Η «ψυχή» της λαϊκής επιγραφής

Η «ψυχή» της λαϊκής επιγραφής

Μια παλιά, σπάνια έκδοση συγκεντρώνει τον πλούτο της τέχνης που μεσουράνησε στους δρόμους της Ελλάδας τού χθες

6' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο μεγάλος μας ζωγράφος Γιώργος Βακιρτζής, αυτός ο γίγαντας της γιγαντοαφίσας του κινηματογράφου, καταπιάστηκε με πάθος στις αρχές του ’70 με μια φιλόδοξη, πανελλαδική αποστολή εύρεσης και καταγραφής της εγχώριας λαϊκής επιγραφής. Eχοντας στο πλάι του τους Κώστα Τζιμούλη και Παναγιώτη Γράββαλο, ταξίδεψαν μαζί για επτά χρόνια σε καιρούς δύσκολους, επί δικτατορίας, καταφέρνοντας να αποτυπώσουν σε διαφάνειες περίπου 2.500 θέματα. Η Παπαστράτος ΑΒΕΣ, με την υποστήριξη της Ντόρης Παπαστράτου και του τότε διευθύνοντος συμβούλου Τάσου Αβέρωφ, εξέδωσε έναν πολυτελή τόμο όπου παρουσιάστηκαν 400 από αυτές.

Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1974 και ήταν τόσο επιτυχημένη που ξανατυπώθηκε το 1980. Μέσα της ο Βακιρτζής συμπληρώνει τις απολαυστικές εικόνες με πολύτιμες σκέψεις και παρατηρήσεις αλλά και «ημερολόγια» των αναζητήσεων του ίδιου και της ομάδας του, από άκρη σε άκρη στη χώρα. Μυτιλινιός από Μικρασιάτες γονείς, αναφέρει κάπου την εμπειρία του, ως παιδί, δίπλα στον συντοπίτη του λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο. Τον θυμάται να ζωγραφίζει κάποιες εσωτερικές τοιχογραφίες στην ταβέρνα του πατέρα του, καθώς και την επιγραφή της. «Ετούτον εδώ τον μπάρμπα τον θυμάμαι. Ολοι τον ξέρουμε τώρα πια. Πολλά έκανε στη ζωή του και πολλά τον παίνεσαν μετά τον θάνατο του, όπως τούπρεπε», γράφει. «Θυμάμαι ακόμα τις σκόνες, τη ζάχαρη, το γάλα και το νερό», λέει, αναφερόμενος στα ταπεινά, αυτοσχέδια υλικά ζωγραφικής του μεγάλου καλλιτέχνη.

Η έκδοση είναι ένας θησαυρός λαϊκής τέχνης, ένα έντυπο μουσείο 400 σελίδων, πλήρες εξαιρετικών ευρημάτων. Οι επιγραφές που παρουσιάζει δεν υπάρχουν πια – χάθηκαν μαζί με τα χρόνια και την απαξίωση όλων των «παλιών», λαϊκών πραγμάτων. «Για πολλές δεκαετίες μετά την απελευθέρωση του ’21 μας είχαν μάθει να θαυμάζουμε μόνο ό,τι είχε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και με τα εξελιγμένα κράτη της Δυτικής Ευρώπης», γράφει στην εισαγωγή της η Ντόρη Παπαστράτου. «Διψασμένοι για πρόοδο όπως είμαστε μετά από μια μακροχρόνια δουλεία, περιφρονήσαμε τις ρίζες μας τις αληθινές και προσπαθήσαμε να χτίσουμε τη νέα Ελλάδα με τα μάτια μας προσηλωμένα από τη μια μεριά στον Περικλή και από την άλλη στην Εσπερία», συμπληρώνει.

Η φετιχοποίηση του «παλαιού» κατά τα τελευταία χρόνια είχε ως αποτέλεσμα μια κάποια αναβίωση αυτής της τέχνης. Ενδεικτικό είναι πως στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 300 επαγγελματίες επιγραφοποιοί. Ο χώρος τους είχε σχεδόν εξαφανιστεί μετά τη δεκαετία του ’80 και την επικράτηση των τυπογραφικών στοιχείων που φτιάχνονταν με αυτοκόλλητα βινυλίου, αλλά και τη μετέπειτα επικράτηση των ψηφιακών μέσων σχεδιασμού και κατασκευής. Ακόμα κι έτσι όμως, η αυθεντικότητα, η μαζικότητα και η κοινωνική και επικοινωνιακή σημασία και σημειολογία των έργων που απολαμβάνουμε στο βιβλίο των Βακιρτζή – Γράββαλου – Τζιμούλη, δυστυχώς, δεν θα επιστρέψει.

Η «ψυχή» της λαϊκής επιγραφής-1
Τα 5.000 κομμάτια στα οποία τυπώθηκε «Η Λαϊκή Επιγραφή στην Ελλάδα» το ’74 και τα άλλα 3.000 της επανέκδοσης του 1980 είναι πια περιζήτητα, ακριβά και δυσεύρετα στα παλαιοβιβλιοπωλεία και στις δημοπρασίες.

Ο δάσκαλος-καλλιτέχνης

Σήμερα συναντάμε τα τελευταία της ψήγματα σε μεμονωμένες, ιδιότυπες περιπτώσεις. Μια τελευταία ράτσα επιγραφοποιών είναι αυτοί που ακόμα επιμελούνται, με παχείς μαρκαδόρους με ασύμμετρη μύτη, τις ταμπέλες στις λαϊκές αγορές: στις λαχαναγορές, στις ιχθυόσκαλες, στις δημοτικές ή υπαίθριες αγορές των συνοικιών. Δεν είναι απίθανο, σε κάποιο συνοικιακό ή επαρχιακό σούπερ μάρκετ ή μπακάλικο, να πετύχουμε μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στην αναγραφή της τιμής ενός δοχείου με ελιές ή ενός κεφαλιού τυρί.

Μια τελευταία ράτσα επιγραφοποιών είναι αυτοί που ακόμα επιμελούνται, με παχείς μαρκαδόρους με ασύμμετρη μύτη, τις ταμπέλες στις λαϊκές αγορές.

Υπάρχει και η μοναδική περίπτωση ενός δασκάλου-καλλιτέχνη στην Κάλυμνο, του Γιάννη Χειλά, που σχεδιάζει με μαεστρία τα «γράμματα» στα σφουγγαράδικα καΐκια. Κάνει αυτή τη δουλειά 65 συναπτά έτη τώρα. Η τέχνη του είναι ναυτική και, ως τέτοια, έχει τη δική της ιδιαίτερη επικοινωνιακή και ψυχολογική διάσταση. Οπως είχε πει κάποτε ο ίδιος: «…Μεγάλη η χαρά του καπετάνιου και των πληρωμάτων σαν τα “γράμματα” ήταν ωραία και φανταχτερά. Συμπλήρωναν την ομορφιά του σκάφους (…) πίστευαν ότι το καΐκι τους έπαιρνε δυνάμεις για να παλέψει με τα κύματα και τα ξωτικά του πελάγους».

Αλλά ακόμα και οι Ρομά που πουλάνε καρπούζια στην άκρη του δρόμου μπορεί να έχουν φιλοτεχνήσει πάνω σε ένα κομμάτι από φθηνό χαρτί μια σειρά από τυπογραφικά στοιχεία με τρόπο συγκινητικό. «Τα γράμματα είναι πράγματα, και όχι εικόνες πραγμάτων», είχε πει ο μεγάλος Αγγλος γλύπτης και τυπογράφος Ερικ Γκιλ. Αυτό φανερώνεται και στα λόγια του Καλύμνιου καλλιγράφου: «Tα “γράμματα” χαράσσονταν», αναφέρει, «με μια προσήλωση, μια αυτοσυγκέντρωση, που φύλλο δεν έπρεπε να κουνηθεί. Αυτό όμως δεν το σεβόντουσαν οι περίεργοι θαυμαστές, άνθρωποι του σιναφιού, που όχι μόνο άφηναν τις δουλειές στα καΐκια τους και χάζευαν τον δεξιοτέχνη σύντροφό τους, αλλά σχολίαζαν κιόλας: “Ρε, το γου (Γ) ήκαμές το κατσουνωτό”. Κι άλλος: “Τράβα πσο κάτω τη νουρά του ρου (Ρ). Κωλοβό μου φαίνεται!”».

Η «ψυχή» της λαϊκής επιγραφής-2

Η ίδια κοντινή σχέση με τα «γράμματα» είναι διάχυτη και στο βιβλίο του Βακιρτζή. Αλλωστε, προς το τέλος της έκδοσης βρίσκουμε ένα πολύτιμο τετρασέλιδο, όπου ο Κώστας Τζιμούλης, υπό την εποπτεία του Δασκάλου, παρουσιάζει μια αποδελτίωση των βασικών τύπων γραμμάτων καθώς και τις βασικές χαράξεις που χρησιμοποιούν οι επιγραφοποιοί. Τη μοναδική αξία αυτού του τετρασέλιδου αναγνώρισε το σημαντικό γερμανικό περιοδικό γραφιστικής Novum, που σε τεύχος του τον Ιούλιο του ’77 τη συμπεριέλαβε ως αυτόνομη, δεκασέλιδη μελέτη. Το τεύχος αυτό είχε εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον Βακιρτζή, με φωτογραφία από επιγραφή χρωματοπωλείου που είχε φωτογραφίσει ο Τζιμούλης.

Τα 5.000 κομμάτια στα οποία τυπώθηκε «Η Λαϊκή Επιγραφή στην Ελλάδα» το ’74 και τα άλλα 3.000 της επανέκδοσης του 1980 είναι πια περιζήτητα, ακριβά και δυσεύρετα στα παλαιοβιβλιοπωλεία και στις δημοπρασίες. Το καθένα τους είναι ένα χαμένο και πολύτιμο ιερό δισκοπότηρο της λαϊκής γραφιστικής μας. Είναι κιβωτοί που σάλπαραν κι έφυγαν, φέροντας μέσα τους έναν ολόκληρο παλιό κόσμο και μια προσέγγιση στη ζωή και στα πράγματα που χάθηκε παντοτινά. Η κιβωτός όμως δεν πήρε τα πάντα μαζί της. Στα αρχεία των συντελεστών της έκδοσης υπάρχουν κι άλλες διαφάνειες που «περιμένουν την αξιοποίησή τους από ενδιαφερόμενους φορείς», όπως μας λέει ο Κώστας Τζιμούλης – ο μόνος εκ των τριών δημιουργών που είναι ακόμα εν ζωή. Εχει πατήσει πια τα 80 του, αλλά διαθέτει, ως φαίνεται, ενθουσιασμό ανθρώπου που έχει τα μισά του χρόνια.

Η «ψυχή» της λαϊκής επιγραφής-3

Τι θησαυροί είναι αυτοί που κρύβονται στα αρχεία αυτά, και άραγε θα τους δούμε ποτέ; Ενα πράγμα είναι σίγουρο, και είναι συναρπαστικό: τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο υπάρχουν ακόμα, «κάπου εκεί έξω», παλιές επιγραφές που κρύβονται πίσω από αδιάφορες και ακαλαίσθητες νεότερες ή ξεχασμένες για πάντα σε υπόγεια, αποθήκες και πατάρια. Συχνά κιόλας, απλώς πετιούνται στα σκουπίδια, αφήνονται στην άκρη του δρόμου. Ισως πολλοί τις προσπερνούν – άλλωστε έχουν θέματα συνηθισμένα, εφήμερα, καθημερινά. Στα διάκενα ανάμεσα στα γράμματά τους, όμως, αναπνέει η ζωή του δημιουργού τους, η λαχτάρα να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα με μέσα απλά και πενιχρά, αλλά και, όπως κάπου είχαν γράψει οι Τσαρλς και Ρέι Ιμς, «η ασυνήθιστη γοητεία των συνηθισμένων πραγμάτων».

Η «ψυχή» της λαϊκής επιγραφής-4

Η «Μάντρα Αποστολάκη»

Ο Βακιρτζής κλείνει την έκδοση μιλώντας με αγάπη για τη «Μάντρα Αποστολάκη», μια υπαίθρια αγορά οικοδομικών υλικών κάπου στην οδό Βουλιαγμένης, «προς την Αθήνα και δεξιά και στα 1971», όπως λέει με τη χαρακτηριστική γραφή του. Είναι μια μάντρα γεμάτη αυτοσχέδια σήματα, ναΐφ επιγραφές, μηνύματα προς τον πιθανό πελάτη: ένα πολύχρωμο «Καλές Τιμές» που πασχίζει τόσο να γοητεύσει τον περαστικό, ένας τσίγκος κομμένος σε σχήμα καρδιάς που γράφει πάνω του «εδώ» και φέρει την εικόνα ενός χεριού που λέει «στοπ» και ενός καροτσιού οικοδομής. Ο μεγάλος δάσκαλος γράφει σπαρακτικά: «(…) Ενας κόσμος ασήμαντος, ευτελής, και ταυτόχρονα σημαντικός. Ενας κόσμος περιφρονημένος, άχρηστος και ταυτόχρονα γοητευτικός βρίσκει εδώ την τύχη του περιμένοντας τύχη. Γίνεται κατά την αντοχή του, μια αρχιτεκτονική σύγχρονης γλυπτικής. Ενα τραγούδι. Τέχνη (…) Επιπλέον, και το σπουδαιότερο στην προκειμένη περίπτωση, είναι το γεγονός ότι το έργο αυτό, φύσει πραγματικό, γίνεται ουσία και θέα φανταστικό. Κι αυτό ονομάζεται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, ποίηση».

Η «ψυχή» της λαϊκής επιγραφής-5

Η «ψυχή» της λαϊκής επιγραφής-6
«Τα γράμματα είναι πράγματα, και όχι εικόνες πραγμάτων», είχε πει ο μεγάλος Αγγλος γλύπτης και τυπογράφος Ερικ Γκιλ. Αυτό φανερώνεται και στις περιγραφές Ελλήνων καλλιγράφων.

Η «ψυχή» της λαϊκής επιγραφής-7
Στα διάκενα ανάμεσα στα γράμματα των επιγραφών αναπνέει η ζωή του δημιουργού τους, η λαχτάρα να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα με μέσα απλά και πενιχρά.

Η «ψυχή» της λαϊκής επιγραφής-8

Η «ψυχή» της λαϊκής επιγραφής-9
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή