Η προσφυγική αποστασία στις 5 Μαρτίου 1933

Η προσφυγική αποστασία στις 5 Μαρτίου 1933

Από το 1923, οι πρόσφυγες ήσαν εκείνοι που εξασφάλιζαν την εκλογική επικράτηση του Βενιζελισμού και της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Αλλά δέκα χρόνια αργότερα, στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, η αποστασία ελάχιστων χιλιάδων προσφύγων προς τον Αντιβενιζελισμό ήταν αρκετή για να ηττηθεί τελειωτικά ο Βενιζέλος και να υπονομευθεί η Αβασίλευτη

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από το 1923, οι πρόσφυγες ήσαν εκείνοι που εξασφάλιζαν την εκλογική επικράτηση του Βενιζελισμού και της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Αλλά δέκα χρόνια αργότερα, στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, η αποστασία ελάχιστων χιλιάδων προσφύγων προς τον Αντιβενιζελισμό ήταν αρκετή για να ηττηθεί τελειωτικά ο Βενιζέλος και να υπονομευθεί η Αβασίλευτη. Χωρίς την αποστασία αυτή, ο Βενιζελισμός θα είχε διατηρήσει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δεν θα είχαν γίνει ούτε το κίνημα του 1933 ούτε εκείνο του 1935, ενώ και η ίδια η Αβασίλευτη Δημοκρατία θα είχε εμπεδωθεί.

Πιεστικές βιοτικές ανάγκες και εκρηκτικά οικονομικά ζητήματα, όπως τα χρέη που όφειλαν οι ίδιοι και οι αποζημιώσεις που τους οφείλονταν, δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την αυτονόμηση των προσφύγων και την προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους με καιροσκοπική ή και τυχοδιωκτική πολιτική δράση. Αναπτύχθηκε έτσι ένα ιδιαίτερο είδος προσφύγων πολιτευτών, που έγιναν γνωστοί με το κακόφημο όνομα «προσφυγοπατέρες».

Τα πράγματα έφθασαν σε κρίσιμη καμπή τον Ιούνιο του 1930, όταν ο Βενιζέλος παρουσίασε τη Σύμβαση της Αγκυρας στη Βουλή για άμεση επικύρωση. Παρόλο που η πλειονότητα των προσφύγων βουλευτών υποτάχθηκε απρόθυμα στην κομματική πειθαρχία των Φιλελευθέρων, μία μικρότερη ομάδα από «προσφυγοπατέρες», τόσο μέσα όσο και έξω από τη Βουλή, διέρρηξαν οριστικά τους δεσμούς τους με τους Φιλελευθέρους και κατάγγειλαν τη Σύμβαση ως ξεπούλημα των προσφυγικών δικαιωμάτων.

Ο Βενιζέλος, όχι μόνο υπερασπίστηκε τη Σύμβαση, αλλά και επιτέθηκε με δριμύτητα στους αποστάτες «προσφυγοπατέρες» ως «απειλή για την εθνική ενότητα», επειδή άνοιγαν νέο χάσμα μεταξύ προσφύγων και γηγενών και έσπρωχναν τη χώρα στο χείλος του εμφυλίου σπαραγμού.

Από την πλευρά του, ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Παναγής Τσαλδάρης εγκαινίασε μία ιστορική στροφή της στρατηγικής του, κατακρίνοντας τη Σύμβαση και ταυτόχρονα υποστηρίζοντας τους πρόσφυγες. Με ακροβασία ισορροπιστή, καταδίκασε τον διακανονισμό με την Τουρκία τόσο επειδή μεγάλωνε την οικονομική επιβάρυνση των γηγενών όσο και επειδή απεμπολούσε τη νόμιμη απαίτηση των προσφύγων για πλήρη αποζημίωση.

Το επόμενο διάστημα αρχηγοί κομμάτων άρχισαν να πλειοδοτούν μεταξύ τους για τον προσεταιρισμό των προσφύγων. Περισσότερο επιθετικός αποδείχθηκε ο Γεώργιος Κονδύλης, που προχώρησε στη δημιουργία νέου ζητήματος την παραμονή των εκλογών του 1932. Υποσχέθηκε την πληρωμή του 25% που είχε παρακρατήσει «προσωρινά», υποτίθεται, η Εθνική Τράπεζα κατά την πληρωμή των προσφυγικών αποζημιώσεων. Αυτή η υπόσχεση πέρασε απαρατήρητη το 1932. Αλλά επανήλθε δριμύτερη τον Μάρτιο του 1933.

Τότε πλέον ο Αντιβενιζελικός συνασπισμός ως σύνολο (περιλαμβάνοντας και τον Κονδύλη) υποσχέθηκε το 25% στους «αδελφούς πρόσφυγες». Η προκήρυξη υπενθύμιζε επίσης την κατηγορηματική δήλωση των Φιλελευθέρων ότι «ουδείς πρόσφυξ πλέον δικαιούται να λάβη» οποιοδήποτε ποσό.

Οι Βενιζελικοί και ο ίδιος ο Βενιζέλος έκαναν τότε το μοιραίο λάθος να υποτιμήσουν τον κίνδυνο των προσφυγικών διαρροών. Αγνόησαν ένα νέο και καθοριστικό δεδομένο: δεν υπήρχε πλέον το πολιτειακό ζήτημα για να συγκρατήσει τις διαρροές. Είχαν οι ίδιοι φροντίσει να εμπεδωθεί η εντύπωση ότι η Αβασίλευτη Δημοκρατία δεν κινδυνεύει πια. Αρνήθηκαν λοιπόν να παρασυρθούν στο ίδιο παιχνίδι υποσχέσεων και κατάγγειλαν την οικονομική ανευθυνότητα των αντιπάλων, που υπόσχονταν να πληρώσουν ένα υπέρογκο ποσό σε περίοδο παραλυτικής οικονομικής κρίσης.

Η υποτίμηση του κινδύνου από τους Βενιζελικούς είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα. Αρκετοί πρόσφυγες παρασύρθηκαν από το δόλωμα του 25% ώστε να χαρίσουν την εκλογική νίκη στον Αντιβενιζελισμό. Αρκεί να δούμε μόνο την κρίσιμη εκλογική περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων. Οι Βενιζελικοί έχασαν τις 20 από τις 21 έδρες για λιγότερες από 2.000 ψήφους. Οι διαρροές προσφύγων ήσαν ασφαλώς περισσότερες.

Αρκούσε λοιπόν να μετακινηθούν μόλις 2.000 πρόσφυγες ψηφοφόροι από τον Βενιζελισμό στον Αντιβενιζελισμό για να αλλάξει ριζικά η ιστορική εξέλιξη της χώρας (ή «ο ρους της Ιστορίας», σύμφωνα με την καθιερωμένη έκφραση). Αυτό έγινε το 1933.

Εφταιγε βέβαια το ιδιαίτερο πλειοψηφικό σύστημα που είχαν επινοήσει οι Βενιζελικοί το 1923 και είχαν επαναφέρει το 1933, προσδοκώντας μία ακόμη σαρωτική νίκη, όπως το 1928. Χάρη σ’ αυτό το πλειοψηφικό, οι λιγοστές μετακινήσεις των προσφύγων είχαν μία δυσανάλογα μεγάλη επίπτωση. Αλλαξαν χέρια σε μία μόνο εκλογική περιφέρεια 20 έδρες που ήσαν απαραίτητες για τον σχηματισμό κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ετσι, οι Αντιβενιζελικοί απέκτησαν την πλειοψηφία με 136 έδρες σε σύνολο 248. Χωρίς τις διαρροές προσφύγων, οι Βενιζελικοί θα είχαν πλειοψηφία με 130 έδρες σε σύνολο 248.

Οπως θα περίμενε κανείς, το περίφημο 25% δεν πληρώθηκε ποτέ, μετά την άνοδο του Αντιβενιζελισμού στην εξουσία χάρη στις διαρροές αυτές. Πολλές από αυτές αποδείχθηκαν άλλωστε εξαιρετικά σύντομης διάρκειας. Αλλά οι συνέπειες ήσαν βέβαια ανεπανόρθωτες και μη αναστρέψιμες.

Ο καθηγητής Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι συγγραφέας των βιβλίων «1915: Ο Εθνικός Διχασμός» και «Μετά το 1922: Η παράταση του Διχασμού».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή