Απαγγέλλοντας Αμλετ ανάμεσα στα πεύκα…

Απαγγέλλοντας Αμλετ ανάμεσα στα πεύκα…

Δεν θα έπρεπε να εκπλαγεί κανείς που ένας τόσο μετριοπαθής άνθρωπος όπως ο Γιάννης Φέρτης, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στα 86 του χρόνια, δεν κόμπασε ποτέ για τις καλλιτεχνικές του επιτυχίες

5' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Περισσότερο από ωραίος, ήταν γοητευτικός. Ερωτεύσιμος με φυσικότητα. Eίχε την ωραιότερη ανδρική φωνή του ελληνικού θεάτρου, δίχως ίχνος έπαρσης ή στόμφου. Αντιθέτως, η φωνή του διατηρούσε την ευγένεια και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του.

Δεν θα έπρεπε να εκπλαγεί κανείς που ένας τόσο μετριοπαθής άνθρωπος όπως ο Γιάννης Φέρτης, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στα 86 του χρόνια, δεν κόμπασε ποτέ για τις καλλιτεχνικές του επιτυχίες. Δυσκολευόταν να μιλάει για τον εαυτό του, δεν ένιωθε καν ότι ήταν ιδιαίτερο ταλέντο.

Είχαμε κάνει τρεις συνεντεύξεις από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, την τελευταία πριν από δέκα χρόνια. Η πιο ανθρώπινη ήταν αυτή του 2014 με αφορμή τους «Πέρσες» του Αισχύλου που θα έπαιζε στην Επίδαυρο. Ηταν 76άρης πια και πιο ομιλητικός από ποτέ, χαλαρός, στο φωτεινό σαλόνι του σπιτιού του, προστατευτικός με τις κόντρες των δυο γατιών που είχαν με τη σύζυγό του Μαρίνα Ψάλτη.

Ακούγοντας την ηχογράφηση της συνέντευξης –καθώς δεν μπορούσε να δημοσιευθεί όλη– νιώθω τον θυμό του για όσα τάραζαν τότε τη χώρα. Δεν του άρεσε να μιλάει για την πολιτική, όμως η αλαζονεία της εξουσίας, η ανεργία των νέων που έζησε και ο δικός του ανιψιός, εξηγούσαν την αγανάκτησή του. «Αλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, φταίμε. Ολοι έχουμε βιώσει κάποια περιστατικά στις πολεοδομίες ή στις εφορίες. Δεν είναι μόνο θέμα κρίσης». Τον τάραζε και η διάχυτη ασχήμια. «Δεν μπορείς ούτε να οδηγήσεις στους δρόμους από τις μουντζουρωμένες πινακίδες».

Τον ενοχλούσαν η βία, τα νταϊλίκια, τότε, της Χρυσής Αυγής. «Αυτοί μέσα από τη βία αισθάνονται ότι κάποιοι είναι». Αγανακτούσε με τις αλλεπάλληλες δολοφονίες και την αλόγιστη χρήση όπλων στην Αμερική και έπειτα αφηγήθηκε ένα περιστατικό που τον βάραινε. «Κάποτε πήγα τον πατέρα και δύο αδέλφια του για κυνήγι στο χωριό. Δεν χτύπησαν τίποτε, τους άφησα στο καφενείο και βαριεστημένος πήγα μια βόλτα κρατώντας το όπλο του πατέρα μου. Ωσπου είδα ένα σκιουράκι, τράβηξα μία και το πέτυχα. Ούτε κατάλαβα τι έκανα. Επαθα μεγάλη στενοχώρια. Ακόμη το θυμάμαι. Να τι σημαίνει να κρατάς όπλο».

Σαν να τα είχε μαζεμένα εκείνο το μεσημέρι, αναφέρθηκε στις περιπέτειες της χώρας, στις ευθύνες όλων και στις δικές μας. «Στα χωριά άφησαν τις καλλιέργειες, πήραν δεύτερο αυτοκίνητο, ξόδευαν στα μπουζούκια και άφηναν τους μετανάστες να δουλεύουν. Δεν δικαιολογώ τους πολιτικούς, αλλά δεν μπορώ να τα ρίχνουμε όλα επάνω τους».

Καμάρωνε τους νοικοκύρηδες, τους δικούς του, που ήρθαν από το χωριό τους πέντε αδέλφια, εργάστηκαν υπάλληλοι και έπειτα άνοιξαν το δικό τους κρεοπωλείο. «Δεν πήραν ποτέ δάνειο», ούτε ο ίδιος πήρε. Το σπίτι όπου έμενε, παρότι δούλευε τόσα χρόνια, το αγόρασε εκεί κοντά στα 60 του. Για τον εαυτό του τίποτα δεν στρογγύλευε: «Δεν πάλεψα για έναν καλύτερο κόσμο, απλώς ευχόμουν να έρθει. Δεν έκανα αντίσταση επί χούντας. Ούτε πιστεύω ότι προσφέρω κάτι μέσω της τέχνης στους ανθρώπους. Κάνω το κέφι μου στο θέατρο, γιατί αυτό ονειρευόμουν από παιδί». Αφοπλιστικός και στα υπόλοιπα: «Δεν νιώθω να προσφέρω κάτι στον πολιτισμό. Ισως άλλοι το καταφέρνουν».

Τελείωσε νυχτερινό σχολείο γιατί τα πρωινά εργαζόταν στη Βαρβάκειο Αγορά. Οταν τον έστελναν να εφοδιάσει το Ιντεάλ, «έριχνα το μοσχαρίσιο μπούτι στον ώμο και στη διαδρομή σταματούσα στη στοά του Θεάτρου Τέχνης και θαύμαζα τις φωτογραφίες».

Το πατρικό του ήταν στα ριζά του Λυκαβηττού, όμως λάτρεψε τον τόπο καταγωγής του, τη Δάφνη. «Είναι το τελευταίο χωριό της Φθιώτιδας πριν από τη Φωκίδα. Εχω περάσει καλοκαίρια εκεί μέσα στα έλατα. Πολλές φορές, ακούγοντας δημοτικά, έπιανα τον εαυτό μου να βουρκώνει με το κλαρίνο».

Στα 14 του σημαδεύτηκε η εφηβεία του όταν ο μεγάλος του αδελφός τον πήγε στο «Κοτοπούλη», όπου είδε την Αννα Συνοδινού και τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Τα επόμενα χρόνια, «έπεφτα το βράδυ να κοιμηθώ και επί ώρες σκεφτόμουν το θέατρο. Αυτό που ένιωθα σαν θεατής στα 18 μου δεν το ένιωσα ως ηθοποιός».

Γέλαγε με τη νεανική ορμή που τον ωθούσε τα μεσημέρια στον Λυκαβηττό προκειμένου να απαγγείλει Αμλετ ανάμεσα στα πεύκα. Η μητέρα του ήθελε να τον δει στο πανεπιστήμιο, εκείνος ονειρευόταν τη σκηνή. «Για να την εκβιάσω, της έλεγα ή θα γίνω ηθοποιός ή θα δουλέψω στο χασάπικο». Τελείωσε νυχτερινό σχολείο γιατί τα πρωινά εργαζόταν στη Βαρβάκειο Αγορά. Οταν τον έστελναν να εφοδιάσει το Ιντεάλ, «έριχνα το μοσχαρίσιο μπούτι στον ώμο και στη διαδρομή σταματούσα στη στοά του Θεάτρου Τέχνης και θαύμαζα τις φωτογραφίες».

Μπήκε στου Κουν και στα 21 του, το 1959, πρωταγωνίστησε στην «Ηλικία της νύχτας» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Εκτοτε, τον λάτρεψαν πολλές γενιές. «Ετυχε», απάντησε αμήχανα. Το «Γλυκό πουλί της νιότης» ήταν το τρίτο έργο που έπαιξε. Λένε ότι η Μελίνα τότε ήθελε τον Παπαμιχαήλ. «Δεν είχε άδικο, ήμουν μικρός. Οταν ξαναπαίξαμε το έργο το ’80, ήταν πιο σωστή η παράσταση».

Αργότερα το θέατρο του έφαγε πολλά χρήματα όταν με την Ξένια Καλογεροπούλου ήταν θιασάρχες και παραγωγοί. Ανέβαζαν έργα των Ουάιλντ, Πιραντέλο, Γκόγκολ, Κόχουτ, Μπρεχτ, και εκείνη «έπαιζε σε ταινίες κι έβγαζε χρήματα που τα έριχνε στο θέατρο κι εγώ δεν αισθανόμουν καλά. Ετσι είπα το “ναι” στο σινεμά. Ενα χειμώνα γύρισα τρεις ταινίες μελό. Δεν διάβασα καν το σενάριο. Ομως, δούλεψα σαν επαγγελματίας».

Αγάπησε πολύ και αγαπήθηκε άλλο τόσο. Ο πρώτος γάμος ήταν με την Ξένια Καλογεροπούλου, έπειτα με τη Μιμή Ντενίση, ενδιάμεσα ερωτεύθηκε την Τάνια Τσανακλίδου και στέριωσε με τη γυναίκα της ζωής του, τη Μαρίνα Ψάλτη, που ήταν μαζί από το 2001 έως το τέλος. Μικρός συχνά «παραμελούσα τη δουλειά μου, γούσταρα τις τρέλες και τα ξενύχτια. Οταν ετοιμάζαμε το “Γλυκό πουλί της νιότης” σε μια δοκιμή πήγα ύστερα από ολονύχτια πόκα με φίλους. Στην πρόβα, ο Κουν με διόρθωνε συνέχεια». Χορτασμένος από επιτυχίες, αποδοχή, ξενύχτια, ταξίδια, βόλτες στην εξοχή που λάτρευε, πόκα «αλλά χωρίς υπερβολές» με καλούς φίλους, όπως ο Σταμάτης Φασουλής και ο Διαγόρας Χρονόπουλος και, βέβαια, γήπεδο. «Παναθηναϊκός φυσικά», μου τόνισε μήπως και πήγα αδιάβαστη για την ομάδα του.

Το 2014, ο χρόνος είχε πια άλλη σημασία. Μεγαλώνοντας δυσκολευόταν λίγο στην εκμάθηση. Κάποιες φορές αισθανόταν ενοχή, «ότι μπορεί να καθυστερώ τους συναδέλφους, αλλά τελικά τα καταφέρνω». Στο σπίτι τους η Μαρίνα μαγείρευε καλά, τους απασχολούσαν άλλα πράγματα πέρα από το θέατρο, όπως οι οικογένειές τους, τα ανίψια τους, ποιον θα καλέσουν, τι θα φάνε… Ηθελε να «φύγει» ήσυχα. «Οπως ο πατέρας μου, που έσβησε στα 97 του, στον ύπνο του. Για όλα προετοιμάζομαι…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή