Ξανασυναντάω την Όλια σαράντα χρόνια μετά

Ξανασυναντάω την Όλια σαράντα χρόνια μετά

Η Ολια Λαζαρίδου κάνει έναν μικρό απολογισμό ζωής

4' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σαράντα τρία χρόνια μετά, η Ολια Λαζαρίδου δεν είναι το μικρό κορίτσι από το Θέατρο Τέχνης  που έπαιζε βουβό ρόλο στην παράσταση της Ελλης Λαμπέτη. Στα «Εξι μονόπρακτα» του 1978 εμφανιζόταν –τρόπος του λέγειν– με την πλάτη στο κοινό, στην «Πιο δυνατή» του Στρίντμπεργκ, ενώ στην «Ανθρώπινη φωνή» του Κοκτώ ήταν στο καμαρίνι κι έκανε το υποβολείο. «Ελεγα τα λόγια και τα άκουγα να μεταφέρονται θεσπέσια από την άλλη μεριά», σχολιάζει η ηθοποιός. «Πω πω, σκεφτόμουν, τι ψευτιά είναι το θέατρο και τι υπέροχο πράγμα την ίδια στιγμή!». Στο δημοφιλές αυτό μονόπρακτο του Κοκτώ μια γυναίκα μιλάει στο τηλέφωνο με τον εραστή της που την εγκαταλείπει για να παντρευτεί μιαν άλλη. Η ερμηνεία της Λαμπέτη αλησμόνητη, ισορροπούσε τη φινέτσα με τη συντριβή, την πεποιημένη άνεση με την απελπισία. 
«Η Λαμπέτη ήταν άνθρωπος ευάλωτος και απίστευτα δυνατός», λέει η Ολια Λαζαρίδου. «Θυμάμαι την τελευταία της εικόνα, στο σπίτι της στο Πήλιο όπου με είχε προσκαλέσει. Είχε ξαναρρωστήσει από τον καρκίνο, δεν το ήξερα. Περνούσα μπροστά από το δωμάτιό της, ήταν μισάνοιχτη η πόρτα, ήταν καθισμένη στο κρεβάτι ανακούρκουδα και είχε ρίξει μια πασιέντζα που την είχε αφήσει μισή, κοιτούσε αφηρημένη προς το παράθυρο και έπεφτε πάνω της το φως. Μου φάνηκε τότε ότι είχε κάτι τελεσίδικο η εικόνα αυτή. Ενιωσα το τέλος».

«Πολλά μαζί και ένα»

Η Ολια Λαζαρίδου αποφάσισε να επιστρέψει στα μονόπρακτα με μικρές αλλαγές, στις οποίες κατέληξαν από κοινού με τον σκηνοθέτη Γιώργο Νανούρη. «Της Λαμπέτη λεγόταν “Εξι μονόπρακτα”, εμείς την ονομάσαμε “Εξι φορές”, γιατί τόσες μπαίνω μέσα σε μια άλλη ψυχή, για να μιλήσω, και τις έξι φορές, για το ίδιο πράγμα. Μη με ρωτήσετε ποιο είναι αυτό γιατί δεν ξέρω! Αλλά ένα πράγμα θες να μοιραστείς με τον άλλον, αυτό που είναι πολλά μαζί και ένα», λέει η Ολια Λαζαρίδου, προτάσσοντας στην κουβέντα μας ένα πλατύ χαμόγελο άμεσο, καθόλου αυτάρεσκο. Στα «έξι» συμπεριέλαβε ένα απόσπασμα από τον «Αμλετ» του Σαίξπηρ (μτφρ. Γ. Χειμωνάς), ένα δικό της έργο «Τις κορύνες» (μια αληθινή ιστορία ενός ταχυδακτυλουργού που είχε γνωρίσει όταν ήταν στη Σχολή του Κουν), μαζί με άλλα δύο του Κοκτώ (την «Ψεύτρα» και «Στο πανηγύρι») και ένα διήγημα του Τσέχοφ («Ολια, μια ψυχούλα»). Το σύνολο, με την υπογραφή του Γιώργου Νανούρη και μουσική Κωνσταντίνου Βήτα, παρουσιάζεται ήδη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (έως τις 31 Οκτωβρίου).

«Τώρα που το βλέπω ολοκληρωμένο», σχολιάζει η πρωταγωνίστρια, «είναι ένα μωσαϊκό με τη μαγεία που ασκεί το θέατρο αλλά και τη μελαγχολία που αφήνει το τέλος μιας γιορτής». Κάνει μια μικρή παύση, στο ατμοσφαιρικό και ήσυχο καφέ που συναντηθήκαμε, στα Ιλίσια, και συνεχίζει τον συλλογισμό της, χωρίς να προηγηθεί ερώτηση:
«Ξέρετε, κι εγώ, είμαι ένας θλιμμένος κλόουν, που δεν χάνει τη χαρά του παιχνιδιού. Ενας από τους άσπρους κλόουν του Φελίνι. Εχω μέσα μου μια χαρμολύπη. Μεγαλώνοντας κερδίζει έδαφος η χαρά. Μικρή ήμουν λίγο μπλαζέ, νόμιζα ότι η ουσία βρίσκεται στην αγέλαστη πλευρά, ενώ, τώρα, ξέρω ότι η χαρά ούτε διαρκεί ούτε χαρίζεται, ούτε είναι αυτονόητη, γι’ αυτό και την τιμώ περισσότερο, αφήνω τον εαυτό μου πιο ελεύθερο. Επίσης στην ηλικία που είμαι έχουν πέσει τα χαρτιά, έχουν ριφθεί οι κύβοι. Είσαι αυτό που είσαι».

«Τα μονόπρακτα είναι η αφορμή για τον απολογισμό», αποφαίνομαι περισσότερο, παρά ρωτώ. «Ηταν η απαρχή του θεάτρου για μένα. “Ξανασυντάω” την Ολια 40 χρόνια μετά, απίστευτα διαφορετική και… ίδια! Αυτό είναι το τρομερό!» απαντά. «Τι έχετε κερδίσει στη διαδρομή;» επανέρχομαι. «Περισσότερη αυτογνωσία», λέει, χωρίς δεύτερη σκέψη. «Πάσχισα πολύ γι’ αυτό γιατί δεν είναι εύκολο να δεις ότι είσαι κάτι πολύ λιγότερο από αυτό που νόμιζες. Και, επιπλέον, να αγκαλιάσεις με αγάπη το “λιγότερο” και να το δεχτείς. Δεν είναι εύκολο. Και πάλι, σαν ευχολόγιο τα λέμε».

Πριν από λίγο καιρό η Ολια Λαζαρίδου έκανε μια οντισιόν για να επιλέξει τρεις νέους ηθοποιούς για την παράσταση που θα ανέβει, με δική της υπογραφή (σε σκηνογραφία του Χρήστου Μποκόρου), στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, από 27 Οκτωβρίου έως 27 Νοεμβρίου. Σκηνοθετεί το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι στη θεατρική διασκευή των Marilyn Campbell και Curt Columbus, διάρκειας 70 λεπτών, που αναφέρεται στη σχέση των τριών βασικών προσώπων: του Ρασκόλνικοφ, του Πορφύρη και της Σόνια, με επίκεντρο τον Ρασκόλνικοφ.

«Είναι ένα πλάσμα που για να μπορέσει να αγαπήσει πρέπει να κάνει πρώτα ένα έγκλημα», επισημαίνει η ηθοποιός/σκηνοθέτις. «Βρίσκει το φως ύστερα από πολύ μεγάλη πάλη με τα σκοτάδια του. Με συγκλονίζει γιατί μου δίνει ελπίδες για όλους και για όλα. Εχει ένα αστείρευτο έλεος για όλους». Και ξαναγυρίζει στο θέμα που την απασχολεί, στους νέους ηθοποιούς: «Είδα παιδιά με δεξιότητες και μια ευθύτητα. Α, είπα, γυρνάει μια νέα σελίδα στο θέατρο. Είναι άλλοι. Χωρίς αυτό το “δοξάστε με”, κάτι πολύ ναρκισσιστικό, που συναντάς στη γενιά μας από ταλαντούχους ανθρώπους που ευτέλιζαν την ποιητικότητα της δουλειάς μέσα από μια εγωκεντρική στάση. Αυτό που με τρομάζει είναι ότι είδα την ενέργεια που είχε αναχαιτιστεί με την πανδημία, να ορμάει πολλαπλασιασμένη. Είδα να τρέχει κάτι που δεν θα το προλάβω». 

«Σας μελαγχολεί;» ρωτώ. «Το ορμητικό ποτάμι της ζωής ανήκει στους νέους. Ούτε θέλω ούτε δικαιούμαι να είμαι μέρος του. Εγώ θέλω να ανανεώνω τη δική μου πηγή της χαράς, να μη στερεύει, να είναι ζωντανή. Ελπίζω αργότερα να μου φύγει κι αυτή η φόρα και να κάθομαι σε ένα μπαλκόνι να βλέπω τον κόσμο να περνά με ηρεμία και χαρά. Να δοξάζω τη ζωή, που είμαι ένα κομμάτι της. Μου φαίνεται πολύ κομψός τρόπος να γερνάει κανείς. Να κάθεσαι και να παρατηρείς, να χαζεύεις, το παραμύθι της ζωής».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή