Η μητέρα που μίλησε 20 χρόνια μετά…

Η μητέρα που μίλησε 20 χρόνια μετά…

3' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ακόμη και η φράση που απευθύνει ο μεσήλικος γιος στην ηλικιωμένη μητέρα του «λυπάμαι πολύ που δεν ήμουν ο γιος που ήθελες», ενώ έχει κάτι σπαρακτικό, ο τόνος της είναι γλυκός και ήρεμος. Τρυφερός, ελαφρώς ίσως απολογητικός, αλλά καθόλου δραματικός. Ο σκηνοθέτης Σαλβαδόρ Μάγιο (Αντόνιο Μπαντέρας) «είναι» ο Πέδρο Αλμοδόβαρ του «Πόνος και δόξα». Oχι μόνο γιατί η ταινία είναι αυτοβιογραφική αλλά γιατί ο εξαιρετικός πρωταγωνιστής ταυτίζεται με τον σκηνοθέτη. Δεν είναι μόνο η, επιτυχημένη, προσπάθεια της εξωτερικής ομοιότητας· είναι η εσωτερική ανάσα, η διαδρομή ζωής του ενός που έχει γίνει προέκταση της διαδρομής ζωής του άλλου. Είναι μια επεξεργασμένη, χωρίς αντιστάσεις στον χρόνο αυτοβιογραφία, που ο αφηγητής της μοιάζει να έχει συμφιλιωθεί ακόμη και με τους σωματικούς πόνους, που έχουν τόσες εστίες ώστε είναι να απορεί κανείς πώς αντέχει…

Από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας, με τον Μπαντέρας να κάθεται στον πάτο μιας πισίνας και να αναδύεται στις ευτυχισμένες στιγμές της παιδικής ηλικίας του, με τη μητέρα του και άλλες γυναίκες του χωριού να πλένουν τα ρούχα στο ποτάμι ενώ τραγουδάνε, το μοντάζ εμφανίζει τις αρετές του χωρίς να «φωνάζει». Το παρελθόν-παρόν είναι ενιαίος χρόνος. Ο 70χρονος σήμερα Αλμοδόβαρ μοιάζει να παραδέχεται ότι δεν θα ήταν αυτό που είναι αν δεν είχαν προϋπάρξει η μητέρα του Φρανσίσκα Καμπαλέρο (σε νεαρή ηλικία την υποδύεται η Πενέλοπε Κρουζ), την οποία λάτρευε ώς τον θάνατό της το 1999, και η φτώχεια στην Καλθάδα δε Καλατράβα της Μάντσα. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πέδρο Αλμοδόβαρ μετατρέπει σε κινηματογραφική μυθοπλασία τη ζωή του. Είναι όμως η πρώτη που απαρνείται αυτά τα παράξενα, κραυγαλέα ντεκόρ, με τα εκρηκτικά χρώματα, σε διαρκή αναμέτρηση με το κιτς. Το μπαρόκ –και στον συνωστισμό αντικειμένων– σπίτι του σκηνοθέτη «είναι» το σπίτι του Αλμοδόβαρ, υπερρεαλιστικό, σε απόλυτη αρμονία με την αγάπη του για την τέχνη και τη διαφορετικότητα. 

Ο Ισπανός σκηνοθέτης κάνει ανακωχή όχι μόνο με τους πονοκεφάλους, τις εμβοές, την ισχιαλγία, το άσθμα, τις εξαρτήσεις του από ουσίες, αλλά αφήνει και πίσω του τις queer εκκεντρικότητες, φθάνοντας, όχι χωρίς κόπο και μπόλικη αφαίρεση, στην ουσία της ύπαρξης. Εκεί, θα συναντήσει, για άλλη μια φορά, τη μητέρα του· και, βέβαια, τον εαυτό του. Η μητέρα είναι ο πυρήνας στο αλμοδοβαρικό σύμπαν, στο οποίο, ούτως ή άλλως, δεσπόζει η Γυναίκα με τις πολλαπλές μεταμορφώσεις της. Αλλά, σε αυτήν την ταινία, η μητέρα ανασυντίθεται χωρίς προσμείξεις, μεταμφιέσεις, μεταφυσικές ανησυχίες. Αποτελεί δομικό υλικό της ραχοκοκαλιάς της ταινίας. Μπορεί να έμπαινε και να έβγαινε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επί χρόνια στο έργο του, να τον απασχολούσε –ποτέ δεν το αρνήθηκε–, χρειάστηκε όμως να περάσουν 20 χρόνια από τον θάνατό της για να την αφήσει να μιλήσει απλά και κατανοητά, να επιτρέψει στον εαυτό του να την αντικρίσει κινηματογραφικά με μεγάλη τρυφερότητα και κατανόηση.  Ανασύραμε ένα κείμενό του με τίτλο «Η μητέρα μου και η Μάντσα», με αφορμή την ταινία «Το μυστικό μου λουλούδι» (1996), από το εξαιρετικό αφιέρωμα-μονογραφία στον Αλμοδόβαρ, του 40ού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (συνεργασία του Μπάμπη Ακτσόγλου και του Αχιλλέα Κυριακίδη, εκδόσεις Καστανιώτη, 1999):

«…Εδώ και πολλά χρόνια νιώθω τον πειρασμό να γυρίσω μια ταινία βασισμένη στη μητέρα μου», γράφει ο σκηνοθέτης. «Η ιδέα ξεπήδησε απ’ τη συζήτηση με μια απ’ τις αδελφές μου: “Η μαμά μού ζήτησε να την πάω σε ψυχίατρο. Δε θέλει ν’ αποτρελαθεί σαν τις θειάδες της” μου είπε. “Η μαμά δεν είναι τρελή” απάντησα εγώ· “απλώς αυτό που χρειάζεται είναι να μιλήσει σε κάποιον”. Η συζήτηση με την αδελφή μου μού αποκάλυψε τη μοναξιά της χήρας μητέρας μας και την έμμεση αναζήτηση συνομιλητή· σκέφτηκα πως με αυτή την αφορμή θα μπορούσα να κάνω κάτι: έφτανε να καθίσω μπροστά της και να της ζητήσω να μιλήσουμε».

Δεν το έκανε τότε, δεν έβαλε μια κάμερα για να καταγράψει τα λόγια της. «Με εμποδίζει κάτι πιο περίπλοκο από τη ραθυμία μου», ομολογεί σε ένα μακρύ και εξομολογητικό κείμενο. Η ιδέα πηγαινοερχόταν καθώς φαίνεται μέχρι το 2019. Τελικά, δεν έβαλε, δεν πρόλαβε να βάλει, την κάμερα απέναντι στη μητέρα του, αλλά στην αντανάκλασή της. Και μέσα της, έκλεισε όλη τη ζωή του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή