Η Αθλέτικ Μπιλμπάο, η μοναδική ομάδα στον κόσμο που διατηρεί μέχρι σήμερα και έπειτα από 125 χρόνια ζωής την επιλογή να αγωνίζεται μόνο με παίκτες του Μπιλμπάο και των γύρω (βασκικών) περιοχών, καθιέρωσε το 2015 το βραβείο «One Club Award».
Μια καθ’ όλα τιμητική διάκριση που κάθε χρόνο απονέμει σε έναν ποδοσφαιριστή που έμεινε πιστός σε μια ομάδα για όλη του την καριέρα, μια επιλογή που αναμφίβολα εκφράζει τις αξίες που συνδέονται με τη φιλοσοφία του συλλόγου. Από το 2019, απονέμει παρόμοιο βραβείο και σε ποδοσφαιρίστριες.
Ο Μάθιου Λε Τισιέ, με 17 σεζόν στη Σαουθάμπτον, ήταν ο πρώτος βραβευθείς το 2015, ενώ τον ακολούθησαν θρύλοι όπως ο Πάολο Μαλντίνι (25 σεζόν στη Μίλαν), ο Σεπ Μάιερ (13 σεζόν στην Μπάγερν Μονάχου), ο Κάρλες Πουγιόλ (15 σεζόν στην Μπαρτσελόνα) ή ο Ράιαν Γκιγκς (23 σεζόν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ).
Εάν ο σύλλογος της Βασκονίας δεν έχει αποφασίσει ακόμα τον τιμώμενο θρύλο για το 2024, η μοίρα του έδωσε την απάντηση πριν από λίγες ώρες: Ο Λουίτζι (Τζίτζι όπως τον ήξερε και τον αγάπησε όλη η Ιταλία) Ρίβα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Δευτέρας (22/01), ύστερα από δύο εμφράγματα μέσα σε λίγες ώρες, έπαιξε 13 χρόνια στην Κάλιαρι. Και θα έπαιζε περισσότερα εάν οι τραυματισμοί δεν έβαζαν φρένο στη θρυλική καριέρα του.
Θα ήταν μια απόλυτα αρμόζουσα τιμή μετά θάνατον, όπως είχε κάνει και το 2019 για τον Μπίλι ΜακΝίλ, τον αρχηγό της κορυφαίας Σέλτικ όλων των εποχών, στην οποία έπαιξε 18 διαδοχικές σεζόν, οι οποίες μοιράζονται στις δεκαετίες ’50, ’60 και ’70. Η Αθλέτικ ανακοίνωσε τη βράβευσή του στις 17 Απριλίου και, πέντε μέρες αργότερα, έφυγε νικημένος από την άνοια, σε ηλικία 79 ετών.
Οσο, δηλαδή, ήταν και ο Ρίβα, πιθανότατα ένας από τους τελευταίους ποδοσφαιριστές που δεν θαμπώθηκαν από το χρώμα του χρήματος, έκλεισαν την πόρτα στις μεγάλες ομάδες του ιταλικού Βορρά και αποφάσισαν να μείνουν πιστοί σε μια μικρή ομάδα της Σαρδηνίας. Μία ομάδα που γιγαντώθηκε με αυτόν στις τάξεις της και έζησε για χρόνια στον ρυθμό του «βρυχηθμού του κεραυνού», όπως τον βάφτισε ο δημοσιογράφος Τζιάνι Μπρέρα, για να εξάρει την τρομερή δύναμη του σουτ και το εκρηκτικό του παιχνίδι.
Δύο ήταν τα μεγάλα παράπονα της ζωής του. Από τη μία, ότι οι γονείς του δεν τον είδαν να πετυχαίνει, αφού ο πατέρας του, Ούγκο, κομμωτής και ράφτης, βρήκε τραγικό θάνατο από εργατικό δυστύχημα, όταν ο Τζίτι ήταν μόλις εννέα ετών. Εχασε νωρίς και τη μητέρα του Εντις από καρκίνο, με αποτέλεσμα να τον μεγαλώσει η Φάουστα, η μεγαλύτερή του αδελφή.
Το έτερο μόνιμο παράπονο, η «Χρυσή Μπάλα», που πήρε το 1969 ο μεγάλος του αντίπαλος, Τζιάνι Ριβέρα, με τον ίδιο να μένει μόλις τέσσερις ψήφους πίσω, παρότι λίγους μήνες αργότερα οδήγησε την Κάλιαρι σε έναν από τους πιο απρόσμενους τίτλους στην Ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου, με την κατάκτηση του μοναδικού Σκουντέτο στα 104 χρόνια ιστορίας του.
Οι σπουδαίες εμφανίσεις του με τους Ροσομπλού, αλλά και με την εθνική ομάδα της Ιταλίας, όπου ήταν και παραμένει πρώτος σκόρερ όλων των εποχών, παρότι έχουν περάσει 50 χρόνια από τα τελευταία του παιχνίδια με τη Σκουάντρα Ατζούρα, τον μετέτρεψαν σε αντικείμενο του πόθου για τις μεγάλες ομάδες του Βορρά.
Το ιταλικό πρωτάθλημα ήταν το κορυφαίο και πιο πλούσιο στην Ευρώπη τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, με σούπερ σταρ όπως ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο Μισέλ Πλατινί ή ο Ζίκο. Και στη δεκαετία που προηγήθηκε αυτών, όμως, επίσης υπήρχαν σύλλογοι με τεράστιο πορτοφόλι και οικονομική επιφάνεια.
Η Γιουβέντους, μόνιμο αφεντικό και με τις πλάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας της FIAT, έκανε τα αδύνατα δυνατά για να ντύσει τον Ρίβα στα ασπρόμαυρα. Τον Ιούλιο του 1973, οι Μπιανκονέρι πρόσφεραν δύο δισ. λιρέτες και έξι (!) ποδοσφαιριστές στην Κάλιαρι (μεταξύ αυτών τους διεθνείς Κλάουντιο Τζεντίλε, Ρομπέρτο Μπέτεγκα και Αντονέλο Κουκουρέντου), αλλά και ένα δισ. στον Ρίβα για να ακούσει το πολυπόθητο «si» (ναι).
Αντ’ αυτού, παρότι δεν το περίμενε, άκουσε ένα μεγαλοπρεπέστατο «no» (όχι), από έναν άνθρωπο που το 1963 πήρε μεταγραφή από τη Λενιάνο στην Κάλιαρι ενάντια στη θέλησή του, αλλά έκτοτε δεν άφησε ποτέ ξανά το νησί και τον σύλλογο, του οποίου υπήρξε επίτιμος πρόεδρος μέχρι την τελευταία του πνοή.
«Θα ήταν δειλία από πλευράς μου να φύγω, παρά τα πολλά χρήματα της Γιουβέντους» εξηγούσε ο Ρίβα, η απόφαση του οποίου είχε κάνει έξαλλο τον τότε πρόεδρό του, Αντρέα Αρίκα, ο οποίος θεωρούσε ότι με εκείνη την εξάδα ποδοσφαιριστών θα μπορούσε να χτίσει μια νέα, πιο δυνατή ομάδα, η οποία πιθανόν να απέφευγε τον υποβιβασμό στη Serie B το 1976, μόλις έξι χρόνια μετά την ιστορική κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Η μοίρα θέλησε ο Ρίβα να αποχαιρετήσει την ομάδα της καρδιάς του όσο αυτή ήταν στη δεύτερη κατηγορία, μια εξέλιξη που θα μπορούσε να τον βυθίσει στην κατάθλιψη, τη σιωπηλή ασθένεια που χτυπάει όλο και περισσότερους επαγγελματίες αθλητές και την αντιμετώπισε σε διάφορες φάσεις της ζωής του.
Στην πιο πρόσφατη μάχη βγήκε νικητής χάρη στους δύο γιους του, τον Νίκολα και τον Μάουρο. «Χάρη σε εκείνους αυτή η άσχημη λέξη που έγραψα για άλλη μία φορά, και δεν θέλω να επαναλάβω, ξεπεράστηκε ξανά» θυμάται ο Ρίβα, ο οποίος έμαθε να ζει με την κατάθλιψη, κυνηγημένος από την τραγική παιδική του ηλικία και τα προβλήματα που αντιμετώπισε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Περιέργως (;), μάλιστα, η πιο ζόρικη συνύπαρξή τους ήταν στα πρώτα -άντα του Τζίτζι, όταν μεσουρανούσε στους αγωνιστικούς χώρους.
Παντρεύτηκε την Κάλιαρι, την μπάλα, την επιτυχία, την κατάθλιψη, αλλά ποτέ τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Οταν γνώρισε την Τζιάνα Τοφανάρι και την ερωτεύτηκε τρελά, η Τζιάνα ήταν παντρεμένη, και το διαζύγιο εκείνη την εποχή απλώς απαγορευόταν από τον νόμο. Η εξωσυζυγική τους σχέση έγινε πρωτοσέλιδο στα σκανδαλοθηρικά περιοδικά της εποχής, έμειναν μαζί για πολλά χρόνια και έκαναν δύο αγόρια.
Οταν ο Ρίβα δεν έπαιζε καλά, όπως στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μεξικό, ο Τύπος και η κοινή γνώμη κατηγορούσαν την Τζιάνα, κάτι που έκαναν και όταν τραυματίστηκε σοβαρά σε κνήμη και περόνη, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί μόλις στα 32 του χρόνια, τον Φεβρουάριο του 1976.
Ο βρυχηθμός του κεραυνού δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος, αλλά φρόντισε να αφήσει τεράστια κληρονομιά πίσω του…