Το συνήθιζε ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον να προσκαλεί στο προπονητικό κέντρο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ παλαίμαχους ποδοσφαιριστές που ήθελαν να γίνουν προπονητές ή που ασχολούνταν με την εκπαίδευση και την ανάπτυξη πιτσιρικάδων.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο Πασκάλ Ολμετά, ο Κορσικανός άλλοτε τερματοφύλακας που το 1993, ως αναπληρωματικός του Φαμπιάν Μπαρτέζ, σήκωσε με τη Μαρσέιγ το μοναδικό Champions League που έχει κατακτήσει μέχρι σήμερα γαλλική ομάδα.
Οταν κρέμασε τα γάντια του, ο Ολμετά δημιούργησε ακαδημία παικτών. Και, με αυτή την ιδιότητα και χάρη και στη μεσολάβηση του Μπαρτέζ, ο οποίος αγωνίστηκε για τρία χρόνια στη Γιουνάιτεντ, ο θρυλικός Σκωτσέζος τεχνικός των Κόκκινων Διαβόλων τον κάλεσε να παρακολουθήσει προπονήσεις της πρώτης ομάδας, το 2010.
Την ώρα που έβλεπαν τους παίκτες να παίρνουν μέρος σε οικογενειακό διπλό, ο «Φέργκι» του έδειξε ένα ψηλόλιγνο, μαύρο παιδί που «κατάπινε» χιλιόμετρα με την μπάλα στα πόδια και έδειχνε να έχει κάτι διαφορετικό σε σχέση με τους άλλους, φτασμένους ποδοσφαιριστές που είχε δίπλα του.
«Βλέπεις αυτόν τον παίκτη, θα γίνει καταπληκτικός, είναι γεμάτος ταλέντο. Θα είναι στην κορυφή. Αλλά είναι ονειροπόλος και αν δεν βρεθεί κάποιος να του δείξει τον δρόμο, δεν θα τα καταφέρει ποτέ», ήταν η εύστοχη, προφητική του ατάκα για εκείνον τον πιτσιρικά τον οποίο είχε ανακαλύψει στο φυτώριο της Χάβρης, αλλά τον είδε να φεύγει ως ελεύθερος για τη Γιουβέντους, επειδή στα 18 του θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι βασικός στην πιθανότατα κορυφαία Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ όλων των εποχών.
Ετσι, όμως, ήταν πάντα ο Πολ Λαμπίλ Πογκμπά. Ονειροπόλος, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και με τη μόνιμη αίσθηση ότι όλος ο κόσμος κινείται γύρω του. Ενας κόσμος που μοιάζει έτοιμος να διαλυθεί, μετά την ανακοίνωση του τετραετούς αποκλεισμού του από τα γήπεδα, επειδή βρέθηκε θετικός στην ουσία τεστοστερόνη, σε έλεγχο ντόπινγκ τον περασμένο Αύγουστο μετά από ματς με την Ουντινέζε, στο οποίο δεν είχε αγωνιστεί ούτε λεπτό.
Στα τριάντα του χρόνια, ο Γάλλος μέσος που έδειχνε βάσει ταλέντου ικανός να καταπιεί τον ποδοσφαιρικό πλανήτη, βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο που, σε περίπτωση αποτυχημένης έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, μπορεί να τον οδηγήσει πρόωρα σε ένα άδοξο, νομοτελειακό φινάλε.
Αδοξο μεν, νομοτελειακό δε, γιατί το ποδόσφαιρο δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά η απόλυτη προτεραιότητα του (χαρισματικού κατά τα άλλα) άσου από το προάστια του Παρισιού, παρότι βοήθησε αυτόν και την οικογένειά του να… ντριμπλάρουν τη φτώχεια, να δημιουργήσει μια περιουσία που φτάνει τα 120 εκατ. ευρώ και να γίνει γνωστός σε όλο τον πλανήτη.
Μεγάλα brand names όπως η Adidas και η Pepsi ήταν στο πλευρό του από το ξεκίνημα μιας πολλά υποσχόμενης καριέρας, αλλά τώρα ετοιμάζονται να του γυρίσουν την πλάτη, όπως άλλωστε και η Γιουβέντους, η οποία προτίθεται να του λύσει το συμβόλαιο που έληγε κανονικά το 2026.
«Είμαι στενοχωρημένος, σοκαρισμένος και απαρηγόρητος, γιατί μου πήραν όλα όσα έχτισα στην καριέρα μου ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής» ανέφερε στην ανακοίνωση που ανέβασε στα social media μετά τη γνωστοποίηση της τιμωρίας-μαχαιριά, την οποία χαρακτήρισε «λανθασμένη», ξεκαθαρίζοντας ότι θα παλέψει με κάθε νομική οδό για να την ανατρέψει.
Τι ακριβώς, όμως, «έχτισε» ο Πογκμπά στα δώδεκα χρόνια που διαρκεί η (μέχρι τώρα τουλάχιστον) επαγγελματική του καριέρα; Μια πορεία γεμάτη σκαμπανεβάσματα σαν τρενάκι λούνα παρκ, στην οποία έφτασε να είναι πρωταγωνιστής στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου από τη Γαλλία το 2018.
Παράλληλα, όμως, έπαθε κατάθλιψη, τσακώθηκε με προπονητές και συμπαίκτες, τραυματίστηκε πολλές φορές, γιατί δεν φρόντιζε όσο έπρεπε τον εαυτό του, και έγινε είδηση για μια απίθανη, θλιβερή ιστορία με αδελφικούς εκβιασμούς και μαύρη μαγεία.
Ο αδελφός του Ματίας συνελήφθη ως ύποπτος για εκβιασμό, μαζί με παιδικούς «φίλους» του Πολ, από τον οποίο ζητούσαν 13 εκατ. ευρώ για παρεχόμενες «υπηρεσίες», μεταξύ των οποίων ήταν… ξόρκια μαύρης μαγείας για να τραυματιστεί ο Κιλιάν Μπαπέ (!), ο ανταγωνιστής του για την πρωτοκαθεδρία στην εθνική ομάδα της Γαλλίας.
Τίποτα δεν αποδείχθηκε και ο Ματίας αφέθηκε ελεύθερος, αλλά είναι αλήθεια ότι ο Πολ απειλήθηκε με όπλο στον κρόταφο αν δεν πλήρωνε και, έκτοτε, κυκλοφορεί με προσωπική ασφάλεια διά παν ενδεχόμενο. Κακές παρέες, κακές συμβουλές, όπως αυτές που του έδινε ο πρόωρα χαμένος μάνατζέρ του, Μίνο Ραϊόλα.
Αυτός τον ώθησε να φύγει ως ελεύθερος από τη Γιουνάιτεντ, μια κίνηση που χαρακτηρίστηκε «ασεβής» από τον Φέργκιουσον. Αυτός του έκλεισε την συμφωνία για να επιστρέψει στη Γιουνάιτεντ, τέσσερα χρόνια αργότερα, όντας μάλιστα η πιο ακριβή μεταγραφή στην Ιστορία του αγγλικού συλλόγου (και τότε η πιο ακριβή μεταγραφή παγκοσμίως), αφού η απόκτησή του από τη Γιουβέντους στοίχισε 105 εκατ. ευρώ. Ο Ραϊόλα, ως προμήθεια, φέρεται να έβαλε στην τσέπη 27 εκατ. ευρώ.
Εξι χρόνια αργότερα, ο Πογκμπά έφυγε και πάλι από τη Γιουνάιτεντ ως ελεύθερος με προορισμό τη Γιουβέντους, αυτή τη φορά όμως ως αποτυχημένος και χωρίς να έχει καταφέρει σε καμία περίπτωση να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της «χρυσής» μεταγραφής του.
Και στη Γιούβε, παρότι έχει το υψηλότερο συμβόλαιο του ιταλικού πρωταθλήματος με οκτώ εκατ. ευρώ ως φιξ ετήσιες αποδοχές, έλαμψε διά της ποδοσφαιρικής απουσίας του. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, πιάστηκε ντοπέ, παρότι έπαιξε ελάχιστα φέτος.
Ο περίγυρος του Πογκμπά φρόντιζε συνεχώς να τον απομυζεί, τόσο οικονομικά όσο και συναισθηματικά. Και, μπορεί να βρίσκει παρηγοριά στη σύζυγό του, το μοντέλο Μαρία Σουλάι Σαλαουές και στα δύο παιδιά τους, αλλά ο Πολ πάντα νιώθει ένα μεγάλο κενό, ότι μόνιμα κάτι (του) λείπει.
Ποιος ξέρει, ίσως αυτό να είναι η αγνή, απόλυτη αγάπη και αφοσίωση για το ποδόσφαιρο, στο οποίο είχε τα φόντα να μεγαλουργήσει, ακόμα και να διεκδικήσει με αξιώσεις τη «Χρυσή Μπάλα», την εποχή μάλιστα που τη μονοπωλούσαν δύο ιερά τέρατα όπως ο Λιονέλ Μέσι και ο Κριστιάνο Ρονάλντο.
Ο Ζινεντίν Ζιντάν, ο οποίος εκτιμούσε απεριόριστα το ταλέντο του, ήθελε να τον δει συμπαίκτη του Πορτογάλου σούπερ σταρ στη Ρεάλ Μαδρίτης και ζήτησε επανειλημμένως από τον πρόεδρο Φλορεντίνο Πέρεθ να τον ντύσει στα λευκά, κάτι που ονειρευόταν και ο ίδιος ο Πογκμπά.
Το όνειρο, όμως, έμεινε τέτοιο. Ποιος ξέρει, εάν ο ονειροπόλος Πογκμπά είχε κάνει πραγματικότητα αυτό το όνειρο (επιβεβλημένη η διαρκής επισήμανση της συγκεκριμένης λέξης), να έθετε διαφορετικές προτεραιότητες στη ζωή του. Και, έστω και αργά, να αφοσιωνόταν στην μπάλα, που τόσα του έδωσε, και να μην έβλεπε την καριέρα του να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα…