Μικρές αναστάσεις

2' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο​​ Νίκος Καζαντζάκης διηγείται κάπου ότι ο φίλος του Αγγελος Σικελιανός προσπάθησε κάποτε να αναστήσει ένα νεκρό. Στο σπίτι του Σικελιανού στην Επίδαυρο χτύπησαν μέσα στη νύχτα την πόρτα οι τεθλιμμένοι συγγενείς. Φαίνεται πως ο διονυσιακής ιδιοσυγκρασίας αυτός ποιητής είχε πείσει τους ντόπιους –μιας προπολεμικής Ελλάδας, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό– πως είχε τη δύναμη να κάνει αυτό που έκανε ο Χριστός στον Λάζαρο και, φυσικά, στον εαυτό του. Ετσι, του έφεραν εκείνη τη νύχτα έναν άνθρωπο που μόλις είχε πεθάνει.

Ο Καζαντζάκης, ο οποίος παρέλυε στη θέα των πτωμάτων, τράπηκε έντρομος σε φυγή. Την επομένη, αφού επέστρεψε, βρήκε έναν Σικελιανό ξάγρυπνο, εξουθενωμένο. Του είπε πως προσπάθησε όλη τη νύχτα, έκανε τα πάντα, μέχρι που κόλλησε το κορμί του πάνω σε εκείνο του πεθαμένου, όπως είχε κάνει ο προφήτης Ιεζεκιήλ, μα εις μάτην. Ανάστασις δεν επήλθε. Οσο μακάβριο (ή και κωμικό) κι αν μας φαίνεται το επεισόδιο αυτό (και είναι), έχει μιαν ελκυστική πτυχή: ο Σικελιανός είχε πιστέψει στ’ αλήθεια ότι μπορούσε να κατορθώσει το ακατόρθωτο. Δεν του αρκούσε η δύναμη των στίχων του – οι οποίοι έχουν, εν πολλοίς, νικήσει τη φθορά και ανθίστανται στον ανελέητο χρόνο.

Αλλά αυτός ήταν ο Σικελιανός. Οταν τον Ιανουάριο του 1946 η υγεία του φθίνει δραματικά –πέθανε το 1951– και υφίσταται το ένα εγκεφαλικό μετά το άλλο, δεν χάνει την ευκαιρία να παραστεί σε πρεμιέρα του Εθνικού Θεάτρου. Εδώ αφηγητής είναι ο Σεφέρης, ο οποίος του εκφράζει τη στήριξή του για την τελευταία «συμφόρηση στο κέντρο του εγκεφάλου». Ο Σικελιανός, απτόητος: «Μα ναι, χρυσέ μου», του λέει, «για σκέψου· να ’χεις ένα ρουμπίνι στη μέση του μυαλού σου». Παρακάτω ο Σεφέρης σχολιάζει στο ημερολόγιό του: «Αν πεθάνει ο Σικελιανός, θα είμαστε ασφαλώς πιο φτωχοί στην Ελλάδα. Δεν πάει χρόνος που μου έλεγε: “Είμαι στην τρίτην ήβη, την ήβη του Ηρακλή!”».

Λίγο αργότερα, τον Απρίλιο του ’46, ο Σεφέρης συλλογίζεται ξανά τον Σικελιανό. «Οταν του πήραν αίμα, έλεγε ότι το ίδιο του το αίμα του άρεσε. Γράφει τώρα τον “Θάνατο του Διγενή” και λέει πως το τέλος του έργου θα συμπέσει με το δικό του. Ο Σικελιανός παίζει με τον θάνατο και τον γλεντάει. Κι εδώ, έξω από τη συνηθισμένη κακομοιριά των ανθρώπων».

Περίεργη έννοια αυτή της Ανάστασης που γιορτάζουμε. Εχει κάτι οδυνηρό διότι κείται στη σφαίρα του αδιανόητου και έχει επίσης κάτι οδυνηρό διότι κάθε αναγέννηση πονάει. Για όσους έχουν δει το «Σολάρις» του Ταρκόφσκι, οι «αναστάσεις» των ανθρώπινων πλασμάτων που γεννάει εκεί το ανθρώπινο ασυνείδητο έχει πάντοτε κάτι το επώδυνο και αγριευτικό. Την ίδια στιγμή δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς Ανάσταση. Εστω και αν μιλούμε για μιαν εσωτερική διεργασία που λειτουργεί έξω από την επικράτεια της σάρκας. Ολοι αυτοί οι πολυάριθμοι μικροί θάνατοι που βιώνουμε στο διάβα της ζωής μας, από τους θανάτους μιας ηλικίας (παιδικά χρόνια, εφηβεία, νιότη) έως τους θανάτους εποχών, και βέβαια τους χωρισμούς με εραστές και φίλους ή, ακόμα, κάποιες απώλειες (εργασίας, π.χ., κάτι που συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια), τα μικρά πένθη, οι ακυρώσεις και οι διαψεύσεις του βίου μας πολύ συχνά ακολουθούνται από ανατροπή, κάθαρση: μια μικρή ανάσταση, με άλλα λόγια. Ο ανθρώπινος βίος διψάει για μια πίστη που διόλου δεν χρειάζεται να είναι θρησκευτική αλλά μιαν «ήβη του Ηρακλή».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή