Κοιμήθηκα έναν ύπνο αξημέρωτο, ανάμεσα σε στιγμές που η συνείδηση παραιτείται για χάρη της ενύπνιας ζωής. Ανακατεμένες εικόνες, χρώματα, γεύσεις, ακόμα και μυρωδιές παρήλασαν στη σκηνή των βλεφάρων μου, μικρές ανάσες, κοφτές, και κάπου κάπου αναφιλητά.
Είδα εκείνον τον νεαρό άνδρα να κάθεται στο καφενείο της Φολεγάνδρου και να κατεβάζει το ένα τσίπουρο μετά το άλλο. Να στέκει μόνος του, να ατενίζει τη θάλασσα και ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό του. Να είναι ταπεινωμένος και μικρός, όπως τότε αγοράκι στο σχολείο που κατουρήθηκε πάνω του την ώρα που οι συμμαθήτριές του γελούσαν. Τότε ήθελε να κρυφτεί, όπως και τώρα. Αλλά αυτός ο εκκωφαντικός ήλιος δεν προσφέρει καμία σκιά τις ήμερες μέρες του καλοκαιριού, που μόνον ήμερες δεν είναι, για όποιον έχει γνωρίσει τον πόνο που κρύβει πάντα το θέρος.
Τον είχε εγκαταλείψει. Η χθεσινή βραδιά, σε ένα κρεσέντο παραλογισμού, έδειξε το αδιέξοδο της σύντομης σχέσης τους. Πολύ συχνά τα ζευγάρια ξεκινούν με τους καλύτερους οιωνούς για τα αθάνατα ελληνικά νησιά, αλλά η προσωπική τους ζωή άλλα τους επιφυλάσσει. Γιατί δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από την ερωτική σχέση. Από τη συντροφική σχέση, τη μακροχρόνια έγγαμη σχέση, τη γονεϊκή σχέση. Από τη σχέση των παιδιών με τους κατάκοιτους γονείς τους, όταν αναγκάζονται να παρέχουν σε εκείνους καθημερινή και συνεχή φροντίδα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από τη σχέση ανθρώπου με άνθρωπο. Οσο πιο στενή, ερωτική, παθιασμένη, συγγενική, αίματος, τόσο και πιο αποκαλυπτική για τα μύχια της ψυχής μας. Και είναι γνωστό, και καθόλου στερεοτυπικό, ότι οι άνδρες ζορίζονται στις σχέσεις.
Ο δρόμος της νίκης που θα ήθελαν είναι συνήθως η ήττα τους, και χρειάζονται εκπαίδευση, γνώση, εμπειρία. Ο Oσκαρ Ουάιλντ δανείζεται την ποιητική φόρμα για να εκφράσει ότι «ακόμα καθένας άνδρας σκοτώνει το αντικείμενο της αγάπης του (…) κάποιοι το κάνουν με ένα πικρό βλέμμα, κάποιοι με τον κολακευτικό τους λόγο, ο δειλός το κάνει με ένα φιλί, ο γενναίος με σπαθί (…) για κάθε τέτοιον άνδρα που σκοτώνει το αντικείμενο της αγάπης του, ένας τέτοιος άνδρας δεν πεθαίνει…».
Αυτά σκέφτεται μέσα στην παραζάλη του. Τον εγκατέλειψε το κορίτσι του. Την πήγε στη Φολέγανδρο να την εντυπωσιάσει, αλλά δεν μπόρεσε να την καταλάβει, δεν ταίριαζαν, είχε άλλα στο μυαλό της, δεν ακολούθησε ούτε λεπτό αυτά που ήθελε εκείνος να της δείξει. Και περίμενε μάλλον από εκείνον να γνωρίζει περισσότερα από όσα γνώριζε. Να μη χάνει την ψυχραιμία του, να μη χάνει τον έλεγχο.
Εκείνος, όμως, ακόμα θυμάται τα γέλια των κοριτσιών που τον κορόιδευαν και πονάει τόσο πολύ, θυμώνει τόσο πολύ. Τηλεφωνεί στους φίλους του. Ντρέπεται να μοιραστεί την κατάντια του. Τον άφησαν πάλι στα κρύα του λουτρού. Κάτι πρέπει να κάνει. Δεν ξέρει τι πηγαίνει λάθος στην προσωπική του ζωή. Δεν ξέρει τι κάνει λάθος. Επρεπε, επιτέλους, να ακούσει εκείνη τη γνωστή και να πάει σε ειδικό, να πάρει τη ζωή του στα χέρια του, να σοβαρευτεί. Δεν του φταίνε οι γυναίκες. Και εκείνες κάτι αναζητούν, και αυτός χρειάζεται να ηρεμήσει η ψυχή του. Δεν ξέρει όμως τι. Τι πήγε τόσο στραβά με τον θυμό του, ακόμα αναρωτιέται. Ευτυχώς χθες, που ήθελε να την πνίξει όταν του φώναζε, ευτυχώς συγκρατήθηκε. Ενας θεός ξέρει πώς συγκρατήθηκε. Και την πήγε στο δωμάτιο να μαζέψει τα πράγματά της. Δεν την άγγιξε. Εφυγε με το πρώτο πλοίο, να πάει και εκείνη στη ζωή της, και αυτός να μείνει στη δική του.
Η Φολέγανδρος δεν ήταν καλή ιδέα. Ποιος του πρότεινε αυτό το νησί; Τι φταίει το νησί; Σε τίποτα δεν φταίει. Ούτε εκείνη φταίει σε τίποτα. Θέλει όμως σκέψη και κόπο για να ταιριάξουν οι άνθρωποι. Θέλει φαντασία. Θέλει πολύ σεβασμό. Δεν θέλει πολύ κοντά, δεν θέλει πολύ μακριά. Κανένας δεν του τα έμαθε αυτά. Ούτε με τον λόγο του ούτε με τη στάση στη ζωή. Ούτε η μάνα του ούτε ο πατέρας του, να μην πούμε για το σχολείο. Κανείς δεν βρέθηκε να του μάθει ότι η ζωή έχει πολλά επίπεδα.
Η πραγματική ζωή δεν είναι μόνον η ρεαλιστική. Δεν είναι μόνον η ζωή της πράξης, της ενστικτώδους και παρορμητικής κίνησης. Η ζωή δεν είναι μόνον πράξεις. Η ζωή δεν είναι ένα βίντεο γκέιμ. Η ζωή θέλει συγκράτηση. Εχει περιορισμούς στις πράξεις, ελευθερία στις σκέψεις. Ελευθερία στη φαντασία. Γιατί κανένας δεν του είπε ότι υπάρχει η φαντασία του; Οτι μπορεί να ζει εκεί ό,τι τον πόνεσε και τον ματαίωσε; Γιατί δεν του είπε κανείς ότι στη ζωή πρώτα πρέπει να σκέφτεται, για να μη βλάψει αυτό που αγαπά. Να μην κάνει κάτι μη αναστρέψιμο. Κανείς δεν του είπε ότι όλοι όσοι έγραψαν, ζωγράφισαν, τραγούδησαν, ύμνησαν δύσκολες όψεις της ανθρώπινης κατάστασης, δεν βρέθηκαν στη δεινή θέση του δράστη.
Εμειναν στην ιστορία ως ονειροπόλοι. Ως ναυαγοί στο νησί της απώλειας. Εκεί, σε αυτό το νησί υπάρχει ο θάνατος, ο φόνος, ο φόβος, το πάθος και ο φθόνος, αλλά δεν υπάρχουν οι πράξεις αυτών. Υπάρχει το τούνελ της ονειροπόλησης που κρατά σφιχτά το νήμα για να μην ξεχυθούν όλα αυτά στην πραγματικότητα. Να μη γίνουν ποτέ φόνοι, να ξορκιστούν ως πουλιά τα έπεα πτερόεντα. Ξύπνησα κάθιδρη μέσα στη νύχτα. Τη βλέπω με τα μακριά μαλλιά της. Η Γαρυφαλλιά επιτέλους μπαίνει στο πλοίο του γυρισμού. Κανείς δεν της έκοψε το νήμα της ζωής της. Η Γαρυφαλλιά δεν πέθανε.
Η Γαρυφαλλιά και η κάθε Γαρυφαλλιά ζουν. Για πάντα. Μέσα μας.