Ε.Ε. – Βρετανία: H συμφιλίωση των διαζευγμένων

Ε.Ε. – Βρετανία: H συμφιλίωση των διαζευγμένων

Ακόμη κι αν ο Σούνακ περάσει τη συμφωνία για τη Β. Ιρλανδία, οι σχέσεις με την Ε.Ε. θα αναστατώνουν το Λονδίνο

5' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Hταν κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει συχνά στα χωρισμένα ζευγάρια: ύστερα από μια πρώτη περίοδο γεμάτη πληγωμένα αισθήματα, αλληλοκατηγορίες και επιθέσεις, έρχεται η στιγμή που οι δύο πρώην σύντροφοι προσεγγίζουν ξανά ο ένας τον άλλον και βρίσκουν τρόπο να συνυπάρξουν». Με αυτά τα λόγια υποδέχθηκε η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt τη συμφωνία που ανακοίνωσαν την περασμένη Δευτέρα στο Ουίνδσορ ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Με το «Πλαίσιο του Ουίνδσορ», όπως πολιτογραφήθηκε η συμφωνία, αίρεται η πιο ακανθώδης εκκρεμότητα στην υπόθεση του Brexit, δύο χρόνια μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση: το εμπορικό και νομικό καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας, της μόνης βρετανικής περιφέρειας που έχει χερσαία σύνορα με την Ε.Ε.

Η σημασία αυτής της εξέλιξης δύσκολα μπορεί να υποτιμηθεί. Πρώτα απ’ όλα, αποτρέπει το ορατό, μέχρι χθες, ενδεχόμενο ανοιχτού εμπορικού πολέμου μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών και δημιουργεί ατμόσφαιρα για μια ορισμένη επαναπροσέγγιση στη μετα-Brexit εποχή, κάτι που είχε ήδη διευκολυνθεί από τη συστράτευση των δύο πλευρών κατά της Ρωσίας στο Ουκρανικό. Επειτα, απομακρύνει τους φόβους για ανατίναξη της ειρηνευτικής συμφωνίας του 1998 σχετικά με τη Βόρεια Ιρλανδία και για υποτροπή των εθνοτικών συγκρούσεων στην περιοχή, απειλή που θα έμπαινε στην ημερήσια διάταξη αν, ελλείψει συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ε.Ε. υποχρεωνόταν να επαναφέρει το «σκληρό» σύνορο μεταξύ Βόρειας και ανεξάρτητης Ιρλανδίας. Τέλος, ενισχύει στο εσωτερικό της Βρετανίας και διεθνώς το πολιτικό κεφάλαιο του Ρίσι Σούνακ, ο οποίος, τέσσερις μήνες μετά την άνοδό του στην πρωθυπουργία, πιστώνεται ότι πέτυχε εκεί όπου απέτυχαν οι προκάτοχοί του, ο Μπόρις Τζόνσον και η Λιζ Τρας, στέλνει καθησυχαστικά μηνύματα στις αγορές και σταθεροποιεί την εύθραυστη, μέχρι πρότινος, κατάσταση της βρετανικής οικονομίας. Στην ιδανική περίπτωση, ο Σούνακ ελπίζει να εκταμιεύσει το αυξημένο πολιτικό του κεφάλαιο πείθοντας τον Τζο Μπάιντεν για μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και Βρετανίας – βασικό στόχο όλων των οπαδών του Brexit. Βέβαια, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν φαίνεται να επείγεται για παρόμοιες συμφωνίες, αντίθετα μάλλον ρέπει προς τον προστατευτισμό, αλλά η πιθανολογούμενη επίσκεψή του σε Λονδίνο και Μπέλφαστ τον επόμενο μήνα, με αφορμή τα 25 χρόνια από την ειρηνευτική συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, θα μας κάνει σοφότερους.

Το ρήγμα

Αλλά πώς δημιουργήθηκε το επικίνδυνο ρήγμα που κατάφεραν να γεφυρώσουν οι Σούνακ και Φον ντερ Λάιεν; Την 31η Δεκεμβρίου 2020, όταν η Βρετανία έβγαινε και επίσημα από την Ε.Ε., μπορεί ο τότε πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον να πανηγύριζε ότι υλοποίησε το Brexit στην πιο σκληρή του εκδοχή, η αλήθεια είναι όμως ότι για να το πετύχει είχε κάνει έναν οδυνηρό συμβιβασμό με τις Βρυξέλλες: προκειμένου να μην επανέλθει το σκληρό σύνορο, με αυστηρούς τελωνειακούς ελέγχους, μεταξύ Βόρειας και ανεξάρτητης Ιρλανδίας, οι Ευρωπαίοι απαίτησαν και πέτυχαν να μεταφέρουν, ουσιαστικά, αυτό το σύνορο στη θάλασσα που χωρίζει τη Βόρεια Ιρλανδία από την υπόλοιπη Βρετανία.

Αποτρέπει το ενδεχόμενο ανοιχτού εμπορικού πολέμου Ευρώπης – Βρετανίας και δημιουργεί ατμόσφαιρα για μια ορισμένη επαναπροσέγγιση.

Πέρα από τους τελωνειακούς ελέγχους, αυτό σήμαινε ότι η Βόρεια Ιρλανδία θα έπρεπε να εφαρμόζει νόμους της Ε.Ε. στην οποία δεν ανήκε πια και να υπόκειται στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Οπως ήταν επόμενο, οι Ενωτικοί του Μπέλφαστ, που ορκίζονται στον βασιλιά του Ηνωμένου Βασιλείου, ένιωσαν προδομένοι, θεωρώντας πως το περίφημο «Βορειοϊρλανδικό Πρωτόκολλο» τους ωθούσε στην αγκαλιά του Δουβλίνου. Υπό τον κίνδυνο να θεωρηθεί εθνικός μειοδότης, ο Τζόνσον κατέθεσε νόμο για την αναίρεση του Πρωτοκόλλου, φέρνοντας επί θύραις τον κίνδυνο εμπορικού πολέμου με την Ε.Ε.

Σε αυτό το φόντο, ο συμβιβασμός που πέτυχε να εκμαιεύσει ο Σούνακ από τις Βρυξέλλες φαντάζει ιδιαίτερα ευνοϊκός. Το σύνορο της Ιρλανδικής Θάλασσας, αν και δεν καταργείται τελείως, γίνεται πολύ αχνό, καθώς η μεγάλη πλειονότητα των εμπορευμάτων που θα εισάγεται από το Ηνωμένο Βασίλειο στη Βόρεια Ιρλανδία θα οδεύει μέσω της «πράσινης γραμμής», δηλαδή δεν θα υφίσταται κανέναν τελωνειακό έλεγχο. Μια δεύτερη «κόκκινη γραμμή» θα αφορά τα προϊόντα που θα προορίζονται για την ανεξάρτητη Ιρλανδία, αλλά και εδώ οι έλεγχοι θα απλοποιηθούν. Επιπλέον, το Λονδίνο είναι εκείνο που θα αποφασίζει για το ύψος του ΦΠΑ και τις κρατικές επιδοτήσεις στη Βόρεια Ιρλανδία, η οποία ταυτόχρονα απαλλάσσεται από την υποχρέωση που είχε αναλάβει, βάσει του Πρωτοκόλλου, να εφαρμόζει γύρω στους 1.700 ευρωπαϊκούς νόμους. Σε περίπτωση διαφωνιών, αρμόδιο να κρίνει δεν θα είναι, σε πρώτο χρόνο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αλλά μεικτή επιτροπή διαιτησίας, με δικαστές που θα ορίζονται από Βρυξέλλες και Λονδίνο. Τελευταίο στη σειρά, αλλά όχι σε σημασία, καθιερώνεται το λεγόμενο «Φρένο του Στόρμοντ», δηλαδή το δικαίωμα βέτο της τοπικής κυβέρνησης της Βόρειας Ιρλανδίας σε μελλοντικούς νόμους της Ε.Ε.

Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι γιατί οι Βρυξέλλες έδωσαν στον Σούνακ ό,τι δεν έδωσαν στον Τζόνσον; Το πραγματιστικό, businesslike, προφίλ του Σούνακ, σε αντιδιαστολή με έναν Τζόνσον που είχε μετατρέψει την αντιπαλότητα με τις Βρυξέλλες σε εργαλείο πολιτικής ηγεμονίας στο εσωτερικό, ασφαλώς έπαιξε τον ρόλο του. Εξίσου σημαντικό, αν όχι μεγαλύτερο, ρόλο πρέπει να έπαιξαν η κούραση των Ευρωπαίων με το ήδη επταετές ψυχόδραμα του Brexit, η διάθεση να τελειώνουν επιτέλους με αυτή την εκκρεμότητα, τη στιγμή που έχουν άλλα, κεφαλαιώδη ζητήματα να αντιμετωπίσουν (Ουκρανικό, ενεργειακό, πληθωριστική έκρηξη), αλλά και οι φόβοι για υποτροπή των ταραχών στη Βόρεια Ιρλανδία, τους οποίους ενίσχυσε η πρόσφατη απόπειρα δολοφονίας αστυνομικού από τους αδιάλλακτους του New IRA στο Ομαχ.

Θα ήταν ωστόσο νωρίς να θεωρήσουμε ότι μπήκε τελεία και παύλα στη χαώδη ιστορία του Brexit. Κατ’ αρχάς, περιμένουμε ακόμη να μάθουμε τη θέση που θα κρατήσουν οι Ενωτικοί του DUP στο Μπέλφαστ και οι σκληροπυρηνικοί του Brexit στο Λονδίνο έναντι της συμφωνίας Σούνακ – Φον ντερ Λάιεν. Λύνοντας τη σιωπή του, την περασμένη Πέμπτη, ο Μπόρις Τζόνσον δήλωσε ότι «θα δυσκολευτεί πολύ» να ψηφίσει τη συμφωνία του διαδόχου του, αν και η κριτική του ήταν αρκετά μετριοπαθής για τα δικά του δεδομένα. Το πιο πιθανό, βέβαια, είναι ότι οι αντιδράσεις θα είναι περιορισμένες και ότι ο Σούνακ, με στήριξη και από τους Εργατικούς, θα την περάσει από τη Βουλή των Κοινοτήτων. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, η πίεση στον Σούνακ θα προέρχεται στο εξής από την απέναντι πλευρά του πολιτικού φάσματος, από τους οπαδούς του Remain. Μπορεί ο ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ να διαβεβαιώνει (για την ώρα) ότι δεν τίθεται ζήτημα αναίρεσης του Brexit με νέο δημοψήφισμα ούτε καν επιστροφής στην Ενιαία Αγορά, αλλά οι δημοσκοπήσεις που φέρουν το 54% των Βρετανών να θεωρεί λάθος την απόφαση του 2016 έναντι μόλις 32% που τη θεωρεί σωστή, δίνουν φτερά στα πόδια των ευρωπαϊστών – έστω κι αν οι δημοσκοπήσεις στη Βρετανία, ειδικά στο θέμα του Brexit, δεν συνοδεύονται από καλή φήμη.

Σε κάθε περίπτωση, το θέμα των σχέσεων Ηνωμένου Βασιλείου – Ευρώπης, που βρίσκεται στο κέντρο της βρετανικής πολιτικής ζωής εδώ και επτά δεκαετίες, θα συνεχίσει να απασχολεί έντονα τη χώρα, που φροντίζει διαρκώς να δικαιώνει τον γνωστό αφορισμό του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ατσεσον: «Εχασαν μια αυτοκρατορία, αλλά δεν κατάφεραν να βρουν έναν ρόλο».

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή