Εικόνες και νότες του ’22: Είμαστε όλα εκείνα που εμπεριέχουμε

Εικόνες και νότες του ’22: Είμαστε όλα εκείνα που εμπεριέχουμε

«Σήκω, ψυχή μου! Εικόνες και μουσικές των προσφύγων του ’22», τιτλοφορείται έκθεση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων

7' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ολα τ’ άλλα τα ‘χαμε χάσει», είπε η Σμυρνιά τραγουδίστρια Αγγέλα Παπάζογλου στον γιο της Γιώργο Παπάζογλου, που συγκέντρωσε με φροντίδα τις αναμνήσεις της για μια μικρή, πολύτιμη έκδοση με τίτλο «Τα χαΐρια μας εδώ – Ονείρατα της καμμένης και της άκαυτης Σμύρνης». «Το τραγούδι μόνο είχε γλιτώσει μέσα μας. Δεν έπρεπε να το αφήσουμε να πάει χαμένο κι αυτό», του αφηγήθηκε.

Η Αγγέλα Μαρωνίτη-Παπάζογλου ανήκε σε οικογένεια που είχε δώσει στη Σμύρνη τρεις γενιές λαϊκών μουσικών, και ήταν γυναίκα του συνθέτη των σμυρναίικων ρεμπέτικων Βαγγέλη Παπάζογλου. Δεν είναι τυχαίο που ο καθηγητής Εθνομουσικολογίας Λάμπρος Λιάβας, υπεύθυνος για τη μουσικολογική επιμέλεια της έκθεσης «Σήκω ψυχή μου! Εικόνες και μουσικές των προσφύγων του ’22», του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, ξετυλίγει στην «Κ» τη σκέψη του σχετικά με τη σημασία της μουσικής και του τραγουδιού, ως κιβωτό της συλλογικής μνήμης και δύναμη κινητήρια για τον Ελληνισμό, με μια αναφορά στα δικά της λόγια.

Εικόνες και νότες του ’22: Είμαστε όλα εκείνα που εμπεριέχουμε-1
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου στην «μπύρα» Τζελαλίδη. Νίκαια (Κοκκινιά), 1933. [Φωτ. Ψηφιακό αρχείο του Πολιτιστικού Συλλόγου «Βαγγέλης Παπάζογλου»]

«Το μήνυμα είναι αυτό που λέει η Αγγέλα», εξηγεί κ. Λιάβας. «Δεν είμαστε όσα κατέχουμε, αλλά εκείνα που εμπεριέχουμε. Κι αυτά δεν μπορεί να μας τα πάρει κανείς. Η προσφυγική ταυτότητα με σύμβολο το τραγούδι διασώθηκε στην ψυχή τους, κληροδοτήθηκε στους απογόνους τους, επηρέασε τους τοπικούς μουσικούς και ενέπνευσε δημιουργικά το νεότερο ελληνικό τραγούδι».

Με αυτό το σκεπτικό η έκθεση κινείται από το σκοτάδι στο φως κι από την Καταστροφή στην αναδημιουργία. Ξεκινώντας από το γοητευτικό ψηφιδωτό της μουσικής ζωής πριν από το 1922 στις ακμάζουσες κοινότητες των Ρωμιών στις «7 πατρίδες της καθ’ ημάς Ανατολής», ψηλαφεί το τραύμα της απώλειας και της προσφυγιάς για να ακολουθήσει την εγκατάσταση στις νέες πατρίδες, όπου οι πρόσφυγες με το τραγούδι και τον χορό πήραν κουράγιο για να ξαναστήσουν τη ζωή τους. «Οι πρόσφυγες μπόλιασαν την τοπική μουσική. Εγιναν οι δημιουργοί του ρεμπέτικου και στη συνέχεια από τα σαντουροβιόλια του σμυρναίικου ρεμπέτικου περάσαμε στους μπουζουκομπαγλαμάδες του πειραιώτικου ρεμπέτικου», εξηγεί ο κ. Λιάβας.

Εικόνες και νότες του ’22: Είμαστε όλα εκείνα που εμπεριέχουμε-2
Γυναίκες με παραδοσιακές φορεσιές της Καππαδοκίας (εντερί) χορεύουν κουτάλια. Σήμαντρα Χαλκιδικής. Ακαδημία Αθηνών – Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας.

Η σπειρωτή πενιά, τα ματζορομίνορα του Μάρκου και τα κόλπα της μαστορικής των λαϊκών τραγουδιών στην έκθεση για τους πρόσφυγες του ’22.

«Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι, στον ντουνιά δεν έχει γίνει / Σμύρνη φτωχομάνα Σμύρνη, πού ‘ναι η ομορφιά σου εκείνη;», έλεγαν οι στίχοι στο σμυρναίικο, και ύστερα «Απ’ τον τόπο που ‘ρθα γω ξεύρουν ν’ αγαπούν, ξεύρουν τον καημό να κρύβουν, ξεύρουν να γλεντούν».

«Μεγάλωσα σε σπίτι προσφύγων γεμάτο απ’ τις διηγήσεις τους. Ο πατέρας απ’ την Κωνσταντινούπολη και η μητέρα απ’ την Ανατολική Ρωμυλία. Τις γιορτές κατέφθαναν και τα δύο σόγια […] Μιλούσαν όλοι μαζί, αγκαλιαζόντουσαν, φιλιόντουσαν, στρώνονταν γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντιλο και για να μην τα πολυλογώ, όταν επιτέλους σηκώνανε τα πιάτα και καταλάγιαζε το κουβεντολόι, έπιαναν το τραγούδι», θυμάται ο Διονύσης Σαββόπουλος, πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής της έκθεσης.

Τα προσωπικά του βιώματα μαζί με την τέχνη του έδωσαν στην έκθεση το ιδεολογικό της στίγμα: η μουσική των προσφύγων ενταγμένη στην παράδοση του Ελληνισμού άνθησε κι έφερε σπουδαίους καρπούς. Ή όπως μοναδικά τραγούδησε η Σωτηρία Μπέλλου στο εμβληματικό ζεϊμπέκικο που ο Σαββόπουλος αφιέρωσε στον «πατέρα του τον Μπάτη»: «Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα, βάλε στα ρούχα σου φωτιά, βάλε στα όργανα φωτιά. Να τιναχτεί σα μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά».

Στο ίδιο πνεύμα, ανασκαλεύοντας τις δικές τους μνήμες και συνδέοντας το προσωπικό με το συλλογικό, οι συνθέτες Γιώργος Ανδρέου και Παναγιώτης Καλαντζόπουλος μιλούν στην «Κ» για τη σχέση της προσφυγικής μουσικής με το έργο τους.

Η έκθεση διαρκεί έως 30/9 (Βασιλίσσης Σοφίας 11, είσοδος από την οδό Σέκερη). Την επιστημονική επιτροπή απαρτίζουν οι Διονύσης Σαββόπουλος (πρόεδρος), Νίκος Ανδριώτης, Αλέξης Κυριτσόπουλος, Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Κυριάκος Χατζηκυριακίδης.

Εικόνες και νότες του ’22: Είμαστε όλα εκείνα που εμπεριέχουμε-3
Ο Λάμπρος (λύρα), η Ρόζα Εσκενάζυ (ντέφι) και ο Τομπούλης (ούτι). Αθήνα, 1930. [ΑΣΚΣΑ – Τμήμα Αρχείων, Αρχείο Ηλία Πετρόπουλου.]

Fusion πολύ μπροστά από την εποχή του;

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ*

Γεννήθηκα στις Σέρρες. Η οικογένεια της μητέρας μου έχει προσφυγική καταγωγή (Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη). Μαζί κι ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης μου. Στο ωδείο, από επτά χρονών έπαιζα στο πιάνο συνθέσεις και ασκήσεις κλασικής μουσικής. Στα σπίτια των φιλενάδων της γιαγιάς μου άκουγα τραγούδια «από την πατρίδα». Μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο (1978 – εποχή της νεανικής αναβίωσης του ρεμπέτικου) συνειδητοποίησα πως οι μουσικές και τα τραγούδια της «καθ’ ημάς Ανατολής» υπήρξαν οι γονείς του ελληνικού τραγουδιού, και κατεξοχήν του λαϊκού τραγουδιού.

Εγώ αγαπούσα τη ροκ μουσική και είχα αρχίσει (στο τέλος της χούντας, μετά το 1972) να προσέχω τους συνθέτες μας που συνομιλούσαν με τη δημοτική παράδοση, την κρητική. Ο ήχος της Κρήτης είναι γεμάτος από μικρασιάτικες επιρροές και τα στιχουργικά θέματα πολύ κοντινά στις δύο παραδόσεις. Μου ήρθαν στον νου τα τραγούδια της γιαγιάς μου. Εψαξα και άκουσα κάποια σμυρναίικα. Με εντυπωσίασε η στιχουργική τόλμη τους («Η Ελλη θέλει σκότωμα», «Ο Κοκαϊνοπότης», «Φονιάς θα γίνω», «Ζούλα-ζούλα το πουλεύεις», «Αμάν ντόκτορ» – μακρύς ο συναρπαστικός κατάλογος). Και οι σμυρναίικες ορχήστρες, η αποθέωση του κοσμοπολιτισμού: Σαντούρια και τρομπέτες και πιάνο και βιολί και ακορντεόν και μαντολίνο και κλαρίνο και τσέλο και κιθάρες. Και το μουσικό ύφος, απαράμιλλο: Αριες, καντάδες και μανέδες, τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα, χασάπικα και πόλκες. Ενα fusion πολύ μπροστά από την εποχή του; Μια εκδοχή παγκοσμιοποιημένης τέχνης πριν από την ώρα της;

Μαγεύτηκα. Συνεπαρμένος έστησα αυτί σε ένα σωρό ηχογραφήσεις γραμμοφώνου, κατάπληκτος από τον ηχητικό πλούτο, το ταλέντο των ερμηνευτριών και ερμηνευτών, την επιμονή των μουσικών να «παίζουν» με όποιο ιδίωμα τους συγκινούσε, «κλέβοντας» από κάθε μουσικό στυλ και επιστρέφοντας στο πολλαπλάσιο τα δάνεια. Ημουν πια στη δημιουργική ηλικία όπου (γνώμη μου) κάθε Ελληνας συνθέτης και τραγουδοποιός οφείλει να απαντήσει στο αδυσώπητο ερώτημα: «Θα συνομιλήσεις με τη μουσική σου παράδοση; Θα προτείνεις τις δικές σου εκδοχές σε ζητήματα κρίσιμα όπως η “ταυτότητα”, η “καταγωγή”, τα δημοτικά και λαϊκά μουσικά μοτίβα και οι κλίμακές τους, το δίλημμα του συγκερασμένου ή ασυγκέραστου μέλους (τόνοι και ημιτόνια μόνο ή και μόρια, όπως στη βυζαντινή μουσική);  Ή θα καβαλήσεις το τρένο της Δύσης και θα “σωθείς” μια και καλή από όλο αυτό το απαιτητικό σύμπαν;».

Διάλεξα το απαιτητικό σύμπαν μαζί με το τρένο της Δύσης – αυτός δεν ήταν πάντοτε (κατά τη σεφερική ρήση) ο «ελληνικός τρόπος», το να συνομιλείς και να απέχεις εξίσου από την Ανατολή και τη Δύση; «Κομμάτια κι αποσπάσματα» από τη μαγική ηχώ της Ιωνίας υπάρχουν σε πάρα πολλά τραγούδια μου και σε πολλές ορχηστρικές συνθέσεις μου. Υπάρχουν κατεξοχήν στις μουσικές μου για τα χορικά του αρχαίου δράματος, όπως και στον τρόπο με τον οποίο αυτοσχεδιάζω στο πιάνο, το όργανό μου. Εννοείται πως δεν ανακάλυψα την Αμερική – όλοι οι μεγάλοι (Καλομοίρης, Σκαλκώτας, Κωνσταντινίδης, Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Μαρκόπουλος – ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς) έχουν επηρεαστεί και έχουν συνομιλήσει με την πρώτη αστική και λαϊκή συγχρόνως εκδοχή ελληνικής μουσικής, τη μουσική της Σμύρνης. 

* Ο κ. Γιώργος Ανδρέου είναι συνθέτης.

Ο Εγγλέζος δάσκαλος που με πίκρανε

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ*

Την εποχή των κλασικών σπουδών μου στο Λονδίνο είχε αναδυθεί μέσα μου μια στέρηση. Πρώτη φορά στα ξένα ένιωσα την ανάγκη να δω, να καταλάβω την ελληνική μουσική. 

Ενας δάσκαλός μου Εγγλέζος με είχε πικράνει, όταν γύρισε και μου είπε «εμείς σε μάθαμε αυτά που ξέρουμε, εσύ τι έχεις να μας μάθεις;».
Αυτό γέννησε έναν «γόνιμο θυμό» και με οδήγησε να πάω να μάθω, να καταλάβω τι έτρεχε στους ήχους που άκουγε όλη η Ελλάδα στα τζουκ-μποξ.
Στα 21 μου χρόνια, καλοκαίρι, γύρισα στην Ελλάδα από τις σπουδές μου στο Guildhall και αποφάσισα να μάθω μπουζούκι. Ρωτώντας βρήκα τον Γεράσιμο Κλουβάτο, στη Λαμπρινή, που είχε ένα μικρό καμαράκι και μάθαινε μπουζούκι σε παιδιά στα πολύ γεράματά του. 

Με συμπάθησε. Ημουν ένας «μαλλιάς» που «τα ’παιρνε», έλεγε. Δηλαδή μου έδειχνε και αμέσως έπιανα το παίξιμο του δασκάλου. Κι αυτό ευχαριστούσε και αυτόν κι εμένα.

Εκεί έμαθα τη σπειρωτή πενιά, τα ματζορομίνορα του Μάρκου, ταξίμια, τζαλιτά, τους δρόμους, χιτζασκιάρ, νιαβέντι, ουσάκ. Εκεί κατάλαβα την άρρηκτη σχέση της βυζαντινής με τη λαϊκή μουσική. Οι «δρόμοι» στα λαϊκά είναι ό,τι είναι οι «ήχοι» για τους ψάλτες. 

Ο Καλδάρας, ο Τσιτσάνης, ο Δερβενιώτης τα ’παιζαν στα δάχτυλα αυτά. Ενας κόσμος ολόκληρος αλληλένδετος και αυτόνομος που ζούσε παράλληλα και ανεξάρτητα από τα ωδεία και τον Σούμπερτ. Τότε κατάλαβα τι είχε γοητεύσει τον Χατζιδάκι, τότε είδα από πού ερχόταν ο μελωδισμός του: απ’ τον Σοπέν και τον Σατί, απ’ τον Χατζηχρήστο και τον Μητσάκη.

Αυτή η σχέση με το μπουζούκι μπόλιασε τα τραγούδια που θα ’γραφα με τα κόλπα της μαστορικής των λαϊκών τραγουδιών, χωρίς να το πάρω είδηση. Τα πιο καλά μαθήματα γίνονται στο διάλειμμα. Τα σπουδαία τραγούδια έχουν την πηγή τους στα δημοτικά και τα λαϊκά. Και ο Ντίλαν, και ο Κλάπτον, και ο Καλδάρας, και ο Τσιτσάνης το ξέρουν αυτό. 

Εχει ενδιαφέρον πώς μουσικές, τραγούδια, χοροί κουβαλούν αυτή τη γνώση, και τη μεταφέρουν πρώτα οι έμποροι ή οι στρατιώτες, την ώρα που ανοίγουν δρόμους, την ώρα που έρχονται να κατακτήσουν αγορές και εδάφη. Οπως ο αέρας, έτσι κι αυτοί μεταφέρουν τη γύρη του πολιτισμού. Την ίδια ώρα μπολιάζονται και από τη νέα γη που κατακτάνε. Στη Σαλονίκη, στον Πειραιά, στην Κρήτη, στην Ηπειρο, στο Σικάγο, στο Λίβερπουλ, στο Λονδίνο μαζί με τα παζάρια του εμπορίου και τη φωτιά του πολέμου, μαζί με τα σκλαβοπάζαρα του αμερικανικού Νότου ή την Καταστροφή της Σμύρνης, μεταφυτεύονται οι συνταγές της μάνας μας και τα τραγούδια για τις γυναίκες που αγαπάμε. Το εμπόριο και ο πόλεμος προηγούνται, οι τέχνες έπονται.

* Ο κ. Παναγιώτης Καλαντζόπουλος είναι συνθέτης. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή