«Συννεφιασμένη Κυριακή» στο Ηρώδειο

«Συννεφιασμένη Κυριακή» στο Ηρώδειο

6' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η πρώτη μου επαφή μαζί του ήταν γύρω στο 1977, όταν κάποιος φίλος φεύγει φαντάρος και μου αφήνει ένα μπομπινόφωνο με μια απίστευτη συλλογή. Τότε άκουσα για πρώτη φορά τραγούδια που ούτε καν υποψιαζόμουν ότι υπήρχαν. Και μαγεύτηκα. Μάλιστα, τότε ήταν που άρχισα να παίζω μπαγλαμά και λαϊκή κιθάρα». Για την Ελευθερία Αρβανιτάκη ο κόσμος του Βασίλη Τσιτσάνη ήταν μια εκπληκτική ανακάλυψη, όπως εξομολογείται σήμερα. Ενας κόσμος με καινούργιες μελωδίες, καινούργιους λαϊκούς δρόμους, και μια γλώσσα εξαιρετικά ποιητική, με εντυπωσιακή απλότητα και ευθύτητα στη διατύπωση των πιο μύχιων συναισθημάτων.

Στις 18 Ιανουαρίου του επόμενου χρόνου συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Βασίλη Τσιτσάνη και η οικογένειά του ζήτησε από την Ελευθερία Αρβανιτάκη να οργανώσει μια γιορτή. Μια μουσική συνάντηση αφιερωμένη στον σπουδαίο δημιουργό, η οποία έχει προγραμματιστεί για την 1η Οκτωβρίου στο Ηρώδειο.

Η ίδια, ο Σταμάτης Κραουνάκης, τον οποίο συναντά για πρώτη φορά στη σκηνή, η Οπισθοδρομική Κομπανία –βρίσκονται πάλι μαζί έπειτα από 25 χρόνια– και μια ομάδα εξαιρετικών μουσικών σκύβουν πάνω στο έργο του Τσιτσάνη, διαλέγουν κλασικά αλλά και πιο άγνωστα τραγούδια –τι να πάρεις και τι ν’ αφήσεις από το έργο του– και παρουσιάζουν μία δίωρη συναυλία με τίτλο «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα».

Για την Ελευθερία Αρβανιτάκη η συναυλία αυτή είναι πολλά περισσότερα από ένα αφιέρωμα στον Τσιτσάνη: «Είναι σαν να επιστρέφω στην παλιά μου γειτονιά.

Υπήρχε ένα κλίμα ευφορίας τότε, ένα κλίμα αλλαγής, ένα καινούργιο τοπίο που ανοιγόταν, κι αυτό έδινε αισιοδοξία σ’ ένα μέρος του πληθυσμού που για πολλά χρόνια ήταν παραγκωνισμένο.Επίσης, υπήρχε η αίσθηση της παρέας, της ομαδικότητας αλλά και μια ξεγνοιασιά.

Το καλοκαίρι του ’79 συνάντησα τα παιδιά της Οπισθοδρομικής Κομπανίας και κάναμε φοβερές μουσικές “βόλτες”. Μέσα σ’ αυτή την αισιοδοξία έζησα χρόνια πλούσια γιατί οι αναζητήσεις που κάναμε με οδήγησαν στην ανακάλυψη θησαυρών. Και δεν ήταν μόνο ο Τσιτσάνης και η παλιά του περίοδος που μου ήταν εντελώς άγνωστη, αλλά και πολλοί άλλοι λαϊκοί δημιουργοί». Εκτός απ’ όλα τα παραπάνω, μήπως υπάρχει και μια εσωτερική ανάγκη για επιστροφή σε έναν κόσμο ξεγνοιασιάς και αισιοδοξίας; «Δεν αναβιώνεται αυτή η εποχή», εξηγεί η Ελευθερία Αρβανιτάκη.

«Και μάλιστα, μπορεί να είναι σκληρό αυτό που θα πω, αλλά πιστεύω ότι αυτή η ξεγνοιασιά που περιέγραψα πριν έχει χαθεί για πάντα. Σήμερα, όλα είναι διαφορετικά, όλα είναι καινούργια. Υπάρχουν και καλά στοιχεία όμως. Βλέπω, λ.χ., τους νέους μουσικούς που παίρνουν μέρος στη συναυλία πόσο ενθουσιάζονται, ακόμη και οι τεχνικοί, ροκάδες οι περισσότεροι, υπάρχει ένα πολύ όμορφο κλίμα. Είναι σπουδαίο αυτό».

Αναζήτηση ταυτότητας

Υπάρχει σήμερα η αίσθηση της παρέας, η ανάγκη για συλλογική έκφραση; «Ναι, υπάρχει μια αναβίωση αυτής της σχέσης, αυτής της συνωμοτικότητας –υπήρχε και αυτό τότε– κι ένα κλείσιμο του ματιού μέσα από την επιστροφή σ’ αυτά τα τραγούδια», απαντάει η Ελευθερία Αρβανιτάκη.

«Υπάρχει νεολαία, πιτσιρικαρία, που ψάχνεται και με τα ρεμπέτικα και με τα λαϊκά και με τα παραδοσιακά τραγούδια.

Συναντάω παντού σε όλη την Ελλάδα ομάδες, δεν θα τις έλεγα κομπανίες, που έχουν ηχογραφήσει CD με εκτελέσεις παλιών τραγουδιών ή πατούν σε λαϊκούς και παραδοσιακούς δρόμους και παρουσιάζουν καινούργιες δουλειές, ορχηστρικές οι περισσότερες και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες.

Εχω συναντήσει ταλαντούχα παιδιά που παίζουν εξαιρετικά κάποια όργανα, τραγουδάνε, γενικά υπάρχει μια τάση που έχει να κάνει με την κρίση αξιών που ζούμε τα τελευταία χρόνια. Ψάχνουμε την ταυτότητά μας και ξαφνικά την αγαπάμε πάλι.

»Φεύγει σιγά σιγά αυτή η επαρχιώτικη νοοτροπία να λατρεύουμε ό,τι συμβαίνει έξω και υπάρχει μια επιστροφή στην ελληνικότητα και τον τόπο μας που εκφράζεται με διάφορους τρόπους: είτε αγαπάμε ξανά από την αρχή τα νησιά μας και τα ελληνικά μας προϊόντα είτε τη λαϊκή μουσική. Και το πιο σημαντικό είναι ότι όλοι αυτοί οι νέοι έχουν μια απόσταση απ’ ό,τι έχει συμβεί, απ’ ό,τι έχει διαπραχθεί, κι αυτό μου θυμίζει και τον εαυτό μου τότε».

Ο Τσιτσάνης, ο Ανδρέας και το ζεϊμπέκικο

«To 1981, στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας που οργάνωνε ο Χατζιδάκις, είχε προγραμματιστεί μια εμφάνιση του Βασίλη Τσιτσάνη», θυμάται ο Αγγελος Σφακιανάκης. «Δέκα μέρες πριν, όμως, ο Τσιτσάνης την ακύρωσε και ο Χατζιδάκις τραβούσε τα μαλλιά του. Τότε ο Σαββόπουλος, που γνώριζε ήδη την Οπισθοδρομική Κομπανία, μας έφερε σε επαφή κι έτσι παίξαμε εμείς στο “κενό”. Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή, η ακύρωση του Τσιτσάνη ήταν το μεγάλο άλμα στη δημοφιλία μας. Μας έδειξε η τηλεόραση και μας έμαθε πολύς κόσμος».

Η Οπισθοδρομική Κομπανία, την οποία εμπνεύστηκε και δημιούργησε ο Αγγελος Σφακιανάκης το 1978, ήταν ένας πλανόδιος θίασος που μπαινόβγαινε στις ταβέρνες παίζοντας ρεμπέτικα και για ανταμοιβή έβγαζε καπέλο. Μέθοδο που εφάρμοζαν και οι ρεμπέτες. Οταν η κομπανία έσμιξε με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, έγινε ίσως ο καλύτερος ερμηνευτής των τραγουδιών του Τσιτσάνη, δίχως όμως καμία παρελθοντολαγνεία.

«Μελετούσαμε τα ρεμπέτικα και είχαμε φτιάξει τη δική μας ιδεολογία και αισθητική. Και αυτό νομίζω ότι μας έκανε να ξεχωρίσουμε από όλες τις υπόλοιπες ορχήστρες. Βρισκόμασταν στο ’80 και ο κόσμος είχε ανάγκη για ελπίδα. Ο Παπανδρέου μιλούσε για αλλαγή και ξαφνικά ξεκίνησε ένα ρεύμα όπου όλοι έψαχναν την ελληνική ταυτότητα. Θυμάμαι και μια ωραία ιστορία. Μας είχαν καλέσει να παίξουμε σε ένα σπίτι και ήταν εκεί κάποιοι άνθρωποι του Ανδρέα. Κάποια στιγμή ήρθε και ο ίδιος, και οι δικοί του μας ζήτησαν να παίξουμε ένα τραγούδι “για να χορέψει ο πρόεδρος”. Σκέφτηκα, επειδή ήταν από την Πάτρα, να του παίξω ένα πατρινό χασάπικο. Σηκώθηκε λοιπόν και το χόρεψε… ζεϊμπέκικο.

»Αυτό που κάναμε με την Οπισθοδρομική Κομπανία ήταν ότι καλέσαμε τον κόσμο να σηκωθεί να χορέψει, να πετάξει τον γύψο της Χούντας. Μιμηθήκαμε τον Τσιτσάνη και ενισχύσαμε με αυτά τα τραγούδια την ελπίδα στον κόσμο, γι’ αυτό και μας αγάπησε τόσο».

Για τον Αγγελο Σφακιανάκη, ο Τσιτσάνης είναι η Ελλάδα. «Εξέφρασε τη λαϊκή ψυχή νιώθοντας τον σφυγμό και τα αισθήματα του ελληνικού λαού. Φώτισε την ελληνική μουσική, τη γέμισε αρμονία, καινούργιες μελωδίες. Πήρε το τραγούδι από λούμπεν καταστάσεις και το έκανε λαϊκό. Και ήταν και μπουζούκαρος, όπως λέμε στην πιάτσα. Ανοιξε τον μουσικό ορίζοντα της Ελλάδας. Οταν ο Τσιτσάνης έλεγε “μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει”, εκφράζονταν όλοι. Γιατί σήμερα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο; Γιατί πλέον δεν υπάρχει ενιαίος κοινωνικός ιστός, έχουμε γίνει ομάδες ομάδες. Οπότε είναι πάρα πολύ δύσκολο να αντέξει ένα τραγούδι. Και φυσικά λείπουν και οι άνθρωποι με το χάρισμα ενός Τσιτσάνη».

Εισαγωγές σαν… δέκα τραγούδια

«Σε ηλικία 20 ετών, πολύ προτού βγω στο τραγούδι, είχα καθαρογράψει τις νότες του Τσιτσάνη για το βιβλίο με τα τραγούδια του που έχει κυκλοφορήσει ο Κώστας Χατζηδουλής», λέει ο Σταμάτης Κραουνάκης.

«Θέλω να πω ότι τον έχω μελετήσει εξαντλητικά από πάρα πολύ μικρός. Κι αυτό το γνωρίζει η Ελευθερία, γι’ αυτό και με κάλεσε να πάρω μέρος στη συναυλία. Οι ακουστικές μου συγγένειες και οι αναφορές που υπάρχουν στον Τσιτσάνη και στο έργο του μέσα στα τραγούδια μου είναι καθαρά ορατές. Είναι πολλά τα τραγούδια όπου ακούγονται τα δάνειά μου και μια ή δυο φορές, νομίζω, γίνεται και αναφορά του ονόματός του».

Για τον Σταμάτη Κραουνάκη, ο Βασίλης Τσιτσάνης έκανε τη μετάβαση από το λαϊκό στο έντεχνο. «Είναι ο πρώτος, επισήμως, μεγάλος έντεχνος. Αυτός έφτιαξε τη γέφυρα. Η μουσική του πάρα πολλές φορές σπάει τη φόρμα και, επίσης, αυτό που έχω μελετήσει πολύ στο έργο του είναι οι εισαγωγές του. Κάθε εισαγωγή του είναι ισχυρή σαν δέκα τραγούδια. Σε κάποιο από τα βιβλία όπου μιλάει ο ίδιος, λέει “τότε, για να βγάλω την εισαγωγή ματώνανε τα δάχτυλα”. Ηταν κάτι που προσέχανε πάρα πολύ. Θα τραγουδήσω τέσσερα εμβληματικά τραγούδια στη συναυλία.

»Τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”, την οποία θα πούμε μαζί με την Ελευθερία, την “Αχάριστη”, που τη λατρεύω, και τα “Καβουράκια”, ένα τραγούδι συλλογικής μνήμης πολλών γενεών, κατά την άποψή μου, ένα τραγούδι που ουσιαστικά περιγράφει ένα κέρατο με πολύ κομψό τρόπο, πηγαίνοντάς το στο βασίλειο του νερού. Τέλος, θα πω το “Θα πάω εκεί στην Αραπιά”, ένα κομμάτι-οδηγό για πολλά τραγούδια μου, το οποίο θα πειράξω και λίγο με κατεύθυνση προς τα μπλουζ. Μελετάω πολύ στο πιάνο αυτές τις μέρες, ακούω τον Τσιτσάνη στα τραγούδια του, όχι για να τον μιμηθώ, αλλά για να μπορέσω να βγάλω τη δική του απλότητα».

Την Τετάρτη 1η Οκτωβρίου, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στις 9 μ.μ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή