει στην έδρα του, αφού το Επαναστατικό Δικαστήριο της Αγκυρας τον είχε καταδικάσει σε θάνατο.

Μαρτυρία Στέλλας Μαρμαροπούλου, από τον οικισμό Φαντάκ Τραπεζούντος (Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Εξοδος»):

«Γενάρης μήνας ήταν. Οι Ρώσοι έφευγαν. Τα βαπόρια ήταν έτοιμα. Ο κόσμος προσπαθούσε να βγάλει χαρτιά, να βρουν θέσεις στα καράβια. Τη μισή Τραπεζούντα την είχαν Τούρκοι και τη μισή Ρώσοι. Οι Ρώσοι είχαν το λιμάνι. Οι Τούρκοι δεν πείραζαν τους Ρώσους, είχαν ανακωχή. Εμάς μισούσαν, που θέλαμε να κάνουμε ελεύθερο Πόντο. Μας μισούσαν γιατί κι οι δικοί μας δεν κάθισαν ήσυχα όταν ήρθαν οι Ρώσοι. Οι Ρώσοι έσπαζαν τις πόρτες των σπιτιών, έπαιρναν ό,τι έπαιρναν, κι από πίσω ορμούσαν οι δικοί μας και άρπαζαν. Ο δεσπότης έλεγε να μην πειράζουμε καθόλου, τους συγκρατούσε, άλλα μερικοί δεν άκουγαν. Γι’ αυτό μας μισούσαν».

Το 1921 μεγάλο τμήμα του ελληνορθόδοξου ανδρικού πληθυσμού του Πόντου απελάθηκε και εστάλη σε τάγματα εργασίας στο Ερζερούμ. Εκείνη την εποχή έδρασε και το Ειδικό Δικαστήριο της Τουρκικής Ανεξαρτησίας στην Αμάσεια, το οποίο καταδίκασε πολλά σημαίνοντα πρόσωπα σε θάνατο διά απαγχονισμού. Ο ελληνισμός του Πόντου ξεριζώθηκε κατά πρώτον στη διάρκεια των μαχών και ολοκληρωτικά μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, με την ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών.

Είναι ενδεικτική η κατακλείδα στο μνημειώδες σύγγραμμα του Χρυσάνθου, «Η Εκκλησία Τραπεζούντος»:
«Τη ενόχω συνεργία των συμμάχων χριστιανικών Δυνάμεων της Δύσεως κατά τα έτη 1919-1922 το εθνικόν κίνημα των Τούρκων του Μουσταφά Κεμάλ πασά συνεπλήρωσε το έργον των Νεοτούρκων και κατά εκατοντάδας απηγχονίζοντο Ελληνες κληρικοί και πρόκριτοι του Πόντου, εν οις και ο αντιπρόσωπος της μητροπόλεως Τραπεζούντος αείμνηστος Ματθαίος Κωφίδης, ενώ χιλιάδες άλλαι στρατευσίμων νέων κατεδικάζοντο εις τον διά της πείνης και των ταλαιπωριών θάνατον εν τη εξορία. Και επήλθε κατά Αύγουστον του 1922 η Μικρασιατική καταστροφή και επηκολούθησεν εν έτει 1923 η ανταλλαγή των πληθυσμών και η εντεύθεν ερήμωσις Πόντου, Μικράς Ασίας και Θράκης και η καταστροφή ολοκλήρου χριστιανικού πολιτισμού. Και εσβέσθη η Εκκλησία Τραπεζούντος και κληρονομία ημών μετεστράφη αλλοτρίοις, οι οίκοι ημών ξένοις».

Τη συντριβή που επήλθε υπό το βάρος δυσανάλογα ανώτερης και βίαιης παρέμβασης εξωγενών παραγόντων περιγράφει η Ελένη Παπαβασιλείου από τον οικισμό Σαμανάντων Τραπεζούντος (Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Εξοδος»):

«Σε λίγον καιρό, όμως, άρχισαν και οι δικές μας ταλαιπωρίες. Οι Τούρκοι χτύπησαν όλους εκείνους που έδειξαν ενθουσιασμό με τον ερχομό των Ρώσων. Τάγματα εργασίας, εξορία, φυλακή, ομαδικές εκτελέσεις. Ο πληθυσμός του Πόντου αφανίστηκε».
 
* Ο κ. Σταύρος Θ. Ανεστίδης είναι υποδιευθυντής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Ήταν αναπόφευκτη η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού;-2
Ο δήμαρχος της Κερασούντας, Γιώργης Κωνσταντινίδης. Από το 1921 πολλά σημαίνοντα πρόσωπα των Ποντίων καταδικάστηκαν σε θάνατο. Φωτ. ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΑΘΗΝΑ

Οι εκλογές του 1920 ανέτρεψαν τις συνθήκες

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Ήταν αναπόφευκτη η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού;-3

Του Βλάση Αγτζίδη

Ενα από τα θέματα που συγκροτούσαν το Μικρασιατικό Ζήτημα ήταν αυτό του Πόντου. Η απόφαση των Νεότουρκων για εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών στην περιοχή αυτή άρχισε να εφαρμόζεται από το φθινόπωρο του 1916 με σκληρές διώξεις κατά του πληθυσμού. Ως αντίδραση στα σχέδια αυτά εμφανίστηκε μια αντίσταση με τη διαμόρφωση πολλών μικρών άτακτων ομάδων, που βαθμιαία οδήγησαν στη δημιουργία ενός εντυπωσιακού κινήματος που θα αντιδράσει ένοπλα στις μεθοδεύσεις της εθνικιστικής εξουσίας.

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την άνευ όρων παράδοση των Νεότουρκων, αναζωπυρώθηκαν οι ελπίδες των Ποντίων για την πολιτική τους χειραφέτηση. Ομως οι συσχετισμοί δυνάμεων στα συνέδρια Ειρήνης και η μειωμένη δυνατότητα της ελληνικής κυβερνήσεως να θέσει όρους οδήγησαν στην παραγνώριση των αιτημάτων τους. Να σημειωθεί ότι η επικράτηση για δύο χρόνια της φιλογερμανικής ουδετερότητας που είχε επιβάλει το Λαϊκό Κόμμα, είχε ως συνέπεια τη μείωση των ελληνικών απαιτήσεων μετά το τέλος του πολέμου. Ακόμα και η απόδοση της Σμύρνης στους Ελληνες υπήρξε αποτέλεσμα της αντίθεσης των Βρετανών και Γάλλων στην ιταλική προσπάθεια.

Στις 31 Ιουνίου 1919, ο Χρύσανθος, με υπόμνημά του προς τον Βρετανό πρωθυπουργό, ζήτησε ενίσχυση του ποντιακού κινήματος. Πρότεινε τη διάθεση ποντιακών ταγμάτων, τα οποία μαζί με Αμερικανούς θα αναλάμβαναν να διατηρήσουν την τάξη στον Πόντο. Η γενικότερη όμως στάση των συμμάχων ήταν αρνητική. Οι προτάσεις αυτές θα επαναληφθούν άλλες δύο φορές από τον Δημ. Καθενιώτη που είχε αποσταλεί στην περιοχή από την ελληνική κυβέρνηση. Θα συναντήσουν και αυτές την αρνητική απάντηση της βρετανικής κυβέρνησης, την οποία εισηγήθηκε ο Βρετανός αρμοστής στο Βατούμι Γουόρντροπ (Wardrop).

Μετά την απόβαση του Κεμάλ, στις 19 Μαΐου 1919 στη Σαμψούντα, το κλίμα άρχισε να γίνεται και πάλι βαρύ για τους Ελληνες. Οι συγκρούσεις πολλαπλασιάστηκαν. Ο Θ. Πετιμεζάς, εκπρόσωπος του ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, έγραφε στον Ελληνα αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη ότι οι παλιννοστούντες στον Πόντο από τη Ρωσία κινδύνευαν άμεσα να σφαγιαστούν άοπλοι από τους φανατισμένους τουρκικούς πληθυσμούς, οι οποίοι διαρκώς εξοπλίζονταν από την τουρκική κυβέρνηση και είχαν καταστήσει απροσπέλαστη την ενδοχώρα.

Το αντάρτικο κίνημα εμφανιζόταν ως ο μόνος εγγυητής της ασφάλειας των ελληνικών πληθυσμών. Κύρια βάση στήριξής του παρέμειναν οι ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας και του Καυκάσου. Οι Πόντιοι αντάρτες ζήτησαν επίσης ενίσχυση και από την Ελλάδα. Οι εκκλήσεις τους όμως για στρατιωτική βοήθεια έμειναν αναπάντητες από την ελληνική κυβέρνηση.

Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τους Ποντίους στη διερεύνηση των πιθανοτήτων συμμαχίας με τα κινήματα της περιοχής. Ο Χρύσανθος, εκπροσωπώντας τις ποντιακές οργανώσεις, πήγε πρώτα στην Τιφλίδα για συνομιλίες με τους Γεωργιανούς ηγέτες και κατόπιν στην αρμενική πρωτεύουσα Εριβάν. Εκεί, από τις 10 έως τις 16 Ιανουαρίου 1920, πήρε μέρος σε συνδιάσκεψη με την αρμενική κυβέρνηση. Η γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να επιδιωχθεί πάση θυσία συμφωνία με τους Αρμενίους. Τα δύο μέρη κατέληξαν σε συμφωνία, η οποία υπεγράφη από τον Αρμένιο πρωθυπουργό Χατισιάν και τον μητροπολίτη Χρύσανθο.

Η πρόταση για δημιουργία Ποντιακής Δημοκρατίας. Η ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος θα οδηγήσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο σε σύνταξη ενός τολμηρού υπομνήματος προς τον Λόιδ Τζορτζ στις 5 Οκτωβρίου του 1920, ώστε να ληφθούν από κοινού στρατιωτικά μέτρα. Επιπλέον, ζητείται η οριστική εκδίωξη των Τούρκων από την Κωνσταντινούπολη και η δημιουργία ενός νέου κράτους στον Πόντο από τους Ελληνες γηγενείς, στο οποίο θα επέστρεφαν και όσοι είχαν εκδιωχθεί και εγκατασταθεί στη νότια Ρωσία. Ο Πόντος θα περιλάμβανε το βιλαέτι της Τραπεζούντας, εκτός του Σαντζακίου του Λαζιστάν, καθώς και τα αντίστοιχα της Σινώπης, της Αμάσειας, της Τοκάτης και του Καραχισάρ. Παράλληλα, προετοιμάζονταν στην Αθήνα στρατιωτικά τμήματα από Πόντιους εθελοντές, προκειμένου να αποσταλούν στον Πόντο ως πρόπλασμα τοπικού ελληνικού στρατού.

Με το υπόμνημα αυτό ο Βενιζέλος μετακύλιε το βάρος εφαρμογής της Συνθήκης των Σεβρών από τους ελληνικούς ώμους στους Συμμάχους. Η πρόταση για αναθεώρηση της Συνθήκης εις βάρος των Τούρκων με τη δημιουργία δύο νέων κρατών, του Πόντου και της Κωνσταντινούπολης, αρχικά δημιούργησε αμηχανία στο βρετανικό επιτελείο. Ο Κων. Σβολόπουλος εκτιμά ότι «μοιραία πλέον διαφαινόταν η πιθανότητα να υιοθετηθούν, κατά βάση, οι ριζοσπαστικές θέσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου: αναθεώρηση συνομολογημένων διατάξεων της συνθήκης εις βάρος της Τουρκίας, συνέχιση και επέκταση των πολεμικών επιχειρήσεων».

Ο αστάθμητος παράγοντας που άλλαξε εντελώς τις συνθήκες ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920 και η επαναφορά των παλαιών φιλογερμανών στην εξουσία. Η ανερμάτιστη πολιτική των νέων ηγητόρων μετέτρεψε μια κοινή συμμαχική προσπάθεια για τη διαμόρφωση ενός μεταοθωμανικού κόσμου σε αποκλειστικά ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το πρώτο θύμα της αλλαγής αυτής ήταν ο Πόντος, για τον οποίο δεν υπήρχε καμία απολύτως άποψη. Εδωσε την ευκαιρία στους Ιταλούς και στους Γάλλους να αποστασιοποιηθούν από τις συμμαχικές υποχρεώσεις και να προσεγγίσουν τον Μουσταφά Κεμάλ. Παράλληλα, άρχισαν την υπονόμευση της Συνθήκης των Σεβρών.

Η αρχή του οριστικού τέλους για τον Πόντο θα έρθει τον Φεβρουάριο του 1921 στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου για την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Δημήτριος Γούναρης αντιλαμβανόμενος με μεγάλη καθυστέρηση το τεράστιο πολιτικό αλλά και ανθρωπιστικό κόστος που θα είχε μια τέτοια αναθεώρηση, υποσχέθηκε την καταπολέμηση του κεμαλικού κινήματος με στρατιωτικά μέσα, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η αποστολή ελληνικού στρατού στον Πόντο. Φυσικά δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για κάτι τέτοιο. Ομως η δημόσια ανακοίνωση των προθέσεων και η δημοσίευση αντίστοιχων σχεδίων για τον Πόντο στον αθηναϊκό Τύπο προκάλεσαν την αντίδραση των κεμαλικών. Φοβούμενοι την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου άρχισαν τη δεύτερη φάση της μαζικής εκκαθάρισης του ελληνικού πληθυσμού με μαζικές εκτοπίσεις ενδότερα και την καταστροφή των ελληνικών χωριών.

Οπότε η απάντηση στο ερώτημα «Ηταν αναπόφευκτη η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού;» είναι αρνητική. Η καταστροφή του υπήρξε απόρροια της ανικανότητας των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων των Αθηνών να σταθμίσουν ρεαλιστικά τις συνθήκες. Αυτή η ανικανότητα θα οδηγήσει στη Μικρασιατική Καταστροφή, της οποίας το πρώτο τραγικό μέρος θα είναι ο Πόντος.
 
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ, συγγραφέας.

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Ήταν αναπόφευκτη η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού;-4
Το οίκημα της Μητρόπολης Ροδοπόλεως. Με την επικράτηση των Τούρκων οι ιερωμένοι υπέστησαν απηνείς διωγμούς. Οι ίδιες αιτίες που προκάλεσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή οδήγησαν και στην καταστροφή του Πόντου. Φωτ. ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΑΘΗΝΑ

Τα βάρη της γεωπολιτικής και ανθρώπινες επιλογές

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Ήταν αναπόφευκτη η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού;-5

Του Ευάνθη Χατζηβασιλείου
 
Οι ιστορικοί εμφανίζονται πάντοτε δύσθυμοι απέναντι σε σκέψεις περί «αναπόφευκτου» στην πορεία των ανθρώπινων υποθέσεων. Τούτο, μεταξύ άλλων, επειδή η απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα εμπεριέχει την εξέταση υποθετικών σεναρίων – θα πρέπει να απαντήσεις στο τι θα «μπορούσε» να συμβεί εάν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Ετσι, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι ιστορικοί αποφεύγουν να χαρακτηρίσουν ένα ιστορικό φαινόμενο ως αναπόφευκτο, εκτός εάν πρόκειται για περίπτωση ιδιαίτερα προφανή.

Από πρώτη ματιά, ωστόσο, η θέση περί του αναπόφευκτου της καταστροφής του ποντιακού ελληνισμού φαίνεται υποστηρίξιμη. Αποκομμένος γεωγραφικά από τις άλλες ελληνικές κοινότητες, ο ποντιακός ελληνισμός εμφανίζεται να διέθετε πολύ μικρές δυνατότητες επιβίωσης. Η περίοδος της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης στην ευρύτερη περιοχή όδευε προς το τέλος της, και ανέτειλε η εποχή των εθνών-κρατών, ενώ οι Νεότουρκοι, μετά τις τραυματικές για το τουρκικό έθνος εμπειρίες των Βαλκανικών Πολέμων, επιδίωκαν μια σκληρή εθνοκάθαρση. Το γεγονός της επί μακρούς αιώνες επιβίωσης του ποντιακού ελληνισμού στην εστία του, παρά την απόστασή του από τα άλλα τμήματα του ελληνικού κόσμου, θα μπορούσε να εξηγηθεί λόγω του ότι στην περίπτωσή του συνέτρεχαν διάφοροι παράγοντες: το αυτοκρατορικό (επομένως, εξ ορισμού πολυεθνικό) πλαίσιο της διακυβέρνησης στην ευρύτερη περιοχή, η γεωγραφική διαμόρφωση του Πόντου και ιδίως το μεγάλο φράγμα που δημιουργούσαν οι οροσειρές του και το οποίο επέτρεπε τη σχετική απομόνωση ή/και αυτονόμηση (όχι θεσμικά αλλά πάντως σε πρακτικό επίπεδο) των Ελλήνων της περιοχής από το ευρύτερο σύνολο της Μικράς Ασίας. Ωστόσο και ο παράγοντας της σχετικής γεωγραφικής απομόνωσης έμελλε να περάσει σε δεύτερη μοίρα στον 20ό αιώνα, όταν η άνοδος του έθνους-κράτους και η εξέλιξη της τεχνολογίας μείωναν τις δυνατότητες να διατηρηθεί αυτή η αποκοπή από τη μικρασιατική ενδοχώρα. Τέλος, ήταν αδύνατον να σχεδιαστεί ένα ελληνικό ποντιακό κράτος, τόσο λόγω της γεωπολιτικής θέσης του, αλλά κυρίως επειδή δεν υπήρχε ελληνική πλειοψηφία πληθυσμού στην περιοχή. Μια τέτοια διαπίστωση περί του αναπόφευκτου της καταστροφής της συγκεκριμένης κοινότητας, θα φαινόταν σε πολλούς ως μια εκδήλωση σκληρής Realpolitik, αλλά θα διέθετε σοβαρή αναλυτική βάση.

Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι η άποψη του αναπόφευκτου δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή. Η επιβίωση του ποντιακού ελληνισμού θα ήταν υπόθεση πολύ δύσκολη στη νέα εποχή· αδύνατη όμως όχι. Η κοινότητα μπορούσε να επιβιώσει σε διάφορα σενάρια – απλώς αυτά δεν εκπληρώθηκαν. Πρώτον, η καταστροφή της έγινε πολύ περισσότερο πιθανή από τη στιγμή που η Ρωσία ηττήθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: η ρωσική ήττα αφαίρεσε από την ποντιακή εξίσωση τον ισχυρότερο και πιο κοντινό προστάτη της κοινότητας αυτής, ενώ προκάλεσε το ακόμη μεγαλύτερο μένος της τουρκικής ελίτ, που είχε δει την κοινότητα να συντάσσεται με τους Ρώσους. Δεύτερον, ο ποντιακός ελληνισμός, κατά τη γνώμη του γράφοντος, μπορούσε να επιβιώσει σε περίπτωση που είχε γίνει δυνατή η εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών.

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Ήταν αναπόφευκτη η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού;-6
Ζευγάρι από την Κερασούντα. Ο ελληνισμός του Πόντου ξεριζώθηκε ολοκληρωτικά με την ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών. Φωτ. ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΑΘΗΝΑ

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Ήταν αναπόφευκτη η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού;-7
Ζευγάρι αστών κατοίκων από την Τραπεζούντα. Ο μητροπολίτης Χρύσανθος τον Μάρτιο του 1916 ανέλαβε και την πολιτική εξουσία στην περιοχή. Φωτ. ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΑΘΗΝΑ

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Ήταν αναπόφευκτη η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού;-8
Τραπεζούντα: Το φροντιστήριο και ο ναός του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Το σχέδιο για ίδρυση της «Δημοκρατίας του Πόντου» δεν ευοδώθηκε. Φωτ. ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΑΘΗΝΑ

Ο Βενιζέλος γνώριζε ότι δεν ήταν ορθολογική επιλογή η στρατιωτική δράση της Ελλάδας στον Πόντο. Ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να έχει χερσαία πρόσβαση εκεί – σε απόσταση πάνω από 900 χιλιόμετρα από το Ουσάκ όπου βρίσκονταν οι προωθημένες θέσεις του το 1920. Η δε μεταφορά μικρών δυνάμεων εκεί διά θαλάσσης ήταν κάτι που επίσης δύσκολα θα αποφάσιζε ο Βενιζέλος: αυτές θα αποδεικνύονταν ανεπαρκείς και θα δημιουργούσαν ανάγκες διαρκούς ενίσχυσής τους, τη στιγμή που έμενε ανοικτό (ή δυνητικά ανοικτό) το αποφασιστικής σημασίας μέτωπο της Ιωνίας. Ο Βενιζέλος δεν θα διασπούσε τις δυνάμεις του. Για να είμαστε πιο ακριβείς: ήταν δυνατή η ελληνική στρατιωτική δράση στον Πόντο, όχι όμως μια στρατιωτική νίκη εκεί.

Ωστόσο, στον σχεδιασμό του Βενιζέλου ο Πόντος εντασσόταν με έναν τρόπο περισσότερο λειτουργικό. Ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι εάν η Ελλάδα κατάφερνε να εφαρμόσει τη Συνθήκη των Σεβρών, εξασφαλίζοντας την Ανατολική Θράκη και τη Ζώνη της Σμύρνης, θα είχε εδραιωθεί ως περιφερειακή δύναμη, η οποία θα διέθετε πολύ αναβαθμισμένες δυνατότητες να προστατεύσει και εκείνες τις κοινότητες που δεν θα εντάσσονταν τελικά στο ελληνικό κράτος. Ειδικά δε για τους Ελληνες Ποντίους, προέβλεπε την ένταξή τους σε ένα διευρυμένο αρμενικό κράτος, το οποίο εξ ορισμού θα είχε συμφέροντα συμβατά με τα ελληνικά. Η ιδέα μιας ποντοαρμενικής «ομοσπονδίας» (δηλαδή μιας συνδιοίκησης του κράτους αυτού από Ελληνες και Αρμενίους) αποδείχθηκε υπερβολικά αισιόδοξη, αλλά πάντως η ένταξη του Πόντου στο αρμενικό κράτος και η αναβάθμιση της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας συγκροτούσαν το ευνοϊκό πλαίσιο που θα επέτρεπε την επιβίωση της κοινότητας.

Το πρόβλημα επομένως ήταν ότι η Ελλάδα δεν κατάφερε να εφαρμόσει τη Συνθήκη των Σεβρών. Ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές τον Νοέμβριο του 1920 και λίγο μετά οι κεμαλικοί και οι Σοβιετικοί κατέστρεφαν από κοινού και διαμέλιζαν το αρμενικό κράτος. Αλλά το πιο καταλυτικό στοιχείο ήταν η ήττα των ελληνικών όπλων στη Μικρά Ασία, και μάλιστα ο συντριπτικός τρόπος με τον οποίο αυτή επήλθε –μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου και εν μέρει εξαιτίας της– το 1922. Τότε η καταστροφή του ποντιακού ελληνισμού έγινε μια ανεπίστρεπτη διαδικασία.

Ετσι όμως –θα αντιτείνει ο προσεκτικός αναγνώστης– το ερώτημα μετατίθεται στο εάν η ήττα της Ελλάδας στη Μικρά Ασία ήταν αναπόφευκτη: πάλι σε ανάλογο δίλημμα οδηγούμαστε. Αλλά ίσως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση η επιβίωση των Ποντίων στην πατρίδα τους. Ωστόσο, ο σχεδιασμός του Βενιζέλου προσέφερε μια τέτοια προοπτική. Ο γράφων δεν θεωρεί ότι η ήττα ήταν σε κάθε περίπτωση αναπόφευκτη – τουλάχιστον, όχι έτσι όπως επήλθε. Πιο «σαφή» θέση έναντι του ερωτήματος του αναπόφευκτου, δεν νομίζω ότι ο ιστορικός είναι σε θέση να λάβει.
 
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή