Ο Γιάνης, ο Νίκος και η Αλίκη

Ο Γιάνης, ο Νίκος και η Αλίκη

2' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το άκουσα από έναν φίλο και μου έμεινε: το ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της χώρας ασχολείται μανιωδώς με τον Γιάνη Βαρουφάκη, όχι τόσο ως πολιτικό ή υπουργό αλλά ως περσόνα, είναι επειδή ψάχνει εναγωνίως και διαχρονικώς για μια νέα «Αλίκη Βουγιουκλάκη», κι όποτε την πετυχαίνει, γραπώνεται με μανία από πάνω της –συνήθως όμως για λίγο, πολύ λιγότερο απ’ ό,τι το ελληνικό κοινό γραπώθηκε από την αληθινή, τη γνήσια Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Κατά τα λεγόμενα του φίλου, ουσιαστικά η χώρα δεν έχει ξεφύγει από αυτόν τον στερεοτυπικό μύθο μιας πληθωρικής, αυτάρεσκης, λαϊκής σταρ που (νομίζει ότι) μπορεί να κάνει (περίπου) τα πάντα, όχι μόνο στον τομέα της αλλά και στη ζωή – μια ζωή την οποία (νομίζει ότι) οφείλει να προβάλλει παντού και πάντα στο κοινό, αφού τα πάντα, κατά την αντίληψη ενός τέτοιου ατόμου, είναι σκηνή και οι πάντες είναι κοινό– αλλιώς δεν υπάρχει.

Στην αρχή, γέλασα με το σχόλιο, αλλά στη συνέχεια μ’ έβαλε σε κάποιες σκέψεις. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολευόμουν να συνδυάσω τη φιγούρα της «εθνικής μας ξανθιάς» με τον «ιντελεκτουέλ»-συγγραφέα-καθηγητή υπουργό, ο οποίος όμως δεν είναι «λαπάς», αλλά γυμνάζεται με σύστημα χτίζοντας σώμα και πνεύμα, όπως περίπου ο Ιάπωνας συγγραφέας-σταρ (στην εποχή του) Γιούκιο Μίσιμα, ο οποίος όταν δεν έγραφε έκανε μπόντι μπίλντινγκ. Οσο κι αν τα ακατάπαυστα, αλυσιδωτά «τουίτ» του νέου υπουργού Οικονομίας κι ο ναρκισσιστικός οίστρος που τον καταλαμβάνει μπροστά σε μικρόφωνο και κάμερες φανερώνουν έναν χαρακτήρα που ξεχειλίζει από έναν ανοικονόμητο εαυτό (αλλά που μοιάζει να μην μπορεί να υποφέρει τον ίδιο του τον εαυτό μόλις βρεθεί χωρίς κοινό), ο παραλληλισμός με τη θρυλική σταρ τού «Η Αλίκη στο Ναυτικό», σαν να μου φαίνεται λίγο παράταιρος. Ισως διότι δυσκολεύομαι να δω την περσόνα, το σύμβολο, το στερεότυπο και βλέπω ακόμα το πρόσωπο, το φύλο. Ενδεχομένως, σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, ο φίλος να μην έχει άδικο, υπό την έννοια ότι δεν είναι το σύνδρομο «Αλίκη Βουγιουκλάκη» που μας κατατρέχει αλλά η ελληνική κινηματογραφική δεκαετία του ’60 γενικότερα. Είναι σαν να μην έχουμε ξεκολλήσει από εκείνη τη γραφική, βολική ηθογραφία όπου οι άνθρωποι είναι κυρίως καρικατούρες και λιγότερο άνθρωποι.

Αν, πάντως, οπωσδήποτε έπρεπε ο κ. Βαρουφάκης (ή έστω η δημοφιλία του) να συγκριθεί με την περίπτωση ενός Ελληνα σταρ των σίξτις, αυτός μπορεί κάλλιστα να είναι ο Νίκος Κούρκουλος: λαϊκός αλλά και με μια αριστοκρατική πτυχή, παλικάρι, έτοιμος να υπερασπιστεί τον αδικημένο και τον φτωχό (βλέπε «Κοινωνία ώρα μηδέν», σε σενάριο του Νίκου Φώσκολου, βεβαίως) μα και ολίγον τι μπον βιβέρ, ηδονιστής νάρκισσος που παρασύρει νεαρές υπάρξεις στην ακολασία (βλέπε τον «Κατήφορο» του Γιάννη Δαλιανίδη).

Αν κρατήσουμε αυτές τις δύο ταινίες ως τους δύο πόλους του ίδιου άξονα, ο συμβολισμός είναι μάλλον ανησυχητικός: στη μία περίπτωση, ο υπερασπιστής των φτωχών και αδικημένων χρησιμοποιεί για να κάνει τον αγώνα του έναν βαρύγδουπο φωσκολικό λόγο που μηδαμινή σχέση έχει με την πραγματικότητα, στη δε δεύτερη περίπτωση, ο ναρκισσισμός του Κώστα (που υποδύεται ο Κούρκουλος) τον οδηγεί ακόμα και στον θάνατο –από το χέρι της επίσης αδικημένης Ρέας (την οποία υποδύεται, βέβαια, μία πανέμορφη Ζωή Λάσκαρη). Με αυτά και με αυτά, απομένουμε με τους τίτλους των δύο ταινιών, που είναι λες και αντικατοπτρίζουν αυτό που ζούμε σήμερα: τον «κατήφορο» μιας κοινωνίας που μοιάζει να βρίσκεται σε «ώρα μηδέν» όχι μόνον εξαιτίας των γνωστών προβλημάτων με τα δημοσιονομικά, το χρέος κ.τ.λ., αλλά διότι, εφόσον δεχθούμε την αρχική σκέψη του σημειώματος, συνεχίζουμε πεισματικά να αντλούμε παραδείγματα από το χθες και να στρέφουμε την πλάτη μας στο αύριο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή