Κώστας Βίρβος, ο στίχος είχε τη δική του ιστορία

Κώστας Βίρβος, ο στίχος είχε τη δική του ιστορία

4' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Yπάρχουν πολλοί τρόποι να ανατρέξει κανείς σε σημαντικές στιγμές της Ιστορίας του 20ού αιώνα. Μπορεί να τη διαβάσει σε έγκριτες μελέτες, ντοκουμέντα και μαρτυρίες, μπορεί ακόμη και να την τραγουδήσει. Ενας από τους δημιουργούς που με γλαφυρότητα και λαϊκότητα κατέγραψαν στιγμές της νεότερης ιστορίας, από την Κατοχή και τον Εμφύλιο έως τη Μεταπολίτευση, αποκαλύπτοντας την ιστορία του τόπου μέσα από τα πάθη και τις περιπέτειες των ανθρώπων, ήταν ο Κώστας Βίρβος. Ενας χείμαρρος του στίχου, που με πολλή άνεση μπορούσε να κινηθεί από τη λαϊκή αμεσότητα μέχρι τους κύκλους τραγουδιών, να γράψει για τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα, τον Δερβενιώτη, έως τον Θεοδωράκη, τον Μαρκόπουλο, τον Λεοντή και τον Πλέσσα. Μαζί με τον Χρήστο Κολοκοτρώνη θρήνησαν με τον τρόπο τους την κατεστραμμένη από τον Εμφύλιο Ελλάδα και κατέγραψαν, όπως είχε εύστοχα επισημάνει το 1985 ο Γιώργος Κοντογιάννης, στα τραγούδια τους «την σταδιακή μικροαστικοποίηση του ελληνικού λαού και των ίδιων των δημιουργών του ρεμπέτικου».

Eνα σύνθημα που έγραψε στον τοίχο για την κυβέρνηση του βουνού ήταν η αφορμή για το περήφανο τραγούδι του «Της γερακίνας γιος». «Το ίδιο βράδυ με έριξαν στο απομονωτήριο. Εκεί ήταν κι ένας άλλος. Πονούσα σε όλο μου το κορμί. (…) Μέσα εκεί υπήρχε ένα κούτσουρο. Του είπα: “Σε παρακαλώ να ξαπλώσεις στο κούτσουρο κι εγώ πάνω στο σώμα σου. Ετσι έγινε. Σηκωνόμασταν τη νύχτα να ξεμουδιάσουμε. Δεν κράτησε πολύ. Δυο μερόνυχτα. Αυτό είναι το αναπαυτικότερο κρεβάτι που κοιμήθηκα ποτέ. Απ’ αυτό εμπνεύστηκα το ‘‘ούτε στρώμα να πλαγιάσω, ούτε φως για να διαβάσω’’, που γράφω στη ‘‘Γερακίνα’’».

Νέος ακόμη, το αργό σχεδόν εξαντλημένο βήμα κάποιου περαστικού κάτω από το πατρικό του στάθηκε πηγή έμπνευσης για το «Κουρασμένο βήμα σου», που τραγούδησε το 1951 ο Τάκης Μπίνης με τη Στέλλα Χασκήλ, ενώ το «Γεννήθηκα για να πονώ», που έγραψε δύο χρόνια μετά, γεννήθηκε πράγματι με κόπο. Ή μάλλον με την πίεση του Βασίλη Τσιτσάνη, που δούλευε τότε στην «Τριάνα» του Χειλά στη Συγγρού. Ο Βίρβος τον συνάντησε ένα βράδυ για να του δώσει τους στίχους της «Ζαΐρας», της «Περιπλανώμενης ζωής» και του «Θα κάνω ντου, βρε πονηρή». Ομως ο Λαρισαίος είχε άλλη μελωδία στο μυαλό του. Τον πήγε στο διπλανό ξενοδοχείο που ήταν για ερωτευμένα ζευγάρια, και ζήτησε από τον υπάλληλο να φέρει μεζέδες και μπίρες. Ο συνθέτης τού έφερε και κόλλες γραψίματος, όπως τις έλεγαν τότε, και πήγε να συνεχίσει το πρόγραμμα με την Νίνου στο διπλανό κέντρο. Ο στιχουργός άρχισε να πίνει μήπως και του έρθει η έμπνευση, κι έτσι από την πίεση προέκυψε το «Γεννήθηκα για να πονώ». Σαν είδε ο Τσιτσάνης αργότερα τη φράση γραμμένη στο χαρτί, του είπε ευχαριστημένος: «Προχώρα». Το τραγούδι τελείωσε το ίδιο βράδυ.

Οσο για το «Θα κάνω ντου, βρε πονηρή», η λέξη-κλειδί στους στίχους του ήταν γνώριμη από την Κατοχή. Το «ντου» (ορμάω, έφοδος) ήταν το σύνθημα στη γλώσσα των τσιλιαδόρων και σαλταδόρων για να αποκτήσουν τις πολυπόθητες κουραμάνες (ψωμάκια). Μια άλλη λέξη σε ένα τηλεφώνημα του Θ. Δερβενιώτη έγινε επίσης τραγούδι-αστραπή. «Είχαμε πει να φτιάξουμε ένα δισκάκι για τον Τσετίνη», θύμισε στον στιχουργό ο συνθέτης. «‘‘Δεν άδειασα’’, του λέω, ‘‘αλλά ίσως το φτιάξω απόψε. Ισως σ’ το δώσω αύριο’’. Αυτό το ίσως μού καρφώθηκε στο μυαλό και μόλις έκλεισα το τηλέφωνο κάθομαι στο τραπεζάκι και σε πέντε λεπτά το τραγούδι ήταν έτοιμο».

Με την ίδια άνεση κατέγραφε τις νέες συνήθειες στη ζωή των συμπατριωτών του. Οπως τις αλλαγές που έφερε ο κινηματογράφος. Λάτρης του σινεμά, εντυπωσιάστηκε με την ταινία «La dolce vita» («H Γλυκιά Ζωή») και τον τρόπο που σατίρισε ο Φελίνι την υψηλή κοινωνία της Ρώμης. Ετσι έγραψε τη δική του «Ντόλτσε βίτα», που τραγούδησε ο Σπύρος Ζαγοραίος.

Ακόμη και τις καθημερινές εικόνες που έβλεπε ως εργαζόμενος στην Υπηρεσία Κρατικών Λαχείων τις έκανε τραγούδια. Τα πηγαινέλα των Ελλήνων που έφευγαν για να γίνουν εργάτες στο εξωτερικό, αλλά περνούσαν για τα απαραίτητα πιστοποιητικά πρώτα από τα ιατρεία της οδού Σοφοκλέους. Ετσι γράφτηκαν οι «Φάμπρικες της Γερμανίας», που τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Σκιαγράφησε όμως και άλλους πρωταγωνιστές της πόλης, που αποτελούν τις ιστορίες στο «Πανόραμα» του Μίμη Πλέσσα το 1971. Ανάμεσά τους ο Σακουλές, ένας από τους γραφικούς τύπους της πόλης, ο «τεμπέλης των Αθηνών», που έμεινε στην ιστορία με τις περίφημες ατάκες του. Εζησε τον 19ο αιώνα έχοντας σπίτι του τη σπηλιά του Σωκράτη στον βράχο της Ακρόπολης, και θεωρούσε πως οι Αθηναίοι ήταν υποχρεωμένοι να τον ενισχύουν όταν ζητούσε: «Ρε συ, δώσε μου μια δεκάρα!». Στο ίδιο άλμπουμ γράφει για «Το θηρίο της Κηφισιάς», το τρενάκι που ξεκίνησε τις θρυλικές διαδρομές του το 1888 και τις ολοκλήρωσε το 1938, αλλά και για τα κατορθώματα του Τζίμη του Αρμάου, του παλαιστή που ταξίδεψε σε Βαλκάνια, Ευρώπη, Αμερική, έγινε για λίγο σωματοφύλακας του Σινάτρα, αγαπήθηκε, αλλά η εποχή τον ξεπέρασε, μαζί με τα βάρη που σήκωνε.

«Βλέπω έχεις αρχίσει και γράφεις τώρα που έκοψαν τον Μίκη. Γράφεις πολύ ωραία μουσική κι έχεις μεγάλες επιτυχίες», είπε το 1960 στον Μπιθικώτση, σαν του τηλεφώνησε με σκοπό να του δώσει στίχους. Ετσι προέκυψαν επιτυχίες όπως το «Ρίξε μια ζαριά καλή», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Ενα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» κ.ά., που καθιέρωσαν τον μεγάλο ερμηνευτή τα επόμενα χρόνια και ως συνθέτη. Μάστορας κι ο Μπιθικώτσης, αναγνώριζε στον Βίρβο (φίλο και κουμπάρο του) πως ήταν «μεγάλος λαϊκός στιχουργός», όπως τον χαρακτηρίζει στη βιογραφία του. Αλλωστε μαζί έγραψαν γύρω στα 100 τραγούδια από τα 2.000 και πλέον που έγραψε ο Βίρβος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή