«Ηταν σχεδόν αδύνατο να μιλήσεις για την ίδια την εμπειρία, ήταν κάποιου είδους γυμνή ύπαρξη». «Οι φράσεις “ξέρω” και “ είμαι εδώ” την κατάλληλη στιγμή και σε ευαίσθητο τόνο μπορούν να αντικαταστήσουν την απομονωτική αίσθηση του ασθενούς πως “κανείς δεν ξέρει, μόνο εγώ”».
Υπάρχουν όρια στο τι μπορείς να πεις και να σε καταλάβουν. Αν βρίσκεσαι σ’ ένα πεδίο κατανοητό σ’ εσένα μόνον, έχεις περάσει ένα όριο και πορεύεσαι σε μία ερημική μοναξιά. Μπορεί να είσαι στην επικράτεια της ψυχικής νόσου, να είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ποια ιστορία αληθεύει και ποια όχι ή ποια θα μπορούσε να σε σώσει. Η Rachel Aviv, αρθρογράφος στο περιοδικό New Yorker, έκανε έρευνα σε αρχεία, πήρε συνεντεύξεις και διάβασε προσεκτικά ημερολόγια και ανέκδοτα «αριστουργήματα» ψυχασθενών κι έγραψε ένα βιβλίο. Strangers to Ourselves, stories of Unsettled Minds. Μού άρεσε πολύ. Αυτό εδώ το κείμενο, όμως, δεν είναι βιβλιοπαρουσίαση (βαρετό), οπότε εστιάζω άναρχα σ’ ό,τι με ενθουσίασε.
Κατ’ αρχάς, μιλάει για τη δική της εμπειρία με την ανορεξία. Διερωτάται εάν ο εγκλεισμός σε νοσοκομείο κι ο τρόπος που σου φέρονται εκεί, η λέξη που σου δίνουν για να μαντρώσεις και να ελέγξεις (;) την εμπειρία σου σε καθορίζει. Οι περίεργες ιστορίες αυτών που η εμπειρία τους ξεφεύγει απ’ το συνηθισμένο έχουν μια αλλόκοτη ποίηση μέσα. «Νιώθω τόσο τρελή και αλλόκοτη μετά το φαγητό – αλλά κανείς δεν θα καταλάβει άμα εγώ η ίδια δεν μπορώ να το εξηγήσω», γράφει ένα κοριτσάκι με ανορεξία στο τετράδιο του. «Μακάρι να μπορούσε να με βοηθήσει κάποιος και ν’ αλλάξει τον τρόπο που βλέπω τα πάντα». Αλλοι βρίσκουν το χάι του μάρτυρα, λέει. Μία έξαψη στην ικανότητα να αρνείσαι να τραφείς. Η ίδια η συγγραφέας νοσηλεύτηκε για έξι εβδομάδες. Το φαγητό τής φαινόταν μια περιττή ηδονή. Μετά από χρόνια διάβασε ένα άρθρο για μία κοπέλα με ανορεξία. Η αρρώστια τής καθόρισε τη ζωή. Της τη διέλυσε. Για ποιον λόγο η συγγραφέας δεν είχε την ίδια κατάληξη;
Μήπως ο τρόπος που περιγράφουμε αυτό που έχουν άνθρωποι τους καταστρέφει; Μήπως τους σώζει; Μήπως το ενδιάμεσο; Παραθέτει σχετικές επιστημονικές συζητήσεις. Μία νέα διάγνωση μπορεί ν’ αλλάξει «τον χώρο και τις δυνατότητες για την προσωπικότητα του ατόμου». Αν σου πουν πως πάει τελείωσες, είσαι σχιζοφρενής, για παράδειγμα, τι χώρο ανάπτυξης έχεις; Πώς γίνεται να ξεμάθεις αυτά που έχεις «μάθει» για τη συγκεκριμένη νοητική κατάσταση; Και μήπως οι λέξεις προκαλούν και μία επιτελεστικότητα; Για παράδειγμα, λέμε: ναι, σόρι που σου φώναξα, έχω θέμα θυμού. Οι νοητικές μας καταστάσεις, το είναι μας όλο, έχουν κάτι ρευστό, όμως, εμείς κάνουμε σαν να είναι στέρεο έδαφος.
Μες στο βιβλίο υπάρχει μια πολύ άβολη ιστορία ενός τύπου που πιάστηκε στη μέση των διαφόρων προσεγγίσεων περί κατάθλιψης. Τα χάπια βοηθάνε. Η νοσηλεία βοηθάει κι αυτή; Νοσηλεία συν χάπια; Νοσηλεία συν ψυχοθεραπεία; Σε μία μετάβαση του επιστημονικώς μέινστριμ από την ανάλυση στη βιοχημική ρύθμιση του εγκεφάλου και κάπου μεταξύ υπερκόπωσης, ναρκισσισμού, αφόρητης θλίψης και μοναξιάς, ο Ρέι απομονώθηκε από τα παιδιά και τις συντρόφους του κι έζησε μία ζωή άδεια και ταυτόχρονα πολύ γεμάτη με επίμονες, κυκλικές σκέψεις.
Το βιβλίο έχει μια μυθιστορηματική ποιότητα. Αλλάζει διαρκώς αφηγητή. Ετσι, μαθαίνουμε την οπτική της επιστήμης για τα φάρμακα που θα μπορούσαν να είχαν βοηθήσει τον Ρέι εάν είχαν χορηγηθεί νωρίτερα, αλλά και τη γνώμη του περίγυρού του: ήταν βαρετός και εμμονικός, έλεγε τα ίδια και τα ίδια περπατώντας, το νοσηλευτικό προσωπικό και τα παιδιά του τον μισούσαν, είχαν εξαντληθεί με την περίπτωσή του. Τα παιδιά του είχαν όλα τα περίπλοκα συναισθήματα που δικαιούσαι να έχεις εάν σε έχουν μεγαλώσει γονείς με πρόβλημα. Ομως, δεν έχουν όλοι κάποιου είδους πρόβλημα και πόσο καλό ήταν, από φεμινιστικής άποψης, που η ψυχανάλυση, μέχρις ενός σημείου της ιστορίας της και στην δημοφιλή, παραποιημένη εκδοχή της, κατηγορούσε τη μαμά;
Με τι γλώσσα μιλάμε για εμάς; Ποιος μας δίνει τις λέξεις για να καταλάβουμε τον εαυτό μας; Οταν τις λέξεις τις παίρνουμε από ένα εγχειρίδιο ιατρικής, τι χώρος αμφισβήτησης υπάρχει; Κι αν τ’ αντικειμενικά δεδομένα είναι συντριπτικά, επειδή, για παράδειγμα, το άτομο φέρεται κάπως απαίσια στο παιδί του ή στον ίδιο του τον εαυτό; Η Rachel Aviv λέει την ιστορία μίας γυναίκας, της Bapu, που στην Ελλάδα θα ήταν «η τρελή του χωριού», μία αλλοπαρμένη αγία που έτρεχε από μοναστήρι σε μοναστήρι να ενωθεί με τον Θεό. Στην Ινδία αυτό. Τη μάζεψαν, αλλά ούτε στο ίδρυμα ούτε στο σπίτι η κατάσταση ήταν φυσιολογική. Δέσιμο και ηλεκτροσόκ στο ένα, ζωή υπηρετικού προσωπικού στο άλλο. Γίνεται, μήπως, κάποιες γυναίκες άλλων εποχών να τρελαίνονταν (εντός κι εκτός εισαγωγικών) για να βρουν διέξοδο σε μία αδιέξοδη οικογενειακή ζωή; Γίνεται να έχαναν το λογικό τους επειδή ασφυκτιούσαν; Αυτή η απόλυτη μοναξιά της τρέλας μπορεί να είναι μία γνήσια διαφυγή – γιατί να υποκρίνεσαι ότι ανήκεις κάπου, όταν σε βάζουν να κοιμάσαι στο πάτωμα και σ’ αντιμετωπίζουν σαν τρελή;
Δεν υπάρχει κάτι βίαιο στο αφ’ υψηλού ξερίζωμα πρακτικών, εθίμων και αναγκών ανθρώπων που γαλουχήθηκαν με μια άλλη αντίληψη για την πραγματικότητα, τα πνεύματα και την ικανότητα σύνδεσης ενός ανθρώπου με τον Θεό; Και, οκέι, ας πούμε την εύκολη κριτική: αποικιοκρατία. Η Bapu ήταν Ινδή με μία χ αντίληψη για τη ζωή και τα πνεύματα. Η δυτική ψυχιατρική ήταν κάτι άλλο και βάλθηκε να τη θεραπεύσει, μάλιστα την διέταξε να θεραπευθεί: δεν έχεις πολύ καιρό, σταμάτα να τρέχεις πίσω απ’ τα πνεύματα.
Είναι μία συζήτηση που έχω συχνά με τους φίλους μου. Στα χωριά όταν ήμασταν μικρά οι «τρελοί», οι εθισμένοι και οι πολύ γέροι είχαν (και ίσως έχουν ακόμη) μία κάποια ζωή. Πάνε στο καφενείο ή την εκκλησία, ανάλογα με το φύλο τους, έχουν το τραπεζάκι τους στην ταβέρνα ή το χριστιανικό συσσίτιο και ο κόσμος τους φέρεται με ανοχή – όχι κατανόηση, ανοχή. Αλλά, παράλληλα, υπάρχουν και τόσες ιστορίες φρίκης όπου η οικογένεια δένει και κρύβει τον λοξό ή τον κακομεταχειρίζεται ή τον θεωρεί δαιμονισμένο ή δεν μπορεί να τον βοηθήσει – γιατί, ας μη σχετικοποιούμε τα πάντα, κάποιες περιπτώσεις θέλουν ειδικούς, φροντίδα, επιστήμονες, χημεία. Η κατάσταση στα ιδρύματα, όμως, δεν είναι ιδανική. Μήπως η μοναξιά επιτείνεται και γίνεται συντριπτική, ειδικά εκεί που η πρόνοια δεν εξελίσσεται, αλλά έχει κάτι από τσουβάλιασμα ψυχών; Η σημασία των αφηγήσεων είναι κομβική, όπως και των λέξεων που διαλέγουμε –ή που μας δίνουν– για την εμπειρία μας. Το πώς μιλάμε για κάτι, π.χ. για τη φροντίδα, φτιάχνει πολιτικές ή ρημάζει τις ζωές ανθρώπων, ελλείψει πολιτικών.
Ο όρος «εγκλεισμός», για παράδειγμα, διερευνήθηκε σε μία έκθεση που έγινε στο Δρομοκαΐτειο το 2022. Οι σχετικές συζητήσεις εκδόθηκαν σ’ ένα βιβλίο με τίτλο «εγκλεισμοί», ο πληθυντικός δηλώνει ακριβώς αυτήν την πολλαπλότητα νοημάτων και αφηγήσεων. Βλέποντας φωτογραφίες από ψυχιατρικά ιδρύματα της ντροπής, στο πλαίσιο της έκθεσης και μέσα στον χώρο του ψυχιατρείου, σκεφτόμουν ότι ήταν κελί φυλακής και νοσοκομείο μαζί. Αυτό που έχω καταλάβει στα σίγουρα είναι πως θα βοηθούσε λίγη παραπάνω ενσυναίσθηση. Μία προσπάθεια να μπει κανείς στη θέση του άλλου. Δεν μπορείς να το πετύχεις ποτέ πραγματικά, όμως και πάλι, δεν χρειάζεται να κάνουμε σαν αγριογούρουνα ακριβώς επειδή η εμπειρία μας είναι ολόδική μας. Υπάρχει η γλώσσα, τον περισσότερο καιρό και για τα περισσότερα πράγματα. Η Rachel Aviv νομίζω ήθελε να μιλήσει για την αδυναμία να μιλήσεις. Για εκείνο το τρομακτικό σημείο που οι λέξεις σού φαίνονται άδειες και μακρινές, αφοπλισμένες.