Οταν ένας λογοτέχνης πεθαίνει, οι χώρες με αναγνωστική κουλτούρα εστιάζουν στο έργο που αφήνει. Οι δημοσιογράφοι και οι κριτικοί λογοτεχνίας αναδιφούν τις ιστορίες, τη γλώσσα, το ύφος του – «ανοίγουν» την πολιτιστική του διαθήκη και επιχειρούν να καταστήσουν κοινωνούς της κληρονομιάς του όλους τους ενδιαφερομένους. Στην Ελλάδα, ο θάνατος του Πολ Οστερ πυροδότησε σε μεγάλο βαθμό μία έκρηξη ναρκισσισμού: πολλοί από τους βιβλιόφιλους που τον θρήνησαν είχαν περισσότερα να πουν για τον εαυτό τους παρά για τον συγγραφέα. Είδαμε φωτογραφίες τους με το συγγραφικό είδωλο, διαβάσαμε αυτοαναφορικούς επικήδειους, γεμίσαμε αποφθέγματα εκτός πλαισίου, αλλά δεν γίναμε σοφότεροι· δεν παρακινηθήκαμε να ανακαλύψουμε τον συγγραφέα, αλλά να τον δούμε ως φευγαλέο σημείο της επικαιρότητας. Το σχόλιο νίκησε την περιπέτεια.
Ταλέντο υπεράνω όλων
Η Αννα Παναγιωτοπούλου ευτυχώς δεν χρειάζεται ψάξιμο. Ως σύμβολο της εγχώριας ποπ κουλτούρας (οι σειρές στις οποίες πρωταγωνίστησε αποτελούν σημείο αναφοράς για το χιούμορ μίας τεράστιας ηλικιακής γκάμας) επιβλήθηκε στη συλλογική συνείδηση χωρίς να τη ρωτήσει· ακόμη κι εκείνοι που δεν την είδαν στο θέατρο ή στην τηλεόραση, τη γνωρίζουν· μπορεί και να την ξέρουν χωρίς να το ξέρουν – η φωνή, το στυλ, οι ατάκες της είναι κομμάτια μίας ταυτότητας που ξέφυγε από το άτομο και υιοθετήθηκε από τις μάζες, συχνά ακούσια. Η περίπτωσή της, όμως, είναι εξαιρετική και για έναν άλλο λόγο: η Παναγιωτοπούλου δεν υπήρξε απλώς μια ηρωίδα του μέινστριμ, αλλά ένα σπάνιο ταλέντο που υπερέβη είδη, ποιότητες και κατηγορίες. Το ανθρώπινο παράδειγμα για το πώς οι τυπολογικές διακρίσεις παύουν να βγάζουν νόημα.
Λίγο απ’ όλα
Σε άλλες περιπτώσεις, όταν οι διακρίσεις παύουν να βγάζουν νόημα, τότε είναι που είναι πιο απαραίτητες από ποτέ. Το βράδυ της Ανάστασης, μέσα σε λίγη ώρα, ο Στέφανος Κασσελάκης κατάφερε να συνδυάσει το χειροφίλημα των παπάδων με την εγκάρδια ευχή για «λευτεριά στην Παλαιστίνη». Λίγες μέρες νωρίτερα, είχε εντάξει τον Αρη Σπηλιωτόπουλο στην ομάδα του κόμματός του, το οποίο εξακολουθεί να αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό. Δεν είναι η φαιδρότητα το πρόβλημα εν προκειμένω, ούτε η σύγχυση που προκαλεί στους ψηφοφόρους. Είναι η έλλειψη αρχών. Το εκλογικό σώμα μπορεί και να ελκύεται από τις αντιφάσεις του κόμματος, το κόμμα όμως πώς σκοπεύει να τα βγάλει πέρα με τον αντιφατικό εαυτό του;
Προδιαγεγραμμένη παρακμή
Ο καθένας κοιμάται όπως στρώνει. Οι διαδηλώσεις και οι καταλήψεις στα αμερικανικά πανεπιστήμια δεν προέκυψαν εκ του μηδενός. Είχε προηγηθεί από την πλευρά των πανεπιστημίων ένα αδιανόητο κανάκεμα όσων διεκδικούσαν την ταυτότητα του μειονοτικού κι ευαίσθητου και, μαζί με αυτήν, το δικαίωμα να επανακαθορίσουν ήθη και κανονισμούς κατά το δοκούν. Ο παραλληλισμός των σημερινών κινητοποιήσεων με εκείνες της δεκαετίας του ’60 καταρρίπτεται από τον χαρακτήρα και τη ρητορική των ίδιων των συμμετεχόντων. Ευτυχώς, η βλακεία δεν κρύβεται εύκολα· το ίδιο και ο αντισημιτισμός.
Το νομικό μας παράλογο
Ούτε η αποφυλάκιση Μιχαλολιάκου αποτελεί απρόβλεπτο γεγονός, βέβαια. Οπως οι ποινές στη δίκη για το Μάτι ή η μεταχείριση των πολιτικών προσώπων που σχετίζονται με την υπόθεση των Τεμπών, έτσι κι αυτή η περίπτωση υπάγεται ευθέως στον εγγενή παραλογισμό του νομικού μας συστήματος, τον οποίο δεν παύουμε να βλέπουμε συμφεροντολογικά, αποσπασματικά και ανώριμα. Δεν υπάρχει λόγος να κρύβουν την οργή τους για την αποφυλάκιση του αρχηγού της εγκληματικής οργάνωσης οι προοδευτικοί πολίτες. Δεν θα τους παρεξηγήσει κανείς που βρίσκουν τη νομική επιείκεια απαράδεκτη. Μήπως, όμως, ήρθε η ώρα για μία ευρύτερη συζήτηση περί επιείκειας; Μήπως όσοι επισημαίνουν τον κίνδυνο της νομικής μας ανοιχτοχεριάς δεν είναι τελικά «νεοσυντηρητικοί» αλλά ρεαλιστές;