Υβρίδια ιστορίας – λογοτεχνίας

Υβρίδια ιστορίας – λογοτεχνίας

Μεταγράφοντας τις φωνές του παρελθόντος – Χαρακτηριστικές αφηγήσεις και καταγραφές προσωπικών ιστοριών

7' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ
Μικρές αυτοκρατορίες.
Muratti / Eνας αποχαιρετισμός
εκδ. Πόλις, σελ. 96

ΜΠΕΝΗΣ ΝΑΤΑΝ
Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του
εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 280

ENZO TRAVERSO
Ιδιότυπα παρελθόντα.
Το «εγώ» στη γραφή της ιστορίας
εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, σελ. 216

ZORA NEALE HURSΤON
Barracoon. Η ιστορία
του τελευταίου σκλάβου
εκδ. Παπαδόπουλος, επιμ. Ντ. Τζ. Πλαντ
μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης, σελ. 224

Αν πρόκειται για φαινόμενο των καιρών, τότε οι απαρχές του ίσως εντοπίζονται στο γύρισμα του αιώνα και η κορύφωσή του συναντάται στη Γαλλία και στα έργα των Ιβάν Ζαμπλονκά, Ερίκ Βιγιάρ, Πατρίκ Μοντιανό και Ολιβιέ Γκεζ, μεταξύ άλλων. Αν πάλι μιλάμε για μια διαχρονική τάση της λογοτεχνίας (και ενίοτε της ίδιας της ιστορίας), τότε μάλλον μπορούμε να την ψηλαφίσουμε στις προσωπικές εξιστορήσεις του Ξενοφώντος για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, σε εκείνες του Ουίνστον Τσόρτσιλ για τον Δεύτερο Παγκόσμιο, αλλά και στις παρελθοντικές αναζητήσεις του Μαρσέλ Προυστ, του Γιόζεφ Ροτ και του Βασίλι Γκρόσμαν ή ακόμα και στα ντοκουμέντα των «Στοιχείων για τη δεκαετία του ’60» του Θανάση Βαλτινού και στην οικογενειακή αρχαιολογία του «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» του Ηλία Μαγκλίνη. Σε κάθε περίπτωση, η μείξη ιστορίας, μεγάλης ή μικρής, από τη μια και λογοτεχνίας από την άλλη, συχνά με επίκεντρο τον ίδιο τον αφηγητή τους και την κυμαινόμενη υποκειμενικότητά του, μοιάζει εδώ και καιρό σαν μια αφηγηματική κατηγορία ικανή να γεμίσει τουλάχιστον ένα μεγάλο ράφι βιβλιοπωλείου, το οποίο ανανεώνεται διαρκώς.

Iσως η πλέον πολυσυζητημένη και αξιόλογη πρόσφατη προσθήκη είναι η υβριδικής μορφής νουβέλα «Μικρές αυτοκρατορίες. Muratti / Eνας αποχαιρετισμός» (εκδ. Πόλις) του συγγραφέα και εκπαιδευτικού Χρήστου Αστερίου. Από τον τίτλο κιόλας, τουλάχιστον οι καπνιστές θα υποψιαστούν ότι ο συγγραφέας καταπιάνεται με την ιστορία της καπνοβιομηχανίας Muratti, η οποία, όπως μαθαίνουμε, ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Βασίλειο Μουράτογλου τη χρονιά που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, επεκτάθηκε σε Βερολίνο και Μάντσεστερ, μέχρι που τελικά πωλήθηκε στη Philip Morris και -αφού άρχισε να κλείνει τα εργοστάσιά της λόγω της αύξησης της φορολογίας των τσιγάρων- έμεινε τελικά ως ανάμνηση στο όνομα αθλητικών βραβείων.

Ο Χρήστος Αστερίου ερευνά την ιστορία της εταιρείας και των ανθρώπων της, βρίσκει έναν ολόκληρο κόσμο συρρικνωμένο σε μισοσκουριασμένες πλακέτες της φίρμας και μερικά ασήμαντα αναμνηστικά, διατρέχει φωτογραφίες και ντοκουμέντα που παρεμβάλλονται στην αφήγησή του, ταυτόχρονα όμως φαντάζεται: φαντάζεται εταιρικά ταξίδια, δοκιμές ποικιλιών, φορτώματα και ενέργειες απαραίτητες για άδειες, φαντάζεται τον δευτερότοκο Μουράτογλου, τον Σοφοκλή, να επισκέπτεται προπολεμικούς οίκους ανοχής στο Βερολίνο, φαντάζεται τον εαυτό του να κάνει το ίδιο, αλλά και τον καπνό των τσιγάρων Muratti να γεμίζει σάλες χορού, εστιατόρια και καφέ, σε μια εποχή που το κάπνισμα συνδεόταν με την απόλαυση και όχι με την ενοχή της.

Ποιο είναι το βαθύτερο κίνητρο της αναζήτησης του Χρήστου Αστερίου; Δεν χρειάζεται να το ξεδιαλύνει επακριβώς. Ισως κάτι υπονοεί πάντως όταν γράφει πως «Είναι κι ένας βουβός τρόμος που μας καταλαμβάνει στη θέα των ερειπίων που στέκουν στον δρόμο μας σαν τοπόσημα θανάτου. Δεν απεικονίζουν μόνο το παρελθόν, όπως θέλουμε να νομίζουμε, κοιτάζοντάς τα κάποτε με κάποια αλαζονεία, αλλά προοικονομούν αυτό που μας επιφυλάσσει η μοίρα· συμβολίζουν το αναπόφευκτο, την απόλυτη βεβαιότητα της λήθης. Ισως γι’ αυτό και να συμβαίνει το ανεξήγητο, να πενθούμε, δηλαδή, ανθρώπους άγνωστους ή κουφάρια κτιρίων, απλώς και μόνο επειδή δεν κατάφεραν ν’ αντισταθούν στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου».

Μια άλλου είδους αναζήτηση, οικογενειακή αυτή τη φορά, συναντάμε στο βιβλίο του Μπένη Νατάν «Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Επιλέγοντας ως τίτλο μια διαπίστωση που ακούγεται καθηλωτική για οποιονδήποτε, ο συγγραφέας, καθηγητής Αεροδιαστημικής στο Πανεπιστήμιο Technion του Ισραήλ, αφηγείται την ιστορία του πατέρα του, Μωύς Νατάν, Ελληνα Εβραίου της Θεσσαλονίκης που μαζί με τον αδελφό του, Οβαδιά, επιβίωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επέστρεψε στην πατρίδα του και πάλεψε να ξαναχτίσει τη ζωή του. Μόνο εύκολο δεν ήταν φυσικά: ο Μωύς Νατάν είχε χάσει στο Αουσβιτς τη γυναίκα του και τις δύο κόρες τους, βασανιζόταν από τον πόνο της απώλειας και την ενοχή του επιζώντος, χώρια που η επιχείρησή του είχε περάσει πλέον, με τη συναίνεση του ελληνικού κράτους, σε άλλους ιδιοκτήτες.

Επινοήσεις

Στο προοίμιο του βιβλίου, ο Μπένης Νατάν εξηγεί ότι για να γεφυρώσει στην αφήγησή του όσα γνώριζε με όσα του ήταν άγνωστα χρειάστηκε, πλάι στα πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, να επινοήσει και κάποια ενδιάμεσα. «Για να το καταφέρω αυτό», ξεκαθαρίζει, «έβαζα τον εαυτό μου στη θέση του πατέρα μου, διερωτώμενος τι θα έκανα εγώ σε μια αντίστοιχη περίπτωση». Μια τέτοια μέθοδος θα μπορούσε να κριθεί ως ιστοριογραφικά αυθαίρετη, όμως ο Μπένης Νατάν δεν είναι ιστορικός· γράφει, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, ένα «μυθιστορηματικό χρονικό». Του δίνεται έτσι η «δυνατότητα» να επιδοθεί σε ένα εγχείρημα επώδυνο, για κάθε γιο ή κόρη: να αναδομήσει τις μνήμες του πατέρα του, να προσπαθήσει να κατανοήσει πώς αισθανόταν και τι σκεφτόταν, να φανταστεί ακόμα και τα ερωτικά του σκιρτήματα προτού γνωρίσει τη μητέρα του, τη Λουίζα, και να φανταστεί, τέλος, τον πόνο του όταν έμαθε ότι ο αδελφός του, Οβαδιάς, γνώριζε μεν τι τύχη θα είχε η οικογένεια του Μωύς όταν ανέβαινε σε εκείνη τη ράμπα του Μπίρκεναου, αλλά υπό το βάρος ενός ασήκωτου διλήμματος δεν μπόρεσε να πει λέξη. «Ο δικός τους θάνατος», καταλήγει ο Μπένης Νατάν, «ήταν η δική μου ζωή. Χωρίς τον χαμό τους, ο Μωύς δεν θα γνώριζε και δεν θα παντρευόταν τη Λουίζα και εγώ δεν θα είχα γεννηθεί. Οι γραμμές αυτές δεν θα γράφονταν. Οι άνθρωποι που πέθαναν εκεί θα ζούσαν όπως όλοι, με τις χαρές τους και τις λύπες τους. Ολα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά».

Αν τα εγχειρήματα του Μπένη Νατάν και του Χρήστου Αστερίου εντάσσονται πράγματι σε ένα νέο αφηγηματικό φαινόμενο, τότε αξίζει να το προσεγγίσουμε και μέσα από τις σχετικές παρατηρήσεις που κάνει ο ιστορικός Εντσο Τραβέρσο στο πρόσφατο δοκίμιό του με τον ευεξήγητο τίτλο «Ιδιότυπα παρελθόντα. Το “εγώ” στη γραφή της ιστορίας» (εκδ. του Εικοστού Πρώτου). Η αρχική διαπίστωση του Ιταλού ιστορικού είναι ότι στο πεδίο καταρχήν της Ιστορίας παρατηρείται εσχάτως μια μετατόπιση: ενώ από την εποχή του Θουκυδίδη στόχος του ιστορικού είναι «να κατανοήσει τι έχει συμβεί, όχι να δείξει σε ποιο σημείο τον επηρεάζει η ανακάλυψη του παρελθόντος», πλέον (και παρά τις αυταπάτες και τη συχνή υποκρισία μιας θετικιστικής ιστορικής αντικειμενικότητας), παρατηρείται ότι όλο και περισσότεροι ιστορικοί αισθάνονται την ανάγκη να αφηγούνται την υποκειμενικότητά τους: ο Ιβάν Ζαμπλονκά και ο Φιλίπ Αρτιέρ, που διηγούνται μαζί τις έρευνες και τις επακόλουθες συγκινήσεις τους, είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, που διαφέρουν από την ισορροπία μεταξύ αποστασιοποίησης και ενσυναίσθησης ενός Σαούλ Φριντλέντερ.

Στο πεδίο της μυθοπλασίας από την άλλη, το θεμελιακό μοντέλο για την «υποκειμενιστική γραφή της ιστορίας» είναι, σύμφωνα με τον Τραβέρσο, ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ: η γραφή του ισορροπεί ανάμεσα στην εξερεύνηση του παρελθόντος και σε μια «ακανόνιστη και στοχαστική ταυτοτική έρευνα», στοιχείο που άνοιξε τον δρόμο και σε άλλους αφηγητές και πυροδότησε μια νέα χρυσή εποχή του ιστορικού μυθιστορήματος. Στην επικράτεια του τελευταίου, όπως ήταν μάλλον επόμενο, προέκυψαν και αντιπαραθέσεις, γύρω από τίτλους όπως «Μ. ο γιος του αιώνα» του Αντόνιο Σκουράτι (μια μυθοπλαστική βιογραφία του Μουσολίνι) και «Ημερήσια διάταξη» (εκδ. Πόλις) του Ερίκ Βιγιάρ. Για τον Τραβέρσο (που αποδίδει αυτή τη συνολική υποκειμενιστική στροφή στον μεταμοντέρνο κατακερματισμό των βλεμμάτων ως απάντηση στις μεγάλες αφηγήσεις, στην ανάδυση του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου ή ακόμα και στον περιορισμό της έκφρασης της διανοητικής υποκειμενικότητας που παλαιότερα έβρισκε καταφύγιο στην επιστολογραφία), ο απολογισμός δεν είναι μονοσήμαντος. «Μπορεί κανείς να γράψει ιστορία», λέει, «φωτίζοντας τα περιθώριά της και ξαναδίνοντας πρόσωπο στους αυτουργούς της, ιδίως στους ανώνυμους που την έχουν φτιάξει, όμως δεν μπορεί να ερμηνεύσει το παρελθόν φέρνοντάς το στη σφαίρα του ενδόμυχου».

Μιλώντας πάντως για ανώνυμους αυτουργούς της ιστορίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το «Barracoon. Η ιστορία του τελευταίου σκλάβου» (εκδ. Παπαδόπουλος), της Ζόρα Νιλ Χέρστον. Βασισμένο σε μια σειρά συνεντεύξεων που η Αμερικανίδα συγγραφέας και ανθρωπολόγος πραγματοποίησε από τον Δεκέμβριο του 1927 και για τρεις μήνες με τον υπερήλικα Κούτζο Λούις (ή αλλιώς Κοσούλα), τον τελευταίο Αφρικανό επιζώντα του τελευταίου αμερικανικού δουλεμπορικού καραβιού, ονόματι «Κλοτίλντα», το βιβλίο χρειάστηκε 90 χρόνια για να εκδοθεί στην Αμερική, ίσως γιατί κατέγραφε και τη συμβολή ορισμένων αφρικανικών λαών στο δουλεμπόριο, προκαλώντας έτσι οδύνη ή και δυσφορία σε Αφροαμερικανούς και ειδικά στους διανοούμενούς τους και τους ηγέτες τους.

Ροδάκινα και εντομοκτόνο

Η Ζόρα Νιλ Χέρστον συναντιόταν με τον Κούτζο Λούις στη φτωχική κατοικία του, στο Μομπίλ της Αλαμπάμα, και η μέθοδός της περιελάμβανε και μικρές προσφορές στον συνεντευξιαζόμενο (όπως ροδάκινα από την Τζόρτζια, χοιρομέρι από τη Βιρτζίνια και πολύτιμο για εκείνον εντομοκτόνο), που ενθάρρυναν τις αναμνήσεις του και συνέβαλλαν στην ανάπτυξη μιας αμοιβαίας φιλίας. Κυρίως όμως η Χέρστον –που επίσης απέρριπτε τα συμπεράσματα της αντικειμενικής παρατήρησης– άφηνε χώρο στον συνομιλητή της και στην ιδιωματική φωνή του, την οποία θεωρούσε ζωτικό στοιχείο αυθεντικότητας της αφήγησης. Το παρακάτω απόσπασμα συναντάται στο βιβλίο μετά τις εξιστορήσεις του Κούτζο Λούις για τις θηριωδίες των Αφρικανών, για την παραμονή του στα άθλια «barracoon» (τους ειδικούς στρατώνες όπου φυλάσσονταν οι σκλάβοι πριν μεταφερθούν στη Δύση) ή για το βασανιστικό ταξίδι του με την «Κλοτίντα» και είναι χαρακτηριστικό των ορίων της αντικειμενικότητας τόσο της συγγραφέως όσο και του εγχειρήματός της: «Για μερικές στιγμές», γράφει η Χέρστον, «ο Κοσούλα παραμένει σιωπηλός. Είδα τη θλίψη για το παρελθόν να στραγγίζει από τα μάτια του δίνοντας τη θέση της στο παρόν. “Κουράστηκε μιλάει. Πάει σπίτι, έρθει ξανά. Αν εγώ μιλάει μαζί σου όλη ώρα, όχι φτιάξει κήπο. Θέλεις ξέρει πολλά. Ρωτάει πολλά. Οκέι, οκέι (αρκεί), πάει σπίτι”. Δεν αισθάνθηκα να προσβάλλομαι στο ελάχιστο. Είπα απλώς: “Πότε μπορώ να ξανάρθω;”. “Στείλει εγγονό μου σου πει, μπορεί αύριο, μπορεί άλλη βδομάδα”».

Υβρίδια ιστορίας – λογοτεχνίας-1

Υβρίδια ιστορίας – λογοτεχνίας-2
Μια νουβέλα που καταπιάνεται με την ιστορία της καπνοβιομηχανίας Muratti, η ιστορία του Μωύς Νατάν, Ελληνα Εβραίου της Θεσσαλονίκης, το πρόσφατο δοκίμιο του Εντσο Τραβέρσο για το «εγώ» στη γραφή της ιστορίας και η «Ιστορία του τελευταίου σκλάβου».

Υβρίδια ιστορίας – λογοτεχνίας-3

Υβρίδια ιστορίας – λογοτεχνίας-4
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή