Eνα εικοσιτετράωρο με τον ποιητή Δημήτρη Αγγελή

Eνα εικοσιτετράωρο με τον ποιητή Δημήτρη Αγγελή

Κάποιος που θα είμαι σε λίγο εγώ, ακούει πίσω απ’ τις φυλλωσιές έναν επίμονο, οξύ ήχο. Σπρώχνοντας ακανθώδη κλαδιά σταματάω προσωρινά το πρώτο ξυπνητήρι της μέρας. Σκέφτομαι: χθες ήμουν γκρίζος, σήμερα θα είμαι λευκός

3' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

06.45

Κάποιος που δεν θα είμαι σε λίγο εγώ, τρέχει στο δάσος. Κάποιος που θα είμαι σε λίγο εγώ, ακούει πίσω απ’ τις φυλλωσιές έναν επίμονο, οξύ ήχο. Σπρώχνοντας ακανθώδη κλαδιά σταματάω προσωρινά το πρώτο ξυπνητήρι της μέρας. Σκέφτομαι: χθες ήμουν γκρίζος, σήμερα θα είμαι λευκός. Σκέφτομαι: αν δεν γράψω στο ανοιχτό τετράδιο δίπλα μου τη λέξη «δάσος», κάτω από μια στήλη με τις ήδη γριφώδεις λέξεις «Οκτώβριος», «υποκόμης», «ρινόκερος», το όνειρο θα ξεχαστεί. Ανοίγω τα μάτια και οι υποχρεώσεις της μέρας με κατακλύζουν. Σε λίγο κι αυτή η λέξη στο χαρτί δεν θα σημαίνει τίποτα πια. Είναι Σάββατο. Παραδόξως και σ’ αυτό το όνειρο, όπως και στο προηγούμενο, φαινόμαστε υπερβολικά νέοι. Το υποσυνείδητο εξωραΐζει τις αμυχές.

07.10

Περνώ με ταχύ βάδισμα την πεζογέφυρα του Κηφισού, διασχίζω κάθετα το Μοσχάτο, προχωρώ κατά μήκος του Ιλισού ώς τον σιδηροδρομικό σταθμό της Καλλιθέας και επιστρέφω στο Φάληρο ακολουθώντας τις γραμμές του τρένου, σύνολο 55 λεπτά ευφρόσυνης σωματικότητας. Η μονότονη διαδρομή με βοηθά να ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, να σχεδιάσω ένα δοκίμιο, να καταγράψω αυθόρμητους στίχους. Ολα είναι δρόμος κι εμείς είμαστε η ένταση της επιθυμίας μας. Ξαναδιαβάζω τι έγραψα και μειδιώ: αυτό είναι Κοέλιο (ή Βούλγαρης) που λακανίζει.

09.00

Εχω από ώρα ετοιμάσει το πρωινό των κοριτσιών ακούγοντας Ετα Τζέιμς, είμαι μπροστά στον υπολογιστή, απαντάω σε μηνύματα και γράφω ένα κείμενο που πρέπει σύντομα να παραδώσω. Εξετάζω τις σημειώσεις μου, το τραπέζι έχει γεμίσει βιβλία – όσα δεν μου χρειάζονται πια, τα ξεχωρίζω και τ’ ακουμπώ στο πάτωμα. Η δημιουργική ανάγνωση είναι μια απεγνωσμένη μάχη ενάντια στην εκμάγευση της νόησής μας από τους άλλους. Εάν καθώς γράφω σκεφτώ για μία στιγμή τη βιβλιοθήκη που βρίσκεται στην πλάτη μου, θα παραλύσω από το αίσθημα της ματαιότητας. Παραφράζοντας τον Μπένγιαμιν, η οργάνωση του πεσιμισμού μάς εμποδίζει να παρακμάσουμε. Προσωρινά μόνο, βέβαια.

11.30

Με τα κορίτσια ανεβαίνουμε στο κέντρο, θα επισκεφθούμε κάποια έκθεση ζωγραφικής, θα περάσουμε από το βιβλιοπωλείο του «Ναυτίλου» και την «Πολιτεία», μπορεί και από το «Σολάρις» για κόμικς, θα χαζέψουμε ρούχα, θα κοιταχτούμε περιπαικτικά σε καθρέφτες και θα γελάσουμε τρανταχτά, θα σταματήσουμε για φαγητό, θα συζητήσουμε ενάντια στον κόσμο σοβαρά, θα υποδυθούμε πως είμαστε άλλοι, παραδόξως πιο έξυπνοι, πιο όμορφοι και πιο δεξιοτέχνες στην περιφρόνηση απ’ ό,τι εμείς – αυτή είναι η ζηλότυπα φυλασσόμενη ολοδική μας ώρα μες στη βδομάδα. Θα επιστρέψουμε νωρίς στην παραιτημένη θλίψη του απογεύματος κι αμέσως θα βάλω μπρίκι για καφέ – η μυρωδιά του και μόνο θα με κάνει να σκεφτώ την επιδίωξη της εγκόσμιας αιωνιότητας σαν μία ήττα του ανθρώπου.

«Καθόλου δεν με νοιάζει να μιλήσω, μπορώ να περάσω και όλη τη νύχτα σιωπηλός αν νιώθω ότι μαθαίνω κάτι καινούργιο».

17.15

Από την κουζίνα γραμμή για το γραφείο. Ξαναπιάνει δουλειά ο τρυφερός κηπουρός των λέξεων: ξεβοτανίζω, κλαδεύω, ραντίζω. Κι αίφνης προκύπτουν ανέλπιστα δυο στίχοι-δώρο: «Εσύ λυπάσαι και χιονίζει απαλά / στον κήπο νάνους».

20.00

Αν μείνω σπίτι, θα παραγγείλουμε και θα δούμε ταινία, κατά προτίμηση μαυρόασπρη, κατασκοπευτική, αστυνομική ή κωμωδία, του ’50 ή του ’60. Αυτές με τη στρωτή αφήγηση, που περιγράφουν μια προγενέστερη μορφή ζωής, με αγνότερα ίσως αισθήματα. Οπως τα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν γράφονταν στην εποχή τους για ενήλικες αλλά ύστερα έγιναν ιδανικά αναγνώσματα για εφήβους, έτσι συμβαίνει και με αυτές τις ταινίες. Μπορεί όμως και να βγω: η συζήτηση γύρω από ένα τραπέζι με καλό φαγητό και κρασί, συζήτηση πολύωρη που μπορεί να περιλαμβάνει από λογοτεχνία, ζωγραφική και ιστορία των ιδεών έως ποδόσφαιρο και κορίτσια, όλα με γέλια και πειράγματα συνωμοτικής συντροφικότητας, είναι από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή. Καθόλου δεν με νοιάζει να μιλήσω, μπορώ να περάσω και όλη τη νύχτα σιωπηλός αν νιώθω ότι μαθαίνω κάτι καινούργιο. Οδηγώντας για το σπίτι, λίγο μετά τη μία, σκέφτομαι ότι έφτασα επιτέλους σ’ αυτήν την ηλικία για να καταλάβω ότι γίνεται να περνάω ξέγνοιαστα, με καλούς φίλους, συναρπαστικές στιγμές. Κι ότι μαζί τους μπορώ να κάνω τις περιπέτειες της ψυχής, ιστορία.

2.00

Τα παιδιά κοιμούνται. Ακούγεται κοντινό το γάβγισμα ενός σκύλου που δεν υπάρχει πια. Μετά ησυχία αδιάλλακτη. Αναλογίζομαι τι θα κάνω επιτέλους με τη ζωή μου. Αλλά πάντα τέτοια ώρα στην πόρτα μου μπροστά θ’ αναδύεται μια καινούργια πόλη και πάντα θα φοβάμαι μήπως απότομα την ξυπνήσω. Λοιπόν, αύριο…

@ Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγγελή «Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή