Για πολλούς από εμάς, ο Ζακ Ντελόρ υπήρξε ο πραγματικός αρχιτέκτονας της Ευρώπης των ονείρων μας. Ενα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Μια γενιά που όπως και εγώ γεννηθήκαμε τη δεκαετία του ’60, και μπορέσαμε να γίνουμε μάρτυρες της γέννησης μιας Ευρώπης χωρίς σύνορα. Αυτή η γενιά ζητούσ και απέκτησε το προνόμιο να βιώσει όλες τις ευκαιρίες για ειρήνη και ανάπτυξη, που εκπροσωπούσε αυτή η Ευρώπη.
Η θητεία του στην Κομισιόν σηματοδότησε το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός για την ενοποίηση. Μόλις έγινε πρόεδρος, ο Ντελόρ άνοιξε την εποχή του ευρωπαϊκού κοινωνικού διαλόγου. Αξιοποιώντας αυτή τη δυναμική, ξεκίνησε το εγχείρημα που θα οδηγούσε στις 31 Δεκεμβρίου 1992 στην άρση των εμποδίων για την ελεύθερη μετακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και ανθρώπων. Επρόκειτο για τις περίφημες τέσσερις ελευθερίες της Ευρώπης, μια υπόσχεση που υλοποιήθηκε «μερικώς» από το 1993 και ύστερα.
Λέω «μερικώς», καθώς οι σοβαρές κρίσεις που βιώνει η Ευρώπη σήμερα, καταδεικνύουν ότι αυτό το έργο θα πρέπει επιτέλους να ολοκληρωθεί. Αλλωστε ο απώτερος στόχος της έκθεσης για την Ενιαία Αγορά που μου ανέθεσαν το Συμβούλιο και η Κομισιόν είναι να προσδιορίζω ακριβώς τα στάδια του «ταξιδιού» που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των τεσσάρων ευρωπαϊκών ελευθεριών. Με μια προσεκτική εξέταση, το γεγονός ότι τα εθνικά κράτη έχουν εμποδίσει αυτή τη διαδικασία για δεκαετίες έχει εξελιχθεί στο μεγαλύτερο πρόβλημα της ευρωπαϊκής ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας. Ενα μεγάλο όραμα της ιστορικής σημασίας μιας ενωμένης Ευρώπης εκλείπει και αυτό ακόμα ισχύει. Ο Ντελόρ διακατεχόταν από αυτή την αίσθηση της ιστορίας, σχεδόν την ενσάρκωνε. Πίσω στο 1989 σε αντίθεση με άλλους –για παράδειγμα τη Μάργκαρετ Θάτσερ– δεν είδε την επανένωση της Γερμανίας ως απειλή. Αντιθέτως, αντιλήφθηκε ότι η σημαντική αυτή διαδικασία θα έπρεπε να συνοδευτεί. Και είχε αυτή τη μεγάλη διαίσθηση: η Γερμανία θα έπρεπε να δώσει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες τη νομισματική ισχύ της σε αντάλλαγμα για το «πράσινο φως» στην ενοποίηση. Πίσω από όλα αυτά υπήρχε η πεποίθηση, που θα θέσω στο επίκεντρο της έκθεσής μου: σήμερα, σε αυτές τις πρώτες δεκαετίες του νέου αιώνα, ο κόσμος έχει γίνει γιγαντιαίος και εμείς, οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, έχουμε γίνει όλες μικρές ή μεσαίες. Γι′ αυτό, για να έχουμε την ίδια επιρροή σήμερα που είχαμε μόνοι μας τότε, χρειάζεται να ενωθούμε.
Ως προοδευτικός καθολικός, ο Ντελόρ ήταν σε θέση να βασίσει την ιδέα του για την ανασύνθεση της Ευρώπης στις βασικές αξίες αυτών των δύο πολιτικών πολιτισμών: της αλληλεγγύης και της ελευθερίας. Ωστόσο το όνειρό του ήταν πάνω απ′ όλα ένα όνειρο απελευθέρωσης: να ενώσει την πτώση του Τείχους του Βερολίνου με την ιδέα της διάσπασης των εσωτερικών συνόρων και της απελευθέρωσης των ενεργειών. Σήμερα, δυστυχώς –και αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό από τις συζητήσεις σε εθνικό επίπεδο– κάθε ευρωπαϊκή χώρα που αντιμετωπίζει σοβαρά σύγχρονα προβλήματα, το ένστικτό της αντιδρά προτείνοντας να κλείσουν εκ νέου τα εσωτερικά σύνορα ως μέτρο προστασίας.
Είναι αλήθεια: οι κρίσιμες πτυχές του Μάαστριχτ, που ακόμα και ο Ντελόρ αντιλήφθηκε και κατήγγειλε, δεν πρέπει να ακυρωθούν. Το αρχικό σχέδιο παραμένει ανολοκλήρωτο. Υπάρχει έλλειψη ισορροπίας. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο Ντελόρ επέμεινε στην ενίσχυση ενός κοινωνικού πυλώνα ο οποίος, τελικά, παρέμεινε ασαφής και μόλις πρόσφατα τέθηκε εκ νέου σε λειτουργία εν μέρει με το σχέδιο SURE για την ανεργία που προώθησαν οι επίτροποι Νίκολας Σμιτ και Πάολο Τζεντιλόνι.
Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε στην καρδιά μιας πραγματικής ρήξης, στην καρδιά μιας αλλαγής παραδείγματος που μας ωθεί προς την ίδια την κατεύθυνση προς την οποία μας είχε κατευθύνει ο Ντελόρ. Οταν τον είδα πριν από μερικούς μήνες, μόλις ανέλαβα την εντολή για την έκθεση, μου είπε: «Να θυμάσαι ότι όταν εγκαινίασα την ενιαία αγορά, ήταν μια επιτυχία, διότι ταυτόχρονα εγκαινίασα τα διαρθρωτικά ταμεία για την πολιτική συνοχής. Και να θυμάσαι ότι δεν υπάρχει ενιαία αγορά χωρίς συνοχή». Αυτή είναι και η ουσία: να υπάρξει η διασφάλιση μιας «κοινωνικής ζεστασιάς» παράλληλα με την «ψυχρότητα της οικονομίας». Συγκεκριμένα, η βασική ιδέα μπορεί να συνοψιστεί σε μια τριάδα που συνοπτικά αφορά: τον ανταγωνισμό που τονώνει, την αλληλεγγύη που ενώνει, τη συνεργασία που ενισχύει.
Σήμερα, προσωπικά βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο. Εάν δεν είχαν σημειωθεί αυτά τα επιτεύγματα, θα ήμασταν απλώς χειρότεροι. Η Ευρώπη ηγείται παγκοσμίως των προσπαθειών για το περιβάλλον, έδωσε απάντηση στο Covid με τα κοινά εμβόλια και συνεχίζει να στηρίζει την Ουκρανία. Ολα αυτά αποτελούν απόδειξη μιας εξαιρετικής ικανότητας αντίδρασης. Η πραγματική διαφορά είναι ότι τα έργα του Ντελόρ και τα σημαντικά επιτεύγματα (ενιαία αγορά, Erasmus, πολιτική συνοχής) υλοποιήθηκαν με μακροπρόθεσμο όραμα. Αντίθετα, αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι άμεσες αντιδράσεις σε αποδιοργανωτικές κρίσεις. Η αντίδραση σε μια κρίση είναι ένα πράγμα, το να έχεις όραμα είναι άλλο. Χρειαζόμαστε λοιπόν μια Ευρώπη που δεν θα αντιδρά απλώς στις κρίσεις. Ούτε θα είναι όμηρος των εθνικών βέτο.
Αναφέρομαι κυρίως στους τρεις κύριους τομείς των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας και των χρηματοπιστωτικών αγορών. Εκείνη την εποχή, ήταν τα κράτη-μέλη που είπαν «όχι» στον Ντελόρ. Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτοί είναι οι τρεις τομείς που είναι λιγότερο ανταγωνιστικοί σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και σκέφτομαι φυσικά την εξωτερική πολιτική, η οποία αποτελεί «ναρκοπέδιο» επειδή η Ευρώπη είναι διαιρεμένη σε όρους κανόνων.
Αντιμέτωποι με όλες αυτές τις προκλήσεις της εποχής μας, έχουμε ένα ιστορικό καθήκον να κάνουμε επανεκκίνηση ολοκληρώνοντας αυτό που δεν έχει γίνει μέχρι τώρα, καθώς η Ευρώπη παραμένει μια τεμαχισμένη και ανισόρροπη ακόμα κατασκευή. Επιμένω ότι χρειάζεται να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή προς την «κοινωνική ζεστασιά», προκειμένου να κερδηθεί πίσω η συναίνεση του πιο ευρωσκεπτικιστικού τμήματος του πληθυσμού και περισσότερη ικανότητα να μιλάμε για μακροπρόθεσμα ζητήματα και μακροπρόθεσμα έργα.
Εκτιμώ πάντως ότι υπάρχει μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι μόνο όλοι μαζί θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στην παγκόσμια πρόκληση που θέτουν οι μεγάλες δυνάμεις όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ. Κανείς δεν μπορεί να πετύχει μόνος του.
* Ο κ. Ενρίκο Λέτα είναι επικεφαλής του ινστιτούτου Ντελόρ, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας.