Οταν η ποπ κουλτούρα «ρίχνει σφαίρες»

Οταν η ποπ κουλτούρα «ρίχνει σφαίρες»

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Είναι άρρωστη και ανισόρροπη». «Πρέπει να τη δει ψυχίατρος». «Βγάζει χολή και μίσος». Η κριτική που προήλθε από πολλούς βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος και κυρίως από τον έξαλλο λόρδο Τίμοθι Μπελ, ο οποίος ζήτησε να «ερευνήσει την υπόθεση η αστυνομία», ήταν σφοδρή.

Η Χίλαρι Μαντέλ, δύο φορές βραβευμένη με Μπούκερ, σε ένα από τα διηγήματα του νέου βιβλίου της «Η δολοφονία της Θάτσερ», που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πάπυρος, σκοτώνει τη Θάτσερ. Μια ηλικιωμένη κυρία περιμένει στο διαμέρισμά της έναν υδραυλικό, αλλά αυτός που την επισκέπτεται είναι ένας ελεύθερος σκοπευτής του IRA, ο οποίος έχει ανακαλύψει ότι το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς της έχει πολύ καλή θέα στον κήπο νοσοκομείου. Και στο συγκεκριμένο νοσοκομείο, η Θάτσερ έχει υποβληθεί σε εγχείρηση στο μάτι. Ετσι, αυτό που δεν κατάφερε ο IRA, στη βομβιστική επίθεση του 1984 στο Μπράιτον, το καταφέρνει ο ήρωας της Μαντέλ στις «6 Αυγούστου 1983», σύμφωνα με το διήγημα.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ σε όλη την πορεία της προκαλούσε χειμαρρώδη οργή η οποία εκφράστηκε με πολλούς τρόπους στα εικαστικά, στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στο σινεμά και πολύ έντονα φυσικά στη μουσική, πανκ, ροκ, νιου γουέιβ. Το ίδιο καταφέρνει και μετά τον θάνατό της. «Το τι θα είχε συμβεί αν η Θάτσερ είχε σκοτωθεί στην απόπειρα δολοφονίας της στο Μπράιτον είναι κάτι που συζητιέται μέχρι σήμερα από ανθρώπους που επλήγησαν από τις πολιτικές της. Είναι κάτι σαν λαϊκή φαντασίωση», μας λέει ο Δημήτρης Παπανικολάου, αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

«Η Μαντέλ, λοιπόν, παίζει με αυτήν τη συλλογική φαντασίωση και γίνεται προκλητική. Πάντως, πρέπει να πούμε ότι σχεδόν πάντα η συζήτηση για τα έργα της ξεκινάει από το ύφος και την ανανέωση που φέρνει γλωσσικά και υφολογικά στο μυθιστόρημα. Μετά ακολουθεί η θεματική. Αρα εδώ χωράει το επιχείρημα “η σφαίρα που δημιουργεί κανείς με το ύφος του εντός της λογοτεχνίας τον αθωώνει για όλα;”. Μάλλον ναι».

Αυτή την εποχή στη Βρετανία προβάλλεται και κάνει πολύ μεγάλη επιτυχία η ταινία «Pride». Μια feel good ταινία, στο ύφος του μικρού χορευτή Μπίλι Ελιοτ, βασισμένη στην αληθινή ιστορία μιας gay ομάδας ακτιβιστών, που προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για να στηρίξει τους ανθρακωρύχους στη μακρά απεργία τους. Η θατσερική πολιτική και οι συνέπειές της είναι ένα τραύμα που για μεγάλη μερίδα της βρετανικής κοινωνίας δεν έχει κλείσει ακόμη. Γι’ αυτό και όποτε η λογοτεχνία και η ποπ κουλτούρα γενικότερα επιστρέφουν στην περίοδο αυτή, η συζήτηση που ανοίγει είναι πολύ μεγάλη και πολύ έντονη. Αλλά ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τη βασίλισσα, με το νόμισμα, με ό,τι τέλος πάντων οι Βρετανοί θεωρούν «σύμβολο». Ο δημόσιος διάλογος είναι διαρκής και σε υψηλούς τόνους.

Σύμβολα και κριτική

«Υπάρχει μια μηχανή η οποία συνδέει τους βρετανικούς θεσμούς με τη λαϊκή χρήση», επισημαίνει ο Δ. Παπανικολάου. «Το πρώτο που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι γενικά οι Βρετανοί έχουν μεγάλη πίστη στον θεσμικό ρόλο των συμβόλων, είτε πρόκειται για τη βασίλισσα είτε για το τσάι Earl Grey. Eπειδή όμως αυτά τα σύμβολα είναι τόσο ακλόνητα και τόσο κεντρικά στη βρετανική ζωή, υπάρχει και μια μεγάλη παράδοση ειρωνείας και κριτικής τους, που εν πολλοίς δηλώνει και τη δυναμική τους».

Στη Βρετανία υπάρχει και κάτι άλλo: κανόνες διαλόγου οι οποίοι συχνά τίθενται εν αμφιβόλω. «Η διάθεσή τους να έχουν κανόνες στον δημόσιο λόγο και στη δημόσια σφαίρα τούς κάνει και να μην κόβουν με το έτσι θέλω αντίθετες φωνές», σημειώνει ο Δημήτρης Παπανικολάου. «Γι’ αυτό υπάρχει η άνεση να πεις σχεδόν ό,τι θέλεις λ.χ. για τη βασίλισσα, τη Θάτσερ, τη δούκισσα του Κέμπριτζ. Το όριο είναι ενσωματωμένο στη βρετανική κοινωνία». Για να ξαναγυρίσουμε στη Μαντέλ, όμως, άκρως αιχμηρές ήταν και οι τοποθετήσεις αυτών που την υπερασπίστηκαν. Μια απ’ αυτές: «Σε ποιον ακριβώς πλανήτη μπορεί να κατηγορηθεί κάποιος επειδή γράφει για τη φανταστική δολοφονία ενός προσώπου που έχει ήδη αποβιώσει; Και εν πάση περιπτώσει, τελευταία φορά που ο λόρδος Μπελ απασχόλησε την επικαιρότητα ήταν όταν η εταιρεία δημοσίων σχέσεων ιδιοκτησίας του προσφέρθηκε να ξεπλύνει την κακή φήμη του Ουζμπεκιστάν σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα, προς 100 χιλιάδες λίρες τον μήνα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή