Στο τέμενος του Ικονίου

2' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το καλοκαίρι του 2012, σε ένα οδοιπορικό μας στη «βαθιά» Τουρκία, περάσαμε με τη γυναίκα μου από το Ικόνιο. Ηδη από το Αφιόν Καραχισάρ –ο πρώτος σταθμός μετά τη Σμύρνη– αισθανόμασταν όχι μόνο το λάγνο, μανικό βλέμμα των Τούρκων ανδρών πάνω της, μα και το αυστηρό, επικριτικό των γυναικών, ειδικά όσων φορούσαν μαντίλα. Στο Ικόνιο, οι γυναίκες αυτές ήταν πολλές. Δεν δεχθήκαμε ποτέ καμία παρενόχληση, κυρίως οι άνδρες όμως έδειχναν να κοιτάζουν μην έχοντας καμία συναίσθηση διακριτικότητας, σα να κοιτούσαν ένα ποθητό αντικείμενο και όχι έναν πρόσωπο με ατομική ταυτότητα. Σιγά σιγά το συνηθίσαμε, δεδομένου ότι δεν μπορούσες να κάνεις και πολλά πράγματα.

Στο Ικόνιο, που θεωρείται η πιο θρησκευτική πόλη της Τουρκίας, κάθε πρωί, προτού αφήσουμε το δωμάτιο του ξενοδοχείου, επιθεωρούσα σχολαστικά το ντύσιμο της γυναίκας μου: πόσο αποκαλύπτονταν οι ώμοι, το μπούστο, τα πόδια της. Πόσο βαμμένο ήταν το πρόσωπό της, τα χείλη της. Εννοείται πως δεν είχα ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Οσο κι αν μας έκανε να αισθανόμαστε αμήχανα και άβολα, είχαμε και οι δύο την πεποίθηση ότι θα είμαστε για τρεις ημέρες σε αυτό τον τόπο και δεν θέλαμε να προσβάλουμε το θρησκευτικό αίσθημα κανενός. Να διευκρινίσω επίσης ότι όλο αυτό δεν γινόταν από φόβο: ο μουσουλμανισμός των σούφι, που είναι και η βαθιά, ιστορική παράδοση του Ικονίου, είναι διαποτισμένος από ένα ορισμένο πνεύμα αγάπης και ανοχής.

Οταν μπήκαμε στο τέμενος του Τζελαλεδίν Ρουμί, ή αλλιώς το Μουσείο του Μεβλανά (όπου και η σαρκοφάγος του Σούφι ποιητή Ρουμί), που είναι τόπος προσκυνήματος, εισήλθαμε στο εσωτερικό καλύπτοντας τα πόδια μας με νάιλον σακούλες. Η σύζυγός μου κάλυψε επιπλέον το κεφάλι της με ένα μαντίλι που είχε φέρει ειδικά για τέτοιες στιγμές. Μπροστά στις σαρκοφάγους των παλαιών Δερβίσηδων, άνδρες και γυναίκες, επισκέπτες από πολλές τοποθεσίες της Τουρκίας προσεύχονταν πυρετικά.

Σε μιαν άλλη αίθουσα, πολλές καλυμμένες γυναίκες περιστρέφονταν ευλαβικά γύρω από μια μεγάλη τετράγωνη βιτρίνα, φιλώντας την κάθε τόσο. Ενα μαύρο κουτί μέσα στη βιτρίνα, έλεγε η επιγραφή, περιείχε τριχίδια από τα γένια του Μωάμεθ. Το μουσουλμανικό Τίμιο Ξύλο. Πολλά από αυτά μάς θύμιζαν επισκέψεις σε παλαιά ελληνικά ορθόδοξα μοναστήρια: οι άνδρες καλύπτουμε τα πόδια μας με μακριά παντελόνια, οι γυναίκες φορούν φούστα. Υποχρεωτικά.

Εάν σε όλο αυτό προσθέσουμε και τον μονότονο, επαναλαμβανόμενο ψαλμό του μουεζίνη που απλώνεται πάνω από την πόλη (κάθε μουσουλμανική πόλη), η σκέψη προκύπτει αβίαστα: όταν η θρησκεία καταλαμβάνει με τόσο σαρωτικό τρόπο τον δημόσιο βίο (όταν τη φοράς πάνω σου, στον δρόμο, όταν οι ψαλμωδίες ακούγονται σε όλες τις γειτονιές), εισέρχεσαι σε ένα σύμπαν σχεδόν αρχαϊκό, όπου η ατομική ολοκλήρωση και ταυτότητα έχουν μηδαμινή υπόσταση.

Περάσαμε όμορφα στο Ικόνιο. Ωστόσο είναι ένα συναρπαστικό μέρος με πολλές όμορφες γωνιές. Θυμάμαι όμως ακόμα τον σεβασμό μας απέναντι στους ντόπιους. Γιατί είναι τόσο δύσκολο για κάποιους μουσουλμάνους, ειδικά όσους έρχονται για να ζήσουν σε μια δυτική χώρα, χωρίς πρόσκληση από αυτήν, να κάνουν το ίδιο και να σεβαστούν τον τρόπο ζωής των κατοίκων της; Γιατί αξιώνουν, όχι όλοι μα όχι και λίγοι, την επιβολή των δικών τους τρόπων πάνω σε εκείνους με τους οποίους μεγαλώσαμε στη Δύση (ακόμα και εμείς, στην Ελλάδα, που διχαζόμαστε αιώνες τώρα ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή);

Αυτός ο αλληλοσεβασμός είναι στοιχειώδης και είναι ο ορισμός της ανοιχτής κοινωνίας. Γιατί πολλοί Δυτικοί, στο όνομα μιας στρεβλής πολιτικής ορθότητας, δεν αντιλαμβάνονται αυτήν τη λεπτή, μα τόσο ζωτικής σημασίας, διαφοροποίηση από τη λεγόμενη «πολυπολιτισμικότητα»;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή