Καλοκαίρια Ευρωμπάσκετ

2' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάπου σ’ ένα χωριό, ένα σοκάκι 50-60 μέτρων οδηγεί σ’ ένα αδιέξοδο. Τέσσερις φιγούρες έμελλε να αφήσουν τη σφραγίδα τους σ’ αυτό το ανώνυμο δρομάκι. Τέσσερις κυράδες, πρόσωπα «εχθρικά», αλλά και γειτόνισσες. Αυτό θα πει αδιέξοδο…

Πολλά καλοκαιρινά απογεύματα των Ευρωμπάσκετ του ’87 και του ’89, βλέπαμε κάθιδροι, δαγκώνοντας τις μπλούζες μας από την αγωνία, κάθε αγώνα της Εθνικής. Μετά, «φορούσαμε» τα… Pony του Γκάλη και με μια φθηνή μπάλα Voit βγαίναμε στο σοκάκι για να «νικήσουμε ξανά» τον Ρομάι, τον Τκατσένκο, τον Ντακουρί, τον Ντράζεν (στη φαντασία μας φυσικά). Συνήθως, αυτή η… απόλαυση διακόπτονταν από κάποιον καβγά των προαναφερθεισών τεσσάρων γιαγιάδων, και μοιραία καθόμασταν πάλι… κερκίδα.

Η μία, η κυρα-Ειρήνη, παρά τα καταγάλανα μάτια της, κουβαλούσε ένα διόλου τιμητικό παρατσούκλι, θύμα κι αυτή της θλιβερής συνήθειας των μικρών κοινωνιών, όπου ένας άνθρωπος κρίνεται από τα χαρακτηριστικά του. Η άλλη, η κυρα-Χριστίνα, όχι μόνο δεν τη φώναζαν με το όνομά της, αλλά ούτε καν με αυτό του άντρα της. Δεν ήταν η Χρήσταινα, η Γιώργαινα, η Κώσταινα. Απαντούσε στο παρατσούκλι του συζύγου. Το ίδιο και η τρίτη αυτής της άσπονδης «παρέας», η κυρα-Αθανασία.

Η τέταρτη δεν χρειαζόταν προσωνύμιο. Είχε την τρέλα της και αυτό έφτανε. Ηταν η κυρα-Ευθυμία, η Θυμία. Η πιο άτυχη απ’ όλες. Θύμα του σκληρού προσώπου της ζωής, της είχε σαλέψει δεκαετίες πριν, από τις κακουχίες και την άθλια συμπεριφορά ανθρώπων όταν ακόμη ήταν ένα «λουλούδι». Είχε «ερωτευτεί» έναν αεροπόρο, ένα ανύπαρκτο (;) πρόσωπο, σε μια «ζαβολιά» του διαταραγμένου νου. Ετσι, κάθε φορά που ένα μαχητικό αεροσκάφος έσκιζε τη σιωπή της ημέρας ή εμφανιζόταν μια διπλή άσπρη γραμμή στον ουρανό, εκείνη πεταγόταν από το ετοιμόρροπο κτίσμα της και προσπαθώντας με τις παλάμες να… καλλωπίσει βιαστικά το χαραγμένο από τις ρυτίδες και τα γεράματα πρόσωπό της, έστελνε φιλιά στο πουθενά.

Αλλες φορές, ο ιδιαίτερος σάλτος της συνοδευόταν με λόγια αγάπης προς τον φανταστικό αυτόν ερωμένο. Και όταν τα χρόνια πέρασαν και βάρυναν την καρδιά της, έσβησε δειλά δειλά και η αγάπη της για τον «άκαρδο αεροπόρο». Η λαμπερή ψυχή της θάμπωσε κι αυτή, ώσπου ο σφυγμός της σταμάτησε ένα βράδυ… Η κυρα-Ειρήνη περπατούσε πιο βαριά απ’ όλες. Ηταν η πιο γιγαντόσωμη και ήξερε τα πάντα μέσα κι έξω από κάθε σπιτικό. Η κυρα-Χριστίνα μπορούσε να κουβαλήσει τεράστια δεμάτια ξύλα στο κεφάλι της, δίχως τη βοήθεια των χεριών και να σχίσει κορμούς με το τσεκούρι σαν έφηβος. Η κυρα-Αθανασία είχε το πιο φονικό χιούμορ. Σχολίαζε τους πάντες και τα πάντα που θα συλλαμβάνονταν από τα ραντάρ της.

Και οι τέσσερις ζούσαν σε απόσταση αναπνοής, όμως τον περισσότερο καιρό καμία δεν μιλούσε στην άλλη. Πάντα κάποια διαφορά θα υπήρχε ανάμεσά τους, ένα μόνιμο δηλητήριο χυμένο στα πόδια τους. Και όταν τύχαινε να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο, ακόμη και στρατιώτης αγήματος θαρρείς πως θα ζήλευε το περήφανο γύρισμα του κεφαλιού τους προς την αντίθετη πλευρά. Οχι, όμως, όταν συναντούσαν κάποιον από εμάς, τους ζωηρούς μπόμπιρες της γειτονιάς, ακόμη κι όταν η μπάλα μας έπεφτε πάνω σε κάποιον βασιλικό.

Κάπου σ’ ένα χωριό υπάρχει ένα αδιέξοδο. Ενα σοκάκι. Οι τέσσερις «ηρωίδες» μας όμως όχι πια. «Εφυγαν» όπως έζησαν· σαν «εχθροί» κι ας μην ήταν. Και όταν τυχαίνει να βρεθώ κάπου εκεί καμιά φορά κι ο ουρανός στέλνει τα αστραπόβροντά του, φαντάζομαι πως κάπου εκεί πάνω, θα έχει στηθεί ξανά ένας μεγαλειώδης καβγάς…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή