Η εξάρτηση των ΗΠΑ από τα πυρηνικά καύσιμα της Ρωσίας απειλεί την εθνική ασφάλεια και τους κλιματικούς στόχους, δήλωσε ανώτερη αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία κάλεσε το Κογκρέσο να παράσχει κεφάλαια για την ανοικοδόμηση της εγχώριας αλυσίδας εφοδιασμού και να περιορίσει τις εισαγωγές.
Η Κάθριν Χαφ, βοηθός υπουργού για την πυρηνική ενέργεια, χαρακτήρισε στους Financial Times «σοβαρά ανησυχητικό» το γεγονός ότι περίπου το 20% των καυσίμων που χρησιμοποιούνται από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες των ΗΠΑ προμηθεύεται μέσω συμβάσεων εμπλουτισμού με Ρώσους προμηθευτές.
Η Ρωσία ελέγχει σχεδόν το 50 τοις εκατό της παγκόσμιας ικανότητας εμπλουτισμού, έχοντας υπονομεύσει την αλυσίδα πυρηνικού εφοδιασμού των ΗΠΑ επί πολλά χρόνια, πρόσθεσε η ίδια.
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους επέβαλαν κυρώσεις κατά της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσίας μετά την εισβολή στην Ουκρανία πέρυσι. Ομως η Ουάσιγκτον απέφυγε να εμποδίσει τον ρωσικό πυρηνικό κολοσσό Rosatom να προμηθεύσει πυρηνικά καύσιμα και υπηρεσίες εμπλουτισμού σε αμερικανικούς και δυτικούς φορείς εκμετάλλευσης σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, καθώς υπάρχουν λίγες εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού.
Η αξιωματούχος δήλωσε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε ζητήσει από το Κογκρέσο επιπλέον 2 δισ. δολάρια για να υποστηρίξει μια στρατηγική που θα δώσει κίνητρα σε εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ να ενισχύσουν την ικανότητα εμπλουτισμού και μετατροπής.
Η αλυσίδα εφοδιασμού πυρηνικών καυσίμων ξεκινά με την εξόρυξη του ουρανίου. Στη χημική διαδικασία μετατροπής και εμπλουτισμού του ισοτόπου ουρανίου, κυριαρχεί η Rosatom, λένε οι ειδικοί. Υπάρχουν ελάχιστοι δυτικοί προμηθευτές εμπλουτισμού, συμπεριλαμβανομένων της γαλλικής Orano και της Urenco, μιας κοινοπραξίας του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Ολλανδίας.
Με πληροφορίες από Financial Times