«Και σαν τον Νεστορίδη κανένας δεν θα βγει»

«Και σαν τον Νεστορίδη κανένας δεν θα βγει»

Η ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου άνοιξε τα φτερά της και πέταξε ψηλά

5' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Και σαν τον Νεστορίδη κανένας δεν θα βγει, να λέει πως η μπάλα εκεί θα καρφωθεί». Ένα απλό στιχάκι που έγινε τραγούδι, ένας ποδοσφαιρικός ήρωας που ξυπνούσε τα όνειρα των αγοριών στις καμαρές τους τα δύσκολα χρόνια. Τότε που η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, μέσα στα αποκαΐδια του εμφυλίου.  

Ο «Νέστορας», η ίδια η ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, έστειλε την μπάλα στα σύννεφα, έκλεισε τα βλέφαρα του και πέταξε ψηλά. Απο κει θα παρακολουθεί πια την ΑΕΚαρα του, εκεί θα βρει τους άλλους Πόντιους: Τον Παπαϊωάννου και τον Σεραφείδη. Το δάκρυ του για αυτούς, ακόμη και χθες, δεν είχε στεγνώσει.

Γεννημένος στις 15 Μαρτίου του 1930 στην Δράμα, έμεινε αιώνιος έφηβος στην ψυχή μέχρι το φινάλε. Μετρήθηκε με τον θάνατο αρκετές φορές, τον ντρίμπλαρε μέχρι που στη τελευταία προσποίηση το τάκλιν ήταν μοιραίο. Ο πιο ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής που ανέδειξε αυτός ο τόπος, ο επιθετικός που μπορούσε να παίξει σε  όλες τις θέσεις το ίδιο καλά, άφησε σε ηλικία 93 ετών την τελευταία του πνοή σχεδόν έναν μήνα μετά την εισοδό του στον «Ευαγγελισμό», όπου νοσηλεύτηκε για μικρό διάστημα.

Πριν ένα χρόνο στα εγκαίνια της «OPAP Arena» στη Νέα Φιλαδέλφεια, η λατρεία του κόσμου στην είσοδο του στο γήπεδο με το καροτσάκι, ήταν η απόδειξη για το ποιός ήταν ο κορυφαίος που φόρεσε την «κιτρινόμαυρη» φανέλα. Το όνομα του έγινε μύθος γιατί μόνο στο άκουσμα των ρεκόρ που πέτυχε μένεις έκθαμβος ακόμη κι αν δεν τον έχεις δει ποτέ να παίζει. Ηταν χωρίς αμφιβολία ο κορυφαίος σκόρερ που πέρασε ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα.

Με τα χρώματα του Πανιωνίου, της ΑΕΚ και της Εθνικής ομάδας σημείωσε, 265 γκολ σε 363 αγώνες. Αναδείχθηκε πέντε συνεχόμενες χρονιές (1959, 1960, 1961, 1962, 1963) πρώτος σκόρερ. Στην πρώτη Α΄εθνική (1959-60), πέτυχε 33 γκολ σε 28 ματς. Πέτυχε μία φορά «πενταρέ» (με Ηρακλή 5-0 το 1963) ένα «καρέ» και δώδεκα χατ-τρικ!  Ήταν ο άνθρωπος-γκολ αλλά η ταχύτητά του, η δεξιότητά του με τη μπάλα, οι εκπληκτικές του ντρίμπλες αλλά και η ευστοχία του στα σουτ, του έδιναν  την δυνατότητα να αγωνίζεται όπου είχε ανάγκη η ομάδα του.

«Έπαιζε ΑΕΚ- Ολυμπιακός και μας είχαν πάει την προηγούμενη μέρα στο γήπεδο για φωτογραφίες. Και του λέω του Σάββα του Θεοδωρίδη ”κοίτα τη γωνία εκεί ψηλά, εκεί θα σου το στείλω. Τα έχασε ο Σάββας. Με έπιασε ο φακός να του δείχνω τη γωνία. Και έτσι έγινε, εκεί του το έβαλα. Και βγήκε το τραγούδι,  που το είπε ο Περπινιάδης», έλεγε για την ιστορία του τραγουδιού του.

Η ιστορία της ζωής του αρχικά έμοιαζε με μοιρολόι. Παράγκα με πλίθρες και πισσόχαρτο το σπίτι του, στις παρυφές της Δράμας.

Ο πατέρας, παλιός αντάρτης στον Πόντο που σώθηκε χάρη στο κύρος και τα χρήματα του γιατρού παππού του, έβγαζε μπομπότα και την πουλούσε στη λαϊκή. Η μάνα με περιστασιακές δουλειές, όταν η οικογένεια αναγκάστηκε να κατέβει στην Αθήνα. Ο μεγάλος αδελφός βοηθός τσαγκάρη, ο ίδιος λούστρος στο Σύνταγμα. Μικρό παιδί έπαιζε στις αλάνες της Καλλιθέας, με μια μπάλα φτιαγμένη από κάλτσες, εφημερίδες και κουρέλια. Οι γονείς του ήθελαν να μάθει γράμματα αλλά η σχολική του πορεία  έληξε άδοξα. Μόλις στη πρώτη τάξη, όταν αντέδρασε στο χτύπημα της δασκάλας με την βέργα στο χέρι και την… κλότσησε.

Η κατοχή βρήκε την οικογένεια στην προσφυγική Σινώπη της Πρέβεζας. Η μάνα του είχε καταλάβει καλά πως το μόνο που μπορεί να γίνει ο γιος της ήταν ποδοσφαιριστής αλλά του έθεσε τον έναν και μοναδικό όρο: να παίξει σε προσφυγική ομάδα.

Και ο Νεστορίδης κράτησε την υπόσχεση του έστω κι αν γι αυτό βοήθησε πρώτα ο Ολυμπιακός, με την επιστροφή της οικογένειας στην Καλλιθέα.

«Ήρθαν εδώ οι Ολυμπιακοί. Ηταν ένας μπακ του Ολυμπιακού, Μαλεύρη τον λέγανε, έφτιαχνε βαρέλια στην περιοχή. Με βάζουν να παίξω. Η πρώτη εναντίον της δεύτερης ομάδας του Ολυμπιακού. Εμένα με έβαλαν στη δεύτερη. Ενα τέταρτο έπαιξα και αμέσως ήρθαν από την διοίκηση. “Πώς λέγεσαι;”, μου είπαν, για να ξεκινήσουν να μου κάνουν δελτίο. Εγώ δεν είχα ακόμη ταυτότητα και τους έδωσα το παρατσούκλι του αδερφού μου: Μπρίτζος Κωνσταντίνος, για να μην με δεσμεύσουν. Δεν ήταν εύκολο τότε να φύγεις από ομάδα άμα υπογράψεις».

Στον Ολυμπιακό δεν αγωνίστηκε ποτέ, αφού ο…Μπρίτζος σε ηλικία 16 ετών δόθηκε στην Ελλάδα Μοσχάτου για να «ψηθεί» πρώτα στο Πειραϊκό πρωτάθλημα, όπου έβαλε περίπου 40 γκολ. Η υπόσχεση στην μάνα έπρεπε να τηρηθεί και το 1948 και πάλι με «ερυθρόλευκη» βοήθεια, αυτή τη φορά του Μπάμπη Κοτρίδη, έβγαλε δελτίο στον Πανιώνιο με το πραγματικό του όνομα. Το 1951 με τα δικά του τέρματα και του Θανάση Σαραβάκου, ο Πανιώνιος κατακτά το πρωτάθλημα Αθηνών και η πρώτη κλήση στην Εθνική Ελλάδας είναι γεγονός.

Το 1955 ήρθε η ώρα της μεταγραφής του στην ΑΕΚ. Ο τότε αντιπρόεδρος της Δημήτρης Σεβαστάκης τον «άρπαξε» από Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό, με τους οποίους μιλούσε η διοίκηση του Πανιωνίου, η οποία αρνήθηκε να του δώσει ελεύθερη μεταγραφή. Έτσι, σύμφωνα με τους κανονισμούς που ίσχυαν τότε, πήγε στην ΑΕΚ με διετή αποκλεισμό. Στη διετία 1955-57 μετείχε μόνο σε φιλικούς αγώνες της ΑΕΚ, αλλά από την περίοδο 1957-58 ήταν πλέον ελεύθερος να αγωνιστεί στην αγαπημένη του ομάδα και σε επίσημα ματς.

Στα 10 χρόνια που έμεινε, έγινε ο «Νέστορας» του ελληνικού ποδοσφαίρου και αναγνωρίστηκε από τους οπαδούς όλων των ομάδων, κατακτώντας ένα πρωτάθλημα (1963) και ένα κύπελλο (1964) με την Ενωση.
 
Το 1965 δοκίμασε την τύχη του στην Αυστραλία, όπου κατέκτησε το πρωτάθλημα με την Ελλάς Μελβούρνης και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στη διοργάνωση. Το 1967 επέστρεψε στην Ελλάδα για λογαριασμό του «Βύζαντα Μεγάρων» που αγωνιζόταν στην Α΄ Εθνική.

Τη σεζόν 1967-68 αναζήτησε σύλλογο κι έκανε προπονήσεις διαδοχικά στο Αιγάλεω, στον Πανιώνιο και τον Ιωνικό Νικαίας. Τον Φεβρουάριο του 1968 υπέγραψε ως παίκτης-προπονητής στον Αίαντα Σαλαμίνας, με τον οποίο έπαιξε στη Β΄ Εθνική (Νότιος όμιλος). Πρώτη συμμετοχή του ήταν την 21η αγωνιστική στο ματς ΠΑΣ Γιάννινα-Αίας 2-1 (3/3/1968) ενώ πέτυχε το πρώτο του γκολ στο ματς Αίας-ΑΕ Χανίων 2-1 (31/3/1968). Παρέμεινε ως τις 20 Απριλίου, οπότε και παραιτήθηκε.

Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, υπήρξε προπονητής σε συλλόγους μικρότερων κατηγοριών (Καλλιθέα, Πανηλειακός), ενώ στς αρχές της δεκαετίας του 80′ βρέθηκε περιστασιακά και στον πάγκο της ΑΕΚ, αρχικά ως βοηθός των Χάνς Τιλκόφσκ, Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι αλλά και ως υπηρεσιακός τεχνικός.

Ο τρόπος που σκόραρε, κυρίως με τα απευθείας κόρνερ, (17 το σύνολο), με το ανάποδο φάλτσο, μάγευε το κόσμο στην εξέδρα. Φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας 17 φορές, δύο ως παίκτης του Πανιώνιου και δεκαπέντε ως παίκτης της ΑΕΚ.

«Τον Νεστορίδη, παρά τα όσα ζήσαμε μαζί , δεν μπόρεσα να τον καταλάβω ποτέ Ο τρόπος που έπαιζε κι αυτά που έκανε ήταν για μένα ανεξήγητα. Δεν έμπαιναν στη ποδοσφαιρική λογική» είχε πει ο Μίμης Παπαϊωάννου.

Σαν φάροι θα φωτίζουν και σαν αετοί θα πετάνε πιά μαζί πάνω από την «Αγιά Σοφιά»,  στους αγώνες της Ενωσης. Στους πυλώνες με τις μορφές τους,  οι φωλιές τους, άγρυπνοι φρουροί της ιστορίας της. Αλλωστε όπως είχε πει και ο «Νέστορας», «τους ανθρώπους τους αφήνω. Την ΑΕΚ όχι…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή